Παρέκβαση: Πιο κάτω θα δούμε τον Σωκράτη να ορκίζεται στον σκύλο (νη τον κύνα), αντί να ορκίζεται στον Δία (νη τον Ζήνα).  Σκαλίζοντας το θέμα, βρήκα ένα σχόλιο που λέει ότι η κατάχρηση των όρκων στους αρχαίους, όπως και σήμερα σε μας, έφερε κάποια αντίδραση και οι ευλαβέστεροι και σεμνότεροι στη γλώσσα έκαναν χρήση του λεγόμενου όρκου του Ραδαμάνθη (μυθικού νομοθέτη της Κρήτης που εισήγαγε τον θεσμό των όρκων).  Δηλαδή, μεταχειρίζονταν λέξεις στους όρκους τους, που φωνητικά προσέγγιζαν το όνομα του θεού.  Π.χ. αντί να πουν «μα τον Ζήνα» (αιτιατική πτώση του «Ζευς»,) έλεγαν «μα τον κύνα» ή «μα τον χήνα». 

Πολλοί ήθελαν να καταργήσουν τους όρκους λόγω κατάχρησης και ψευδορκίας.  Ο Ηρόδοτος (1.153), με το στόμα του Κύρου, λέει ότι οι Έλληνες που μαζεύονται στην αγορά «αλλήλους ομνύντες εξαπατώσι».  Ο Πλάτωνας, στους Νόμους του (12, 948 b-e), θέλει την κατάργηση των όρκων στις δίκες.  Ο θεσμός των όρκων, λέει ο Πλάτωνας, ήταν σκόπιμος κατά τους χρόνους του Ραδάμανθη, τότε που οι άνθρωποι πίστευαν στους θεούς.  Τώρα όμως, λέει, οι όρκοι δεν έχουν θέση στις δίκες, γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν πιστεύουν καθόλου στους θεούς, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα πράγματα. 

Μια χαρά τα είπε ο Αθηναίος σοφός, μια χαρά τα λέμε κι εμείς, αλλά πρόκειται για λόγια που βρίσκουν κλειστά αφτιά.  Τέλος παρέκβασης.           
Ο Σωκράτης συνεχίζει:
«Προσέξτε να δείτε για ποιο λόγο σας τα λέω αυτά, γιατί πρόκειται να σας διαφωτίσω (μέλλω γαρ υμάς διδάξειν) ως προς την αιτία που μου έχει γίνει η διαβολή.  Εγώ λοιπόν, όταν άκουσα τον χρησμό, κάθισα κι έκανα αυτές εδώ τις σκέψεις:  «Τι άραγε θέλει να πει ο θεός [Απόλλων] και τι τέλος πάντων υπονοεί;  Γιατί ξέρω πολύ καλά τον εαυτό μου, πως δεν είμαι σοφός, ούτε πολύ ούτε λίγο.  Τι λοιπόν θέλει να πει, λέγοντας ότι εγώ είμαι σοφότατος;  Γιατί, βέβαια, είναι αδύνατο να λέει ψέματα ο θεός, δεν είναι θεμιτό σ’ αυτόν (ου γαρ θέμις αυτώι)».  Και γι’ αρκετό καιρό βρισκόμουν σε απορία, τι τέλος πάντων εννοεί.

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΣΟΦΟΥΣ

»Έπειτα, μετά από πολλούς δισταγμούς, βάλθηκα να εξετάσω τον χρησμό.  Πήγα σε κάποιον από τους νομιζόμενους σοφούς, με τη γνώμη ότι εκεί, παρά σε κάθε άλλο μέρος, θα μπορούσα να εξετάσω το μαντείο και ν’ αποδείξω στο χρησμό ότι να, αυτός εδώ ο σοφός είναι σοφότερος από μένα.

»Ενώ λοιπόν με τις ερωτήσεις μου τον εξέταζα σε βάθος – το όνομά του δεν είναι ανάγκη να το πω, ήταν κάποιος από τους πολιτικούς – δοκίμασα μιαν έκπληξη, άνδρες Αθηναίοι.  Από τη συζήτησή μας, σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτός ο άνθρωπος θεωρούνταν, και από πολλούς άλλους και από τον εαυτό του, σοφός, ενώ δεν ήταν.  Έπειτα προσπαθούσα να του δείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, αλλά ότι δεν ήταν (ότι οίοιτο μεν σοφός είναι, είη δ’ ου).  Από αυτό, βέβαια, έγινα μισητός  σ’ αυτόν και σε πολλούς άλλους που βρίσκονταν εκεί.

»Επιστρέφοντας, σκεφτόμουν κι έλεγα:  «Από αυτόν τον άνθρωπο εγώ είμαι σοφότερος, γιατί ναι μεν κανένας από τους δυο μας δεν ξέρει σχεδόν τίποτε άξιο λόγου, αλλά αυτός νομίζει ότι ξέρει κάτι το σπουδαίο, ενώ δεν ξέρει τίποτε (ούτος μεν οίεταί τι ειδέναι ουκ ειδώς).  Εγώ όμως, όπως βέβαια δεν ξέρω, έτσι και δεν νομίζω ότι ξέρω (εγώ δε, ώσπερ ουν ουκ οίδα, ουδέ οίομαι).  Φαίνεται, λοιπόν, ότι από αυτόν τουλάχιστον, εγώ είμαι σοφότερος, όσον αφορά τη μικρή αυτή γνώση, ότι δηλ. για τα πράγματα που δεν ξέρω, δεν παριστάνω ότι τα ξέρω (ά μη οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι)».

»Έπειτα πήγα σε κάποιον άλλον από αυτούς που θεωρούνται σοφότεροι από εκείνον.  Έφυγα με την ίδια εντύπωση, κι εκεί απόκτησα το μίσος αυτού του ανθρώπου και άλλων πολλών.  Μετά τους πήρα όλους στη σειρά.  Το έβλεπα, βέβαια, ότι αποκτούσα αντιπάθειες και λυπόμουν και φοβόμουν γι’ αυτό.  Αλλά το θεωρούσα ανάγκη επιβεβλημένη να στρέφω όλη μου τη φροντίδα στο τι θέλει να πει ο θεός.  Έπρεπε, λοιπόν, στην έρευνά μου αυτή για το νόημα του χρησμού να επισκεφτώ όλους ανεξαιρέτως αυτούς που θεωρούνταν πως ξέρουν κάτι το σπουδαίο.  Και, μα τον σκύλο (και νη τον κύνα), άνδρες Αθηναίοι – βέβαια, την αλήθεια πρέπει να σας λέω – δοκίμασα μια περίεργη έκπληξη: εκείνοι που απολάμβαναν τη μεγαλύτερη φήμη για τη σοφία τους, μου φάνηκαν στην έρευνά μου σχεδόν πέρα για πέρα άσοφοι, ενώ κάποιοι άλλοι, που θεωρούνταν κατώτεροι, μου φάνηκαν ανώτεροι στη γνώση, 

»Πρέπει, βέβαια, να κάνω γνωστές τις περιπλανήσεις μου. Ήσαν κόποι ανθρώπου που δεν τους λογάριαζε, αρκούσε μόνο ο χρησμός να μη μου μείνει ανεξέταστος.  Και να με: μετά τους πολιτικούς, επισκεπτόμουν τους ποιητές, τόσο των τραγωδιών και των διθυράμβων όσο και τους άλλους, με την πεποίθηση ότι σ’ αυτούς θα πιάσω επ’ αυτοφώρω τον εαυτό μου αμαθέστερο.  Έπαιρνα, λοιπόν, στα χέρια μου τα ποιήματά τους, εκείνα στα οποία, κατά τη γνώμη μου, είχαν καταβάλει τη μεγαλύτερή τους επιμέλεια και προσοχή, και μ’ ερωτήσεις μου κάθε φορά τους εξέταζα, τι ήθελαν να πουν για να μαθαίνω συνάμα κάτι τι και από αυτούς. 

»Ε, λοιπόν, ντρέπομαι, άνδρες Αθηναίοι, να σας πω την αλήθεια, όμως πρέπει να την πω… Πολύ γρήγορα κατάλαβα και για τους ποιητές ότι η ποίησή τους δεν ήταν ποίηση συνειδητή από σοφία, αλλά μια εκδήλωση φυσικής διάθεσης, μια θεία έμπνευση, όπως τα μαντέματα που εκφράζουν οι θεομάντεις και οι χρησμωδοί.  Γιατί και αυτοί, ως γνωστόν, λένε πολλά και ωραία, αλλά δεν καταλαβαίνουν τίποτε απ’ όσα λένε. Κάτι τέτοιο μου φάνηκε πως έχουν πάθει και οι ποιητές…  Έφυγα λοιπόν και από αυτούς με τη γνώμη ότι ήμουν ανώτερός τους σε σοφία, για τον ίδιο λόγο που ήμουν ανώτερος και από τους πολιτικούς. 
(Συνεχίζεται)