Η πρόσφατη απόφαση του Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει τον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας σε τζαμί προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή, καθότι η UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organisation) έχει συμπεριλάβει την Αγία Σοφία στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, σε αναγνώριση της πλούσιας πολυπολιτισμικής της ιστορίας.
Επιπλέον η απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανατρέπει προηγούμενη απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος το 1934 στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε την Αγία Σοφία από Τέμενος σε Μουσείο. Αυτό δείχνει πως τα κίνητρα του Ερντογάν είναι πολιτικά, και όχι θρησκευτικά.

Η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, έκανε την ακόλουθη δήλωση μετά από την απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει τον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας σε τζαμί:

«Η Αγία Σοφία, μνημείο με οικουμενικό χαρακτήρα, ανήκει στην ανθρωπότητα και στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Είναι σύμβολο της ορθοδοξίας και ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Η απόφαση της Τουρκίας να την μετατρέψει σε τζαμί προκαλεί ευθέως την ιστορική μας μνήμη, υπονομεύει ανεπανόρθωτα τις αξίες της ανεκτικότητας και του διαλόγου των θρησκειών, και επιφέρει σοβαρό πλήγμα στις σχέσεις της με την Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινότητα».

Η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, στις 11 Ιουλίου αναφέρθηκε σε δήλωση του Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ, Υπουργού Εξωτερικών της Αυστρίας, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί:

«Λυπούμαστε βαθιά για τη σημερινή απόφαση της Τουρκίας να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί και δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε! Η κατάργηση του καθεστώτος μουσείου που την καθιστούσε προσβάσιμη σε όλους τους πολιτισμούς και τις θρησκείες είναι ένα ακόμη βήμα μακριά από την Ευρώπη».

ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ., όταν ονόμασε την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο, και τα εγκαίνια είχαν γίνει τον Φεβρουάριο του 360.

Οι πρώτες ζημιές στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας προξενήθηκαν κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα το 532, που ήταν μια λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός Α΄.

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αποφάσισε να κτίσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στην Βασιλεύουσα. Τα σχέδια του νέου ναού εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος το 532, και ο νέος ναός αποπερατώθηκε το 537.

Καταστροφές στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας είχαν προκαλέσει και μέλη της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204. Σταυροφορίες ονομάζονται οι 4 εκστρατείες των χριστιανικών εθνών της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το τέλος του 11ου αιώνα μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους. Οι εκστρατείες εκείνες ονομάστηκαν Σταυροφορίες, γιατί όλοι οι πολεμιστές έφεραν το σημείο του σταυρού στο στήθος ή στον ώμο τους.

Οι τρεις πρώτες Σταυροφορίες (1096, 1147, 1189) στόχο τους είχαν την εκδίωξη από τα Ιεροσόλυμα των Σελτζούκων Τούρκων.
Η τέταρτη Σταυροφορία το 1204, ενώ αρχικός της στόχος ήταν πάλι τα Ιεροσόλυμα, άλλαξε πορεία και αντί για τα Ιεροσόλυμα στράφηκε κατά της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, την οποία κατέλαβαν οι σταυροφόροι.

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο βιβλίο του «1204 – Η Διαμόρφωση του Νεότερου Ελληνισμού», Έκδοση «Εναλλακτικές Εκδόσεις», 2007, αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ιστορία των Σταυροφοριών, τόμος Γ΄, του Άγγλου Στήβεν Ράνσιμαν, ο οποίος θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του 20ού αιώνα:

{…}«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όσοι μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια των πόλεών τους. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν και για να βιάσουν ή για ν’ ανοίξουν κελάρια για να πιουν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε οι βιβλιοθήκες.

Στην ίδια την Αγιά Σοφιά έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας, ώσπου η τεράστια ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο».

Η Αγία Σοφία από το 537 μέχρι τον Μάιο του 1453, όταν η Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε από τους Τούρκους, ήταν ιερός ναός. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία είχε γίνει τζαμί από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1923 και την επικράτηση του Κεμάλ Ατατούρκ, του ιδρυτή του σύγχρονου Τουρκικού κράτους, η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Μουσείο με απόφαση του υπουργικού του συμβουλίου, που είχε παρθεί τον Νοέμβριο του 1934.
Τώρα, για δικούς του λόγους, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε η Αγία Σοφία να μετατραπεί σε τζαμί από τις 24 Ιουλίου. Ήδη έχουν αρχίσει οι εργασίες για την μετατροπή αυτή. Η απόφασή του αυτή έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Θα περιοριστώ, λόγω χώρου, σε σχόλια δύο Ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών,
Ο Παναγιώτης Σωτήρης, διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, σε άρθρο του με τίτλο «Αγία Σοφία: Mπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία; – Ποιο το καθεστώς για τα πολιτιστικά μνημεία», δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, 14/7/20, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

{…}«Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει στον εκ νέου χαρακτηρισμό της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού, κίνηση υποκινημένη κατά βάση από την προσπάθεια του Προέδρου Ερντογάν να βελτιώσει την απήχησή του σε ένα συντηρητικό, θρησκευόμενο και εθνικιστικό ακροατήριο, αποτελεί μια κίνηση που διακινδυνεύει το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς.

Η Αγία Σοφία όφειλε να παραμείνει ένα μουσείο ακριβώς επειδή με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να λειτουργεί ως ένα σημείο συνάντησης ιστοριών, πολιτισμών, θρησκειών, μέσα από τη μοναδική της ιστορία, που την κάνει ταυτόχρονα κορυφαίο μνημείο της Βυζαντινής Χριστιανοσύνης, όσο και της Οθωμανικής Ισλαμικής ταυτότητας, πέραν από κάθε λογική αποκλειστικής «εθνικής» ιδιοκτησίας».

{…} Η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά προστατεύεται από το διεθνές δίκαιο με βάση τη Σύμβαση της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των κρατών-μελών της UNESCO το 1972. Μέχρι σήμερα έχει υπογραφεί από 193 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Ο Δημήτρης Αθανασούλης, Διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε άρθρο του με τίτλο «Αγία Σοφία – Η άβολη κληρονομιά και η διαχείριση ενός συμβόλου», δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα «Η Καθημερινή», μεταξύ άλλων εκφράζει και τις ακόλουθες απόψεις:

{…} Η μετατροπή εκ νέου της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τον 21ο αιώνα, είναι απόδειξη αδυναμίας ενός κράτους που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του.

Η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, ως κορυφαίο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, κοσμημένο με μοναδικά ψηφιδωτά, εμπεριέχει μείζονες τεχνικές και καλλιτεχνικές αξίες. Ταυτόχρονα, η διαδρομή της στον χρόνο και η άρρηκτη σχέση της με τα σημαντικότερα κέντρα εξουσίας στον Μεσαίωνα, τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τον οικουμενικό πατριάρχη, το έχει καταστήσει φορέα πυκνής ιστορικής πληροφορίας. Η τύχη της, ωστόσο, καθορίζεται όχι τόσο από τις υλικές και άυλες αξίες της, όσο από το τεράστιο συμβολικό της φορτίο.

{…} Η εκ νέου μετατροπή της Μεγάλης Εκκλησίας του Ελληνορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου σε τζαμί στον 21ο αιώνα, δεν είναι απλώς ένας θλιβερός αναχρονισμός.

Η Ελλάδα έχει χρέος να μην αποποιηθεί τον ρόλο της ως θεματοφύλακα της βυζαντινής κληρονομιάς, και να μην επαναπαυθεί στις αλυσιτελείς αντιδράσεις των διεθνών οργανισμών.

Από τα παραπάνω, κατά την άποψή μου, εξάγεται το συμπέρασμα πως τις επόμενες εβδομάδες θα δούμε σημαντικές εξελίξεις για το θέμα του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας σε διεθνές επίπεδο.