Το πλοίο «Μπεγκόνια» έφτασε στο λιμάνι της Μελβούρνης στις 21 Μαΐου 1957, στις 10πμ. και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κατέχει το ρεκόρ υποψήφιων νυφών που έχει ποτέ μεταφέρει πλοίο από την Ελλάδα στην Αυστραλία.

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τις 900 νεαρές Ελληνίδες «νύφες», οι οποίες τον Μάϊο του 1957 έφτασαν στο Port Philip Bay της τότε αφιλόξενης Μελβούρνης με το γερασμένο ισπανικό πλοίο «Μπεγκόνια», όμως κανείς δεν έχει έως σήμερα επιχειρήσει να ρίξει φως στην άλλη πλευρά του νομίσματος, τους νεαρούς Έλληνες «γαμπρούς» του «Μπεγκόνια» που, με μια φωτογραφία στο χέρι και ένα μπουκέτο λουλούδια, περίμεναν την γυναίκα της ζωής τους να κατέβει τα σκαλιά του πλοίου και να τους ορκιστεί αιώνια αγάπη και αφοσίωση.

«Έχουμε πολλές φορές ερευνήσει και ασχοληθεί με τις νύφες που στο κατάστρωμα του ‘Μπεγκόνια’ έκρυβαν τα όνειρα και την ελπίδα να συναντήσουν στην ξενιτιά τους μελλοντικούς συζύγους τους, αλλά θεωρώ ότι πλέον οφείλουμε να ερευνήσουμε και το άλλο εξίσου μεγάλο κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων της Αυστραλίας» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο γνωστός εκπαιδευτικός της παροικίας, Παναγιώτης Φωτάκης, ο οποίος στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών βρισκόταν στο ίδιο πλοίο, έχοντας αφήσει πίσω του το νησί του, τη Ρόδο και με αφορμή εκείνη την εμπειρία του έχει ήδη προχωρήσει στην έρευνα και την καταγραφή συγγραμμάτων που αφορούν τις νύφες ή μάλλον τις νεραΐδες (όπως εκείνος αρέσκεται να τις αποκαλεί) – εκείνου του ταξιδιού.

Σύμφωνα με τον ίδιο, στο πλοίο επέβαιναν συνολικά 962 επιβάτες εκ των οποίων οι 900 ήταν «νύφες» από την Ελλάδα.

«Οι γυναίκες αυτές χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Το ένα τρίτο εξ αυτών ήταν «παντρεμένες ή αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», κάποιες άλλες γνώριζαν ήδη τον γαμπρό που τους περίμενε και φυσικά υπήρχαν και οι «ελεύθερες» οι οποίες αποκαλούνταν έτσι γιατί είχαν την ελευθερία να επιλέξουν μόνες τους τον σύντροφό τους, την ίδια στιγμή που οι δεσμευμένες ζούσαν με την αγωνία αν ο άνθρωπος που άλλοι είχαν επιλέξει γι’ αυτές θα ήταν καλός, νέος, δυνατός και όπως έδειχνε στην φωτογραφία που καθεμία νεαρή ξενιτεμένη έκρυβε σαν φυλαχτό στο στέρνο της» εξηγεί ο καθηγητής κ. Φωτάκης.

Για τις ελεύθερες γίνονταν ολόκληρες τελετουργίες και νυφοπάζαρα, μέσα από οικογενειακές συναντήσεις, γλέντια, κοινωνικές συνάξεις και εκκλησιασμούς, όπου παρατηρούνταν συνωστισμός και διαγωνισμός υποψήφιων γαμπρών.

Για τις αρραβωνιασμένες υπήρχε μέριμνα, αφού οι ίδιες είχαν τη δυνατότητα μέσα σε ένα μήνα να επιστρέψουν με το ίδιο εισιτήριο στην πατρίδα, εφόσον κάτι πήγαινε στραβά με το γάμο ή μετάνιωναν οι ίδιες.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλά προξενιά της εποχής πέτυχαν, ενώ άλλα δεν «ανέβηκαν» ποτέ τα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές νύφες κατέληξαν μόνες και απογοητευμένες, άλλες, συντετριμμένες, έβαζαν τα κλάματα και άλλες επαναστατούσαν ενάντια στα «πρέπει» της εποχής. Πολλές όμως –οι περισσότερες- έσκυψαν σιωπηλά το κεφάλι και υπέμειναν τη μοίρα που άλλοι καθόρισαν για εκείνες.

«Η ιστορία των γυναικών αυτών αποτελεί, ουσιαστικά, ένα μεγάλο κομμάτι της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων στην Αυστραλία, αλλά πλέον στόχος μου είναι να ξαναπώ την ιστορία αυτή όπως την έζησαν οι “γαμπροί” του “Μπεγκόνια” και να φέρω στην επιφάνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα των νεαρών ανδρών που είχαν ήδη αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά και έψαχναν να βρουν μια Ελληνίδα νύφη για να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια» εξηγεί ο κ. Φωτάκης, ο οποίος ήδη έχει έρθει σε επαφή με τρεις από αυτούς τους «γαμπρούς» της παροικίας για να καταγράψει την ιστορία τους.

Ανάμεσά τους και ο 89χρονος Χαράλαμπος Κουρουκλίδης, από το Δομένικο Λάρισας.

«Αποφάσισα να μεταναστεύσω στην Αυστραλία το 1954 σε ηλικία 19 ετών, αφού μετά τον πόλεμο η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη, ειδικά για όσους είχαμε μείνει ορφανοί από πατέρα» θυμάται ο κ. Κουρουκλίδης, που μένει μόνιμα στη Μελβούρνη.

«Την μέλλουσα σύζυγό μου την γνώρισα στο σχολείο όταν ήμασταν στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού αλλά μετά δεν την ξαναείδα. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έκαψαν το χωριό μαζί και το σχολείο μας και εγώ, ως μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, δούλευα μέρα νύχτα για να βοηθήσω τη μητέρα μου. Τελικά, αποφάσισα να πάω με διετές συμβόλαιο στην Αυστραλία και να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί» λέει ο ίδιος. Έτσι, λίγους μήνες μετά την άφιξή του εδώ, εργάστηκε ως εργάτης και μάγειρας σε διάφορες επιχειρήσεις ομογενών και έτσι κατάφερε να ορθοποδήσει.

«Αποφάσισα ότι μου άρεσε η Αυστραλία και ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να παντρευτώ, αλλά δεν ήθελα να ζητήσω σε γάμο καμία άλλη κοπέλα, παρά μόνο την αγαπημένη μου συμμαθήτρια Ουρανία, η οποία είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου για την καλοσύνη και την εξυπνάδα της και έτσι αποφάσισα δειλά-δειλά να της στείλω ένα γράμμα μαζί με ένα ποίημα και μια φωτογραφία μου.

Ομολογώ ότι το γράμμα με το οποίο της ζητούσα να έρθει κοντά μου και να γίνει γυναίκα μου, το έγραφα και το ξαναέγραφα κοντά μια εβδομάδα και αγωνιούσα για το αν θα της αρέσει, ενώ η φωτογραφία που της έστειλα ήταν τραβηγμένη στο Royal Exhibition Building, όπως συνήθιζαν να κάνουν όλοι οι ‘γαμπροί’ της εποχής που έψαχναν για νύφη δια αλληλογραφίας».

Η Ουρανία μόλις είδε την φωτογραφία ερωτεύτηκε τον μέλλοντα σύζυγό της και αποδέχθηκε την πρόσκληση.

«Δε θα ξεχάσω ποτέ το άγχος αλλά και την προσμονή που όλοι οι νέοι είχαμε όταν φτάναμε στο λιμάνι. Με μια φωτογραφία και ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι, ψάχναμε εναγωνίως και με κρυφό ενθουσιασμό να αναγνωρίσουμε την ‘νύφη’ που εμείς οι ίδιοι είχαμε επιλέξει ενώ οι ελεύθεροι σκαρφάλωναν στο πλοίο σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρουν την γυναίκα της ζωής τους.

Στο Port Philip Bay εκείνο το πρωί βρέθηκαν συνολικά 4.000 νεαροί άντρες που είτε περίμεναν είτε έψαχναν να βρουν τη δική τους «νύφη», φωνάζοντας στα ελληνικά «Παντρέψου με» στις κοπέλες που κατέβαιναν από το πλοίο.

«Κοιτάζοντας πίσω, σίγουρα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τις νεαρές αυτές κυρίες που έρχονταν να συναντήσουν έναν άγνωστο άντρα αλλά ήταν εξίσου δύσκολο και για εμάς που ήμασταν ήδη μόνοι στην ξενιτιά. Θυμάμαι περιπτώσεις που πολλοί και πολλές, μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση, δεν ταίριαξαν και εξαφανίστηκαν ή βρήκαν τελικά κάποια άλλη νύφη ή γαμπρό.

«Εγώ μόλις είδα την Ουρανία την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Την αγκάλιασα, την φίλησα και εκείνη με παρατηρούσε από πάνω έως κάτω σαστισμένη. Από εκείνη την ημέρα την είχα κορώνα στο κεφάλι μου και θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο που την παντρεύτηκα, γιατί μαζί περάσαμε 60 ευτυχισμένα χρόνια και δημιουργήσαμε μια υπέροχη οικογένεια, παιδιά και εγγόνια» λέει ο κ. Χαράλαμπος, ο οποίος έχασε την σύζυγο του πριν από τέσσερα χρόνια σε ηλικία 81 ετών.

Η ιστορία του Χαράλαμπου Κουρουκλίδη και της Ουρανίας Καραμίτσα, είναι μία μόνο από τις εκατοντάδες ιστορίες εκείνης της εποχής.

«Από τότε που ξεκινήσαμε την έρευνα συνειδητοποίησα πόσο σημαντική είναι αυτή η περίοδος, όχι μόνο ιστορικά αλλά και για τους ομογενείς της δεύτερης γενιάς που διψούν να μοιραστούν τις ιστορίες των γονιών τους» εξηγεί ο κ. Φωτάκης.

Το πλοίο «Μπεγκόνια» έφτασε στο λιμάνι της Μελβούρνης στις 21 Μαΐου 1957, στις 10πμ. και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κρατά το ρεκόρ υποψήφιων νυφών που έχει ποτέ μεταφέρει πλοίο από την Ελλάδα στην Αυστραλία.

«Η εποχή αυτή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής μεταναστευτικής ιστορίας στην Αυστραλία, γι’ αυτό θεωρώ χρέος όλων μας να την καταγράψουμε» καταλήγει ο κ. Φωτάκης.