Βρισκόμαστε σήμερα στα μέσα του 2020. Όλοι μας νιώθουμε ξαφνικά τραυματισμένοι από μια αναπάντεχη επιδημία – που κανείς δεν την περίμενε – και μας έχει όντως αποπροσανατολίσει τόσο που δεν ξέρουμε κατά πού βαδίζουμε. Ολόκληρος ο κόσμος μας φαίνεται ανάστατος και δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας. Ούτε έχουμε ένα νέο όνομα για αυτήν.

Ανάμεσα σε αυτό το απερίγραπτο τρομερό, πολιτικό και ηθικό χάος, ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τιμητικά τού χρόνου τα Διακόσια Χρόνια τής ύπαρξής μας από το άξιο και ηρωικό 21. Χωρίς την εθνοσωτήρια επανάστασή του, ίσως σήμερα δεν θα υπήρχαμε ως ελληνικό έθνος και η Ιστορία θα μας είχε γράψει στις «Χαμένες Γενεές».

Ατενίζοντας το ιστορικό παρελθόν μας – μακριά από την πατρίδα και στη δική μας Διασπορά – φρονούμε πως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του 21 ήταν η ανάσταση του ονόματος ΕΛΛΑΣ, αλλά και του Έλληνα που ήταν ξεχασμένα για αιώνες. Χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχαν σήμερα ούτε Έλληνες, αλλά ούτε Ελλάδα! Σήμερα εκείνο που μας ενώνει ΟΛΟΥΣ -χωρίς καμία διάκριση- είναι η Ελληνική μας Γλώσσα. Και αυτοί που τόλμησαν το μεγάλο βήμα και άρχισαν την επανάσταση, ήταν οι Έλληνες της Διασποράς. Θυμηθείτε τη Φιλική Εταιρεία. Εμείς σήμερα είμαστε τα αιώνια μέλη της στην ίδια Εταιρεία, γιατί στη Διασπορά σφυρηλατείται –όπως στους Φιλικούς- η ίδια αγάπη για την ίδια πατρίδα με το αδιαίρετο ενωτικό μας στοιχείο της Ελληνικής Γλώσσας.

Πώς λοιπόν στη Μελβούρνη σκεφτόμαστε και ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε αυτή την ένδοξη, ιστορική και εθνική μας Επέτειο;
Από σήμερα μέχρι που να ξημερώσει το νέο μας επετειακό έτος 2021, είμαι της γνώμης πως όλες οι ελληνικές εφημερίδες της Μελβούρνης θα πρέπει να φιλοξενήσουν στις σελίδες τους όλες τις γνώμες του κάθε συμπαροίκου να μας πει κάτι, να προτείνει κάτι ή να μας διηγηθεί κάτι για το πνεύμα αυτού του γιορτασμού που πρέπει να είναι άκρως ενωτικός.

Είμαστε πολύ λίγοι να χωριστούμε σε ομάδες. Και ό,τι πούμε να έχουμε την αλήθεια που θα μας καλύπτει αθόρυβα. Εάν δεν έχουμε αποδείξεις για ό,τι θα ισχυριστούμε, καλύτερα να το αφήσουμε στην άκρη μέχρι που να διαβάσουμε κάποιο ιστορικό βιβλίο ή βιβλία που θα μας οδηγούν προς την αλήθεια ακολουθώντας την παρακαταθήκη του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού πως «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό!».

ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ο μεγάλος μας ποιητής και βαθύς στοχαστής και νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης σημειώνει τα παρακάτω στις Δοκιμές του:
« Σε μια στιγμή που κοιτάζουμε και συλλογιζόμαστε και προσπαθούμε να διακρίνουμε το πεπρωμένο του Ελληνισμού μέσα από την καταιγίδα και πέρα από την πλατιά στροφή που κάνει στα χρόνια μας η ιστορία του κόσμου – ποιος ξέρει, μπορεί να υπάρχει ένα κρυφό νόημα σ’ αυτή τη σύμπτωση»!

Ο Σεφέρης σε εκείνη την περίφημη Ομιλία που έδωσε στην Αλεξάνδρεια στις 16 Μαΐου 1943, είχε ως θέμα του το Στρατηγό Μακρυγιάννη, και είπε για αυτόν: Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού, δεν βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης. Να πώς μας μεταδίνει ο ίδιος τη γέννησή του:

«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι: χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη… Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγκο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και αποπάνου εμένα και πήγε στο χωριό».

Θα αναφέρω εδώ ένα περιστατικό – όπως σας παρότρυνα παραπάνω – που διηγήθηκε ο Σεφέρης στην ομιλία του αυτή που δείχνει την ευαισθησία του Μακρυγιάννη που νιώθει και αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης:

«Είχα δυό αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: « Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».

Και σημειώνει ο Σεφέρης:
«Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος. Μιλά ένας γιος τσομπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν’ ανθίσει η μόρφωση του Γένους. …«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι’ αυτό πέτυχε, και γι’ αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ’ όλο το 19ο αιώνα, και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της.

Ο σημερινός πόλεμος της πατρίδας μας – δεν είναι υπερβολή να το πούμε – είναι μια συνέχεια της επανάστασης του ΄21. Γιατί δεν πρέπει να το ξεχνούμε: κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός. Από την τελευταία τούτη άποψη, την πιο αγνοημένη, είναι σημαντικό να έχουμε τεκμήρια σαν αυτά που μας άφησε ο Μακρυγιάννης. Τα ιστορικά γεγονότα δεν σταματούν στα χρονολογικά ορόσημα που βλέπουμε στις φυλλάδες της ιστορίας(…).

Ο βίος του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τού Ελληνισμού στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα(…) Γιατί η ιστορία του Μακρυγιάννη είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε τη σημερινή Ελλάδα».

Αυτά για σήμερα συμπολίτες Μελβουρνιώτες μου! (ΘΓΗ).