Θήλασα «τα παιδιά του έρωτα» στο Queen Victoria

Για άλλο θέμα συναντηθήκαμε την Τρίτη, που έτρεχαν τα άλογα (και, όντως, δεν έδινα πεντάρα) και αλλού καταλήξαμε. Αργία και έρευνα για δυο θέματα ομολογώ ότι είχα καιρό να κάνω. Ακόμη, δε, σπανιότερο, με το ίδιο άτομο.

Κοντά στην Κατερίνη Μπαλούκα μ’ έφερε το γεγονός ότι έζησε τρεις ολόκληρους μήνες στον Αη Δημήτρη Πιερίας, στους πρόποδες του Ολύμπου, και είδε, εν μέσω κρίσης, να ζωντανεύει ένα ολόκληρο χωριό. Νέοι να γυρίζουν στα χώματα των παππούδων τους και να δίνουν ζωή σε χορταριασμένα χωράφια. Να έχουν, στην Αθήνα, πολλοί, μαστιγωθεί άγρια από την κρίση και να αρνιούνται να γονατίσουν. «Αυτό είναι ηρωισμός», θα πω, αλλά εκείνη ήδη έχει ανοίξει άλλη σελίδα. Έχει διαβάσει στο «Νέο Κόσμο» του Σαββάτου το άρθρο μου για τις υποχρεωτικές υιοθεσίες με τίτλο «Μας άρπαξαν τα παιδιά μέσα από την κοιλιά» και επιθυμεί «να προσθέσει μια προσωπική της εμπειρία επί του θέματος».
«Δε μου λες, έχεις καιρό; Μήπως θέλεις να δεις τη ρέσα;»

«Όχι, βέβαια». (Την πρώτη και την τελευταία φορά που διέπραξα τέτοιο ανοσιούργημα ήταν όταν -προ αμνημονεύτων χρόνων- όταν πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη ήταν η Ρόζα Τριανταφύλλου και η Χρύσα Θρασυβούλου είχε τη φαεινή ιδέα να πάμε οι τρεις μας στο Melbourne Cup. Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτε πέραν αυτού).

ΕΝΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΤΙΣ ΔΟΞΕΣ ΤΟΥ
 
«Τη Ρούλα μου τη γέννησα τον Οκτώβρη του 1965 στο Queen Victoria. Για την ακρίβεια, 20 του μήνα. Ήταν μια εποχή που το νοσοκομείο ήταν στις δόξες του. Οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι κρεβάτια με λεχώνες και ετοιμόγεννες. Ελληνίδες παντού. Έβριθε ο τόπος. Τότε έζησα μια από τις πιο συνταρακτικές εμπειρίες της ζωής μου. Είχα γάλα μπόλικο, περίσσιο και μού έφεραν να θηλάσω μωρά που προορίζονταν για υιοθεσία. Για υποχρεωτική υιοθεσία, όπως γινόταν τον καιρό αυτό, με παιδιά νόθα που οι μάνες τους δεν είχαν δικαίωμα να τα κρατήσουν».

Η Κατερίνη Μπαλούκα, μου δίνει προς στιγμή την εντύπωση ότι «κάπου αλλού ταξιδεύει». Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, πέρα από τα δέντρα, πίσω από τον τοίχο του διπλανού σπιτιού, μουδιασμένη από τις εικόνες που γυρίζουν 47 ολόκληρα χρόνια πίσω και την κυριεύουν.
Δεν διακόπτω, γιατί η στιγμή είναι ιερή. Περιμένω να φτάσει εκείνη στο σημείο που θα πιάσει το νήμα από κει που το άφησε. Ή που μπορεί να μη θελήσει να το αγγίξει ξανά. Είμαι διατεθειμένη να σεβαστώ, χωρίς καμία διαπραγμάτευση, την πρόθεσή της.

«Ξέρεις τα προσωπάκια των παιδιών, τα αθώα ματάκια τους, όπως με κοίταζαν, την ώρα που τα θήλαζα, δεν μ’ εγκαταλείπουν, κι ας πέρασε σχεδόν μισός αιώνας. Στην αρχή δεν ήξερα γιατί μου έφερναν να θηλάσω μωρά άλλων. Μετά η Μαρία, μια κοπέλα 17 χρόνων, λεχώνα κι αυτή, θα μου πει ‘όλα αυτά τα καροτσάκια που βλέπεις είναι νόθα’. Στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε τη λέξη ‘μούλικα’ και θυμάμαι την αποπήρα. Το χειρότερο, το λέω και ανατριχιάζω, είχαν ταμπελίτσες στα καροτσάκια με ονόματα ράτσες σκυλιών, όπως Labrador, poodle, collie, maltese, Australian shepherd. Οι νοσοκόμες αυστηρές, δεν μας έδιναν το δικαίωμα να κάνουμε ερωτήσεις. Η δουλειά τους, μου έδιναν την εντύπωση, ήταν να βρουν λεχώνες με περίσσιο γάλα για να θηλάσουν τα μωράκια αυτά που τα ’παιρναν από τη μάνα τους αμέσως μόλις τα γεννούσε. Ούτε καν είχε την ευκαιρία να δει το προσωπάκι τους».

ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Όπως πληροφορούμαστε, οι μητέρες που υποχρεώνονταν να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία, ήταν σε χωριστούς θαλάμους. Όχι για να παρηγορεί η μια την άλλη, αλλά για να μην έχουν επαφή με τις άλλες μητέρες, τις έγγαμες ή τις ελάχιστες που τις στήριζε η οικογένειά τους, αδιαφορώντας για τα σχόλια της κοινωνίας.

Παρενθετικά εδώ να πω, ότι μετά τη δημοσίευση του άρθρου (3/11/2012), με τίτλο «Μας άρπαξαν τα παιδιά μέσα από την κοιλιά μας», μου τηλεφώνησε μια συμπάροικος –(είμαι πάνω από εξήντα, αλλά δεν έχει σημασία–) για να μου πει ότι «είναι από τις τυχερές που είχε τη στήριξη της αδελφής της και κράτησε το παιδί».

«Ήμουν σε καφέ της Βικτώριας, όπου η αδελφή μου με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους, έμεναν πίσω από το ψαράδικο, σ’ ένα μεγάλο παλιό σπίτι. Είπαν στους πελάτες τους ότι ήμουν χωρισμένη και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τίποτε περισσότερο. Τους είμαι ευγνώμων. Δεν παντρεύτηκα. Έζησα και δούλεψα για το παιδί μου που είναι σήμερα αξιόλογος επιστήμονας. Γνωρίζει όλη την αλήθεια για τον πατέρα του που εξαφανίστηκε μόλις του είπα ότι είμαι έγκυος. Κατάλαβε και ποτέ δεν μ’ έκανε να νοιώθω ενοχές με ερωτήσεις. Δεν ξέρω πόσες άλλες είχαν τη δική μου καλή τύχη».

Η Κατερίνη Μπαλούκα με δεύτερο καφέ και κρύο νερό στο τραπέζι, συνεχίζει:
«Άκουσα για τη δημόσια συγγνώμη της Πολιτείας, που απευθύνεται στις μητέρες και στα παιδιά. Δεν νομίζω, όμως, ότι ακόμα και χίλιες συγγνώμες μπορούν να επουλώσουν τέτοιου είδους πληγές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που βιολογικοί γονείς –μητέρες κυρίως– ψάχνουν για τα παιδιά τους, ή το αντίστροφο.

Ήταν μια εποχή που όλα γίνονταν ψιθυριστά. Μπορείς, για παράδειγμα, να φανταστείς παρόμοιες καταστάσεις σήμερα; Nα έχουν ράτσες σκυλιών, αντί για ονόματα, στα καροτσάκια των μωρών και να μην τολμά να ρωτήσει κάποιος ‘γιατί’. Να σου φέρνουν να θηλάσεις ένα ξένο μωρό και να μη σου δίνουν εξηγήσεις.
Και να είναι όλο γυναίκες. Από γιατρίνες, μέχρι καθαρίστριες. Δεν έβλεπες πουθενά άντρα, εκτός βέβαια από τους επισκέπτες. Αν δεν κάνω λάθος, το νοσοκομείο αυτό χτίστηκε με πρωτοβουλία γυναικών. Έγινε από γυναίκες για γυναίκες».
Ναι. Το Queen Victoria ιδρύθηκε το 1896 και ήταν ένα από τα τρία νοσοκομεία σ’ όλον τον κόσμο που η χρηματοδότησή του, η διοίκησή του και το προσωπικό του ήταν από γυναίκες.

Ειρωνικό ή Θεία Δίκη –για όσους προτιμούν– το γεγονός ότι το στίγμα που είχε στόχο να πάρει από τις εγκύους χωρίς σύντροφο, το έχει επωμιστεί σε ύψιστο βαθμό σήμερα το ίδιο. Το Queen Victoria Women’s Hospital, είναι δυστυχώς συνώνυμο με 40.000 περίπου δράματα, στη Βικτώρια. Τόσος είναι περίπου ο αριθμός συνολικά μητέρων και παιδιών που το νοσοκομείο αποφάσισε την τύχη τους.

Μια άλλη πτυχή του δράματος που κανείς ίσως δεν σκέφτεται να εξετάσει είναι η τραυματική εμπειρία γυναικών, όπως αυτή της Κατερίνης Μπαλούκα, που χωρίς εξηγήσεις, τους δόθηκε να θηλάσουν ένα μωρό που μόλις είχαν πάρει από τα σπλάχνα της μάνας του.