Ο μεγάλος Φρέντυ Γερμανός έλεγε για τη δημοσιογραφία ότι είναι ένα επάγγελμα που σε οδηγεί παντού…

Πράγματι, κάθε φορά που ξεκινάς να γράψεις μια ιστορία, δεν ξέρεις ποτέ αν τελικά θα βγει όπως την είχες φανταστεί ή υπολογίσει.

Είναι εκείνες οι μικρές, «ασήμαντες» για τους πολλούς κουβέντες ή ακόμα και η αίσθηση από την αύρα του συνομιλητή σου που μπορεί να σε παρασύρουν γλυκά και να σε οδηγήσουν σε τόσο διαφορετικές διαδρομές.

Πόσες φορές ξεκίνησα να γράψω έχοντας μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό μου και πόσες κατέληξα να διαβάζω κάτι εντελώς άλλο.

Γιατί άλλα γράφεις με το νου και άλλα με την καρδιά σου.

Έτσι και σήμερα. Από μια συγκυρία, ανέλαβα να γράψω για τον παραδοσιακό γάμο που τέλεσε ένα ζευγάρι συμπαροίκων μας στην Κόνιτσα Ιωαννίνων πριν από επτά χρόνια και το βίντεο όπου οι δυο τους χορεύουν τον Κόνιαλη από την Καππαδοκία ακόμα γράφει ιστορία στο διαδίκτυο.

Με συγκινούν ιδιαίτερα οι ζεστές, ανθρώπινες ιστορίες σαν κι αυτή κι έτσι ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα μιλούσα με το γαμπρό, το Βασίλη Αληγιάννη.

Τον βρήκα στο σχολείο που διδάσκει στο Σίδνεϊ, την ώρα του διαλείμματος και μία από τις πρώτες ερωτήσεις που του έκανα για να σπάσει ο πάγος ήταν από ποιο μέρος της Ελλάδας κατάγεται.

«Από την Αρκαδία και συγκεκριμένα από το Άστρος Κυνουρίας», μου απάντησε, προκαλώντας την έκπληξή μου μιας κι εγώ κατάγομαι από εκεί.

Κουβέντα στην κουβέντα, σε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε κοινούς γνωστούς, αρχίσαμε να αναφέρουμε τοποθεσίες και πρόσωπα που μας έφερναν όλο και πιο κοντά.

Μου ανέφερε τον Αη-Γιάννη κι εγώ του πέταξα τα όνομα του θείου μου που είναι γνωστός οργανοπαίχτης στο χωριό.

«Είναι πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου», αναφώνησε ο Βασίλης και για λίγα λεπτά μείναμε και οι δύο σιωπηλοί σαν να χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να κάνουμε τις απαραίτητες συνδέσεις.

Ύστερα, μιλήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα ψελλίζοντας τη λέξη–κλειδί: «Άρχοντας». Αυτό ήταν το επίθετο της γιαγιάς μου – από τη μεριά του πατέρα μου και του παππού του από τη μεριά της μητέρας του.

Αυτό το όνομα ήταν η γέφυρα που ένωνε τώρα εμένα και το Βασίλη, το κορίτσι του Τάση και το παιδί της Κανέλλας, με τα δεσμά της οικογένειας.

Όταν πρωτοήρθα στην Αυστραλία, πριν από 6,5 χρόνια, ο πατέρας μου μού είχε μιλήσει για τις ξαδέρφες του Κανέλλα και Μαρία που ήταν οι μόνες που είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Οι περισσότεροι από το σόι βρίσκονταν στην Αμερική.

Εγώ αστειευόμουν και του έλεγα πως διάλεξα λάθος χώρα κι εκείνος μου υποσχόταν πως θα προσπαθούσε να βρει το τηλέφωνό τους από τον αδερφό τους, το Γιώργο, που ζούσε στην Αθήνα.

Το ένα όμως έφερνε το άλλο και ποτέ δεν πήρα αυτό το τηλέφωνο παρά μόνο στην κηδεία του μπαμπά μου, όπου ήρθε ο θείος ο Γιώργος και γεμάτος συγκίνηση που με ξαναέβλεπε – την τελευταία φορά ήμουν γύρω στα πέντε – αλλά και που βρισκόμουν στην Αυστραλία, τόσο κοντά στις αδερφές του, μου έδωσε ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο της Κανέλλας για να της τηλεφωνήσω μόλις πατήσω το πόδι μου στη Μελβούρνη.

Ο θείος ο Γιώργος μου μίλησε και για τον Βασίλη, που είχε σχολή ελληνικών χορών στο Σίδνεϊ και αγαπούσε τόσο την Ελλάδα και την παράδοσή μας.

«Να τον βρεις, να συνδεθείτε, είστε οικογένεια», ήταν οι τελευταίες κουβέντες που μου είπε αποχαιρετώντας με.

Πήρα το χαρτάκι και επηρεασμένη από την απώλεια του πατέρα μου ήμουν αποφασισμένη να ψάξω και να τους βρω, έτσι για να κρατήσω ζωντανό κάτι από εκείνον.

Από ό,τι μου είπε ο θείος, είχαν τόσες ιστορίες να μου διηγηθούν από τα όμορφα χρόνια στο χωριό, με τις καντάδες στα καλντερίμια του Αη-Γιάννη τα βράδια του καλοκαιριού, τα ατέλειωτα τραγούδια του πατέρα μου που πάντα όταν έχανε τους στίχους έκανε εκείνο το χαρακτηριστικό «να, νι, να, νάι» προκειμένου να μη χάσει το ρυθμό, τα οικογενειακά ανέκδοτα και τόσα άλλα.

Ήθελα να τα ακούσω όλα αυτά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να γνωρίσω μια άλλη πλευρά του κι από την άλλη θα ήταν τόσο όμορφο να νιώθω πως δεν είμαι μόνη, πως έχω κι εγώ οικογένεια εδώ στην άλλη άκρη της Γης.

Όμως, όπως λέει ο σοφός λαός, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Μόλις έφτασα στην Αυστραλία, αρρώστησα και το χαρτάκι με το τηλέφωνο της θείας Κανέλλας ξεχάστηκε και χάθηκε κάπου μεταξύ επεμβάσεων και νοσοκομείων.

Από την άλλη, «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» κι έτσι δυόμισι χρόνια μετά, μου ανατίθεται μια συνέντευξη που ήταν η αφορμή για να σμίξω επιτέλους με την οικογένειά μου εδώ στην Αυστραλία.

Η αλήθεια είναι πως, παραδόξως, δεν είχα κανένα προαίσθημα σε αντίθεση με τον Βασίλη που από την ημέρα που κανονίσαμε τη συνέντευξη είχε μια αλλόκοτη ανησυχία, όπως μου εξομολογήθηκε και μάλιστα χθες το βράδυ είδε κι ένα όνειρο που δεν μπορούσε να εξηγήσει.

«Είδα ότι ήμουν στο χωριό σε ένα πανηγύρι και σηκώθηκα να χορέψω. Έπιασα το χέρι μιας γυναίκας στο χορό, γύρισα να την κοιτάξω, αλλά δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της» λέει ο Βασίλης.

«Τώρα ξέρω τι σημαίνει το όνειρο. Είναι που επιτέλους βρήκα ένα συγγενικό μου πρόσωπο εδώ στην Αυστραλία, αλλά δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό σου γιατί δεν σε γνωρίζω».
Μιλήσαμε με τον Βασίλη για καμιά ώρα. Το διάλειμμά του είχε τελειώσει προ πολλού αλλά δεν μπορούσαμε να κλείσουμε το τηλέφωνο.

Κλάψαμε, γελάσαμε, ανταλλάξαμε όσα νέα μπορέσαμε και υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο ότι μόλις τελειώσει ο κορονοϊός θα βρεθούμε όλοι μαζί και πάλι.

Μου έδωσε το τηλέφωνο της μητέρας του, της Κανέλλας και αυτή τη φορά δεν θα αφήσω τη ζωή να με προλάβει. Θα κάνω εγώ την κίνηση για να αλλάξω λιγάκι την πορεία των πραγμάτων.

Έτσι είναι. Κάποτε ακολουθούμε και κάποτε χαράζουμε το δρόμο. Ο δρόμος που ακολούθησα με οδήγησε στα ίχνη της οικογένειάς μου που δεν γνώριζα. Ο δρόμος που θα χαράξω θα με φέρει ως το κατώφλι της…