Λίγο-πολύ, έχετε ακούσει για τον περιβόητο νομοθέτη Σόλωνα και για τις σοφές του ρήσεις: «γηράσκω αεί πολλά διδασκόμενος» και «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Η μητέρα του και η μητέρα τού Πεισίστρατου ήσαν εξαδέλφες. Το ποιος ήταν ο «βίος και η πολιτεία» τού Πεισίστρατου, είναι το θέμα του σημερινού άρθρου.

Πρώτα όμως ας δούμε μια ενδιαφέρουσα επιστολή που έστειλε στον αυτοεξόριστο εξάδελφό του, τον Σόλωνα.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

«Ο Πεισίστρατος προς τον Σόλωνα (Πεισίστρατος Σόλωνι). Δεν είμαι ο μόνος από τους Έλληνες που επέβαλα την τυραννία ούτε είμαι ακατάλληλος, αφού κατάγομαι από το γένος του [μυθικού βασιλιά των Αθηνών] Κόδρου. Εγώ ανέλαβα τα προνόμια που οι Αθηναίοι με όρκο είχαν δώσει στον Κόδρο και στους απογόνους του, και αθέτησαν την υπόσχεσή τους.

»Κατά τα άλλα, δεν διαπράττω κανένα κακό (αμαρτάνω ουδέν), ούτε απέναντι στους θεούς ούτε απέναντι στους ανθρώπους, αλλά επιτρέπω στους Αθηναίους να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, σύμφωνα με τους θεσμούς που εσύ θέσπισες. Και τώρα διοικούνται καλύτερα, παρά από τη δημοκρατία, γιατί δεν επιτρέπω σε κανέναν να υβρίζει [επεκτείνοντας τα δικαιώματά του], κ’ εγώ, ο τύραννος, δεν διεκδικώ τίποτε άλλο, πέρα από το αξίωμα και την τιμή που έχω. Αρκούμαι στα προνόμια που ήσαν καθορισμένα και για τους προηγούμενους βασιλιάδες.

»Ο κάθε Αθηναίος πληρώνει [φόρο] το ένα δέκατο (δεκάτη) των εσόδων από την περιουσία του, όχι σε μένα (ουκ εμοί), αλλά στο ταμείο για τις δημόσιες θυσίες (θυσίας δημοτελείς) ή σε οποιονδήποτε άλλον που μεριμνά για τις ανάγκες τού κράτους και για την περίπτωση πολέμου.

»Ούτε σε κατηγορώ εγώ (σοι δ’ εγώ ούτι μέμφομαι), επειδή αποκάλυψες τις προθέσεις μου, γιατί το έκανες από αγάπη για την πόλη μάλλον, παρά από έχθρα εναντίον μου. Επιπλέον το έκανες, γιατί δεν ήξερες τι είδος διακυβέρνησης επρόκειτο εγώ να εγκαθιδρύσω. Αν το ήξερες, θα με ανεχόσουν που ανέλαβα την εξουσία και δεν θα έφευγες.

»Γύρισε λοιπόν στο σπίτι σου (επάνιθι τοίνυν οίκαδε), πιστεύοντας στα λόγια μου, ότι ο Σόλων δεν θα πάθει από τον Πεισίστρατο κανένα κακό, αφού, πρέπει να ξέρεις, κανένας άλλος από τους εχθρούς μου δεν έπαθε κάτι. Αν θελήσεις να είσαι ένας από τους φίλους μου, θα είσαι από τους πρώτους, γιατί δεν βλέπω σε σένα τίποτε το δόλιο ή κακόπιστο. Αν πάλι θέλεις να ζήσεις στην Αθήνα (Αθήνησιν οικείν), έχεις την άδειά μου. Πάντως μην πεις ότι εξαιτίας μου στερήθηκες την πατρίδα» (Διογένης Λαέρτιος, Α’ 53-4).

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ο Πεισίστρατος γεννήθηκε στη Βαυρώνα της Αττικής, το 600 π.Χ. και πέθανε το 527 π.Χ. Έγινε δημοφιλής («δημοτικώτατος»), όταν το 570 π.Χ. νίκησε τους Μεγαρείς και κατέλαβε το λιμάνι τους, τη Νίσαια. Μέχρι τότε οι Μεγαρείς εμπόδιζαν τις εξαγωγές αθηναϊκών προϊόντων.

Επιχείρησε τρεις φορές ν’ αδράξει την εξουσία. Την πρώτη φορά, αφού αυτοτραυματίστηκε σοβαρά («κατατραυματίσας εαυτόν»), εμφανίστηκε καταματωμένος στην αγορά και κατάφερε να πείσει τους συμπολίτες του ότι πολιτικοί του αντίπαλοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Ζήτησε σωματοφυλακή 50 ροπαλοφόρων και με άλλους μισθοφόρους κατέλαβε την Ακρόπολη.

Τη δεύτερη φορά, επιστρέφοντας από την εξορία, σε προάστιο της Αττικής βρήκε μια μεγαλόσωμη και όμορφη δούλα, την έντυσε με την πανοπλία της Αθηνάς, την έβαλε πάνω σε άρμα (ανέβηκε και ο ίδιος) και της είπε τι έπρεπε να κάνει για να φαίνεται «ευπρεπέστατη». Μετά κατευθύνθηκαν προς την πόλη, αφού προηγουμένως έστειλε κήρυκες να διαλαλήσουν παντού ότι η ίδια η θεά Αθηνά οδηγεί τον Πεισίστρατο στην Ακρόπολη (Ηρόδοτος, Α’ 59-60).

Την τρίτη φορά, αφού κέρδισε πολλά χρήματα από την εκμετάλλευση των χρυσορυχείων στο όρος Πάγγαιον, προσέλαβε μισθοφόρους και, νικώντας μ’ έξυπνο τρόπο τους Αθηναίους αντιπάλους του, κατέβηκε πάλι στην Αθήνα, το 546 π.Χ. Τούτη τη φορά η τυραννία του κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ

Σήμερα η λέξη «τύραννος» είναι φορτισμένη με την αρνητική σημασία τού «κακού δικτάτορα». Τότε όμως υπήρχαν κ’ εξαιρετικοί, δημοφιλείς τύραννοι. Ένας από αυτούς ήταν ο Πεισίστρατος. Λέει ο Αριστοτέλης:

«[Ο Πεισίστρατος] ενεργούσε με μετριοπαθή τρόπο, πολιτικά παρά απολυταρχικά. Ως προς τα άλλα, ήταν φιλάνθρωπος, ήρεμος και συγχωρούσε αυτούς που παράβαιναν το νόμο («τοις αμαρτάνουσι συγγνωμονικός»). Έδινε προκαταβολικά δάνεια στους φτωχούς («προεδάνειζε χρήματα») για τις δουλειές τους, ώστε να διατρέφονται κατά τον χρόνο της καλλιέργειας [. . .]

»Διόρισε δικαστές σε κάθε δήμο και ο ίδιος έβγαινε συχνά έξω στα αγροκτήματα, επιθεωρώντας και επιλύοντας τις διαφορές των διαδίκων, για να μη κατεβαίνουν στην πόλη παραμελώντας την καλλιέργεια» («Αθηναίων πολιτεία» 16).

Ο Πεισίστρατος, πέρα από τα διάφορα δημόσια κοινωφελή έργα που έκανε (δρόμους, υδραγωγείο, Εκατόμπεδο ναό στην Ακρόπολη, ναό Ολυμπίου Διός, που ολοκληρώθηκε αργότερα από τον Αδριανό, κ.ά), ήταν και προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών. Με δική του εντολή καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα Ομηρικά Έπη («Ιλιάδα» και «Οδύσσεια») και ήταν αυτός που αναβάθμισε τις μεγάλες γιορτές των Αθηναίων: τα Διονύσια και τα Παναθήναια.

Να, λοιπόν, που υπήρχαν και κάποιοι δημοφιλείς τύραννοι που έκαναν καλά τη δουλειά τους προς όφελος των πολιτών!