Την περασμένη Κυριακή, 14 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο της εκδήλωσης του Αγγελίδειου Ιδρύματος για την απονομή βραβείων -στην περίπτωση αυτή επαίνων- για τα βιβλία ομογενών της χρονιάς, μίλησα για τον αείμνηστο Στάθη Ραυτόπουλο, κάνοντας μια γενική θεώρηση του ποιητικού του έργου.

Επειδή ο Στάθης ήταν ευρέως γνωστός στους ομογενείς της Αυστραλίας, αλλά και για τον λόγο ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τους σκαπανείς, που στο παρελθόν είχαν διακριθεί σε ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων, σκέφτηκα να καλύψω και από τη στήλη αυτή τα κύρια σημεία της ομιλίας μου.

Ο Στάθης, από το 1943 που εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή στην Μελβούρνη, μέχρι το 2003 που έφυγε από κοντά μας, υπήρξε ένα διαρκές και εμφατικό παρόν στην επιχειρηματική, πολιτιστική, πνευματική, καλλιτεχνική, εθνική και κοινωνική ζωή της ομογένειας της Μελβούρνης, και γενικότερα της Αυστραλίας. Δεν γνωρίζω άλλον ομογενή που να έχει αναπτύξει μια τόσο μακρόχρονη, πολυσχιδή και σημαντική δραστηριότητα.

Ο Στάθης γεννήθηκε στο χωριό Κολλιερή της Ιθάκης το 1921. Το 1934 ο πατέρας του, που από χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία, μετά από ταξίδι του στην Ιθάκη πήρε τον Στάθη μαζί του, όταν ήταν παιδί 13 ετών. Τα πρώτα χρόνια ο Στάθης τα πέρασε στην βορειοδυτική Βικτώρια με τον πατέρα του, και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Μελβούρνη.

Αυτό που επιθυμώ να καταδείξω είναι πως ο Στάθης Ραυτόπουλος υπήρξε ένας γνήσιος ελεγειακός, λυρικός και ρομαντικός ποιητής, και τα ποιήματά του που εντάσσονται σε αυτές τις κατηγορίες δεν έχουν εκτιμηθεί δεόντως, γιατί δεν είναι εξίσου γνωστά με τα ποιήματα που είχε επί σειρά δεκαετιών απαγγείλει σε εθνικές γιορτές, διάφορες επετείους και άλλες συναθροίσεις ομογενών της Μελβούρνης, αλλά και της Αυστραλίας γενικότερα.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση είναι εκείνη, που περισσότερο από κάθε άλλη, εκφράζει τον Στάθη Ραυτόπουλο, και που αναμφίβολα η ιστορία θα αναγνωρίσει την ποίησή του ως μια σημαντική προσφορά στη λογοτεχνία του Απόδημου Ελληνισμού.

Η ποίηση για τον Στάθη, παράλληλα με τη δυνατότητα που δίνει στους ποιητές να εκφράσουν τον προσωπικό τους προβληματισμό διά μέσου μιας έντεχνης μορφής του λόγου, έχει και κοινωνικό και επικοινωνιακό ρόλο.

Ο ρόλος του ποιητή είναι κοινωνικός όταν εξυμνεί τα κοινά επιτεύγματα και τις στιγμές εθνικής έξαρσης, όταν κάνει θρήνο τον κοινό πόνο, και όταν κατακεραυνώνει τις πράξεις και ενέργειες που αντιβαίνουν στο γενικό καλό.

Ο επικοινωνιακός ρόλος της ποίησης, όπως εκφράζεται μέσα από τα ποιήματα του Στάθη Ραυτόπουλου, αποβλέπει στο άνοιγμα της ψυχής του ποιητή στους συνανθρώπους του, και το μοίρασμα του πόνου της ξενιτιάς και της νοσταλγίας της γενέθλιας γης με τους συμπατριώτες του. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960 ο Στάθης Ραυτόπουλος βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτιστικής κίνησης της ελληνικής παροικίας στην Μελβούρνη.

Ακόμα και τα σατιρικά ποιήματα του Στάθη έχουν κοινωνικούς και επικοινωνιακούς στόχους, γιατί πίσω από τη σάτιρα κρύβεται η επιθυμία του ποιητή να δει τις ανθρώπινες αδυναμίες να ξεπερνιούνται, και τα κακώς κείμενα στην κοινωνία μας να βελτιώνονται.

Ο κύριος κορμός των ποιημάτων του Στάθη Ραυτόπουλου περιλαμβάνεται στις ακόλουθες έξι ποιητικές του συλλογές:
Ελευθερίας Απάνθισμα, 1943
Νοσταλγίες και Όνειρα, 1952
Καϋμοί  της Ξενητειάς, 1971
Αδούλωτη Κύπρος, 1974
Η Μπαλλάντα του Ξενητεμένου, 1979
Το τραγούδι της Ιθάκης, Έμμετρο Οδοιπορικό της Ιθάκης, 1986
Το 1996 κυκλοφόρησε η δίγλωσση ανθολογία «Καράβια, Λιμάνια και Θάλασσες», απαρτιζόμενη από επιλογή δημοσιευμένων ποιημάτων του Ραυτόπουλου, με επιμέλεια και Εισαγωγή από τον πανεπιστημιακό Μίμη Σοφοκλέους, ενταγμένη στις εκδόσεις του Πανεπιστημίου RMIT.

Ελευθερίας Απάνθισμα, 1943

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Ραυτόπουλου, με τίτλο «Ελευθερίας Απάνθισμα», δημοσιεύθηκε το 1943, όταν δηλαδή ο Στάθης ήταν μόνο 22 ετών. Αναφέρω εδώ πως, σύμφωνα με τον Καθηγητή Γιώργο Καναράκη, αυτή η ποιητική συλλογή ήταν η πρώτη στην ελληνική γλώσσα που γράφτηκε, στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Στάθης είχε κάνει τη στοιχειοθέτηση του βιβλίου, στο τυπογραφείο της εφημερίδας Φως, και βοήθησε στην εκτύπωσή του.
Η συλλογή απαρτίζεται από ποιήματα που γράφτηκαν κατά την περίοδο 1941 και 1943, και αναφέρονται σε πτυχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με αναφορά κυρίως την Ελλάδα.

Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα «Η Αγνωμοσύνη», με την έννοια ότι οι εχθροί της Ελλάδας φάνηκαν αγνώμονες απέναντί της, αφού δεν αναγνώρισαν την πολιτισμική προσφορά της προς αυτούς. Στο ποίημα αυτό παρατηρούμε μια ασυνήθιστη για την ηλικία του ποιητή ωριμότητα, όταν λάβουμε υπόψη πως γράφτηκε το 1941, όταν ήταν μόνο 20 ετών.

Ακολουθεί η πρώτη στροφή:
Η αγνωμοσύνη
Ω, Ελλάς, τι έπραξες για να σε πολεμούνε
και να χυμούν εκάστοτε το αίμα σου να πιούνε;
Σαν τι κακό τους έκαμες και πολεμάνε εσένα;
Ξεχνούν αυτοί, ως φαίνεται, τι τσ’ έχεις συ δοσμένα.
Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Στους προμάχους της ελευθερίας» εντυπωσιάζει με το μέτρο, το ρυθμό, αλλά και τον ένθερμο πατριωτισμό που εκφράζει. Το ποίημα αυτό αποτελεί προάγγελο των ποιημάτων που θα ακολουθούσαν στις επόμενες ποιητικές συλλογές.
Το ποίημα έχει ως εξής:
Νέες δάφνες σκορπούνε και πάλι
εις την Πίνδο και άλλα βουνά
οι αντάρτες του κόσμου μεγάλοι,
της Ελλάδος ανδρεία παιδιά.

Αψηφούν του εχθρού τις φοβέρες,
και τα όπλα βαρβάρου εχθρού,
δεν τρομάζουν αυτοί απ’ τις σφαίρες
του μοντέρνου εκείνου στρατού.

Στα βουνά κει ελεύθεροι ζούνε,
μακριά απ’ αλύσους σκλαβιάς,
τον εχθρό μέρα νύχτα χτυπούνε
τα παιδιά της μεγάλης Γενιάς.

Στο ποίημα αυτό παρατηρούμε το εξής αξιοσημείωτο: το μέτρο του είναι αναπαιστικό, μέτρο στο οποίο λίγα ποιήματα στην νεοελληνική λογοτεχνία έχουν γραφεί. Ο ανάπαιστος απαρτίζεται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τρίτη, όπως στον στίχο του παραπάνω ποιήματος:

 Αψηφούν του εχθρού τις φοβέρες
Το πιο γνωστό από τα ποιήματα με μέτρο αναπαιστικό είναι το εξάστιχο επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή, Διονύσιου Σολωμού, για την καταστροφή των Ψαρών από το στόλο του Ιμπραήμ το 1824.

Ο αναπαιστικός ρυθμός, αργόσυρτος και μεγαλοπρεπής καθώς είναι, προσιδιάζει σε ποιήματα υμνητικού και εμβατηριακού ρυθμού.
Ακολουθεί το ποίημα του Σολωμού, γιατί βρίσκω καταπληκτική την ομοιότητα όχι μόνο στο μέτρο και στον ρυθμό, αλλά και στον υμνητικό τόνο των δύο ποιημάτων.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πού ’χαν μείνει στην έρημη γη.

Καταπλήσσουν, πραγματικά, τα πατριωτικά αισθήματα του ΣΡ, όπως αναδύονται από τα ποιήματα της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Φαντάζομαι τι απήχηση θα είχαν τα ποιήματα αυτά όταν ο Στάθης τα απάγγελνε σε συναθροίσεις Ελλήνων στη Μελβούρνη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το χώρο στον οποίο διαδραματίζονταν τα γεγονότα του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου που περιγράφουν.

Σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση, και που τα νέα έπαιρναν ημέρες να φτάσουν στην μακρινή αυτή Ήπειρο, οι απαγγελίες του ΣΡ κάλυπταν ένα μεγάλο κενό, τόνωναν το ηθικό των ομογενών, και ενίσχυαν τους δεσμούς τους με τη γενέτειρα.

Και δεν ήταν μόνο η θεματολογία των ποιημάτων του ΣΡ, η οποία τόσο πιστά και παραστατικά αναπαρίστανε περιστατικά στην Ελλάδα, αλλά και ο ποιητικός οίστρος που χαρακτήριζε τις απαγγελίες του.

Το γεγονός ότι απάγγελνε από στήθους, και η γνήσια συγκίνηση που τον διακατείχε, δημιουργούσαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, και συνέτειναν στη μέθεξη του ακροατηρίου στο εκάστοτε περιγραφόμενο γεγονός.