Ένας από τους πολλούς ομογενείς της Μελβούρνης που έπεσαν θύματα του κορονοϊού τις τελευταίες εβδομάδες είναι και Παύλος Δημοτάκης, 73 ετών, που ήταν τρόφιμος στην «Βασιλειάδα» αλλά όταν νόσησε μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου, τελικά, κατέληξε.

Ο ίδιος δεν είχε δική του οικογένεια.  Τον έφερε στην Αυστραλία και τον φρόντιζε η αδελφή του Καλλιόπη Ιγγλεζάκη.

Σαν αποχαιρετισμό η ανιψιά του Δέσποινα Γιαννιού έδωσε στο «Νέο Κόσμο» το ακόλουθο κείμενο και μια μαντινάδα:

«Ο Παύλος Δημοτάκης του Παυλή και της Δέσποινας Δημοτάκη, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου το 1947 στα Σπηλιάρια Κεραμείων Χανιά Κρήτης. Σε ηλικία 72 χρονών έφυγε από τη ζωή.

Τις τελευταίες εβδομάδες  έδωσε σκληρή μάχη με τον κορονοιό 16 μέρες μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο του Austin και εκεί έχασε την μάχη του και άφησε την τελευταία του πνοή , όπου τον αποχαιρέτισαν τα αδέρφια και ανίψια του.

Ήταν ο μικρότερος από πέντε αδέρφια. Με τέσερεις αδερφές : Την Καλλιόπη, την Αγγελική , την Μαρία και την Ελπίδα.

Ζούσε με τους γονείς του μέχρι το θανατό τους  στα Σπιλιάρια , εκεί που είχε και ένιωθε αγάπη και ασφάλεια.

Μαζί με τους γονείς του φρόντιζε και καλλιεργούσε  τις ελιές , και πρόσεχε τα ζώα μαζί με άλλες αγροτικές δουλειές  που του άρεσαν.

Μετά που συγχωρέθηκαν οι γονείς του έμεινε μόνος και απροστάτευτος γιατί όλες του οι αδερφές είχαν ξενιτευτεί στην Αυστραλία .Μετά από λίγες μέρες πήγε η αδερφή του η Καλλιόπη στην Ελλάδα να κηδέψει  τον πατέρα τους και να αρχίσει τη  δύσκολη διαδικασία να τον φέρει μαζί της πίσω στην Αυστραλία κοντά στα αδέρφια του.Η διαδκασία αυτή να τον φέρει και να τον κρατήσει εδώ είχε πολλές προκλήσεις τις οποίες πολέμησε και κέρδισε η αδερφή του.

Δεν ήταν εύκολο κατόρθωμα λόγο της υγείας του και της ιατρικής του κατάστασης.Αλλά αγωνίστηκε  σκληρά να τον φέρει και να τον κρατήσει εδώ στην Αυστραλία κοντά τους και να πραγματοποιήσει μια καλύτερη ζωή για αυτόν.Εφόσον είχε ειδικές ανάγκες και αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στην καθημερινότητά του ο αγώνας αυτός έγινε ακόμη πιο δύσκολος.

Έφτασε λοιπόν στην Αυστραλία όταν ήταν 41 χρονών με το δυναμικό του Κρητικό  μουστάκι και έμεινε κοντά δέκα χρόνια με την αδερφή του την Καλλιόπη και τον Γιάννη. Αγαπούσε όλες του τις αδερφές το ίδιο. Το ίδιο αγαπούσε και τους γαμπρούς του ..Είχε και έξι ανίψια που λάτρευε και τον λάτρευαν: Τον Παρασκευά , τη Δέσποινα-τον Νίκο, την Μαρία, τον Θωμά ,τον Γιάννη τον Γιάννη την Ιωάννα και τον Γιώργο.Τα μικρανίψια του τα λάτρευε  και αυτά τον αγαπούσαν τρελά σαν τον ίδιο τους τον παππού .

Στη συνέχεια λόγω της υγείας της αδερφής του της Καλλιόπης ήρθε η ώρα να μπει στο γηροκομείο, εφόσον είχε ειδικές ανάγκες φροντίδας και η υγεία της αδερφής του χειροτέρευε. Αγωνίστηκε για μια ακόμη φορά και με  μεγάλες προσπάθειες και δυσκολίες κατόρθωσε να τον εγκαταστήσει στο γηροκομείο «Βασιλειάδα»  στο Fawkner.Όταν το επέτρεπε η υγεία της πήγαινε συχνά να τον βλέπει και να τον παίρνει σπίτι της για όσο μπορούσε. Πάντα δίπλα στην οικογένεια κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα. Στη «Βασιλειάδα» έμεινε ως τρόφιμος μέχρι που βρέθηκε θετικός στον ιό και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο χωρίς μεγάλες πιθανότητες να επιβιώσει.

Στην «Βασιλειάδα»  του άρεσε του Παύλου και ήταν υπερήφανος για το δωμάτιό του και τα πραγματά του. Όλοι τον αγαπούσαν και τον είχαν σαν γιο τους. Πάντα χαμογελαστός και αγαπητός, χαιρετούσε όσους ήξερε και δεν ήξερε. Δεν ντρεπόταν ποτέ να χαιρετήσει  τους ξένους που γνώριζε για πρώτη φορά. Πολλές φορές περίμενε την Καλλιόπη στην πόρτα του γηροκομείου να ανοίξει τις τσάντες με τα διάφορα που του έφερνε και να τα τακτοποιήσει στο ψυγείο του.

Ήταν  ένας χαρούμενος και ευλογημένος από το Θεό άνθρωπος που ζούσε απλά και η μόνη του επιθυμία ήταν να γυρίσει στην Κρήτη με την αδερφή του την Καλλιόπη για μια ακόμη φορά. Ήταν χαρά του να μιλάει για την Κρήτη και τα όλα τα καλά της. Αυθόρμητα μιλούσε για τις όμορφες αναμνήσεις του χωριού  και τα μουστάκια του γελούσαν .Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει το όνειρο του αυτό γιατί το νήμα της ζωής του κόπηκε πρόωρα.

Δυστυχώς μας έφυγε πριν την ώρα του αλλά η οικογενειά του έκανε το παν να μην μείνει μόνος και βρέθηκε δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή. Κάθε μέρα  από τότε  που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, του μιλούσαν  μέσω διαδικτύου και δεν έφυγαν από δίπλα του. Του τραγουδούσαν, του έλεγαν ιστορίες, αστεία μόνο για να τους δείξει ένα μικρό σήμα ζωής  και πάντα στο πλάι του περιμένοντας ένα μεγάλο θαύμα.Δυστυχώς έχασε τη μάχη του με τον  κορονοϊό, σκορπίζοντας την θλίψη στην οικογενειά του.

Ο θάνατός του θα αφήσει μεγάλη απώλεια στη ζωή μας  γιατί ήταν για εμάς ένας ήσυχος, αγνός και αξιαγάπητος άνθρωπος που έδειξε σε πολλούς ότι δεν έχει αξία στη ζωή η τέλεια εμφάνιση και  τα χρήματα  αλλά η αγάπη που πρέπει να δείχνουμε στο συνάνθρωπό μας. Μια σημαντική λεπτομέρεια που  δυστυχώς πολλοί ακόμα δεν κατανοούν.

Ηταν ένας σπάνιος άνθρωπος για εμάς  και ένας μοναδικός,  Κρητικός με τα γαλανά του μάτια και την αγνή του ψυχή που ήρθε κοντά μας να μας διδάξει ότι οι καλοί άνθρωποι σκέφτονται με την καρδιά.

Καλό σου ταξίδι.

Αιωνά σου η μνήμη αγαπητέ μας αδερφέ , και θείε, και ελαφρύ να είναι το χώμα που θα σε σκεπάσει. Θα είσαι πάντα στην μνήμη μας, και στη σκέψη μας. Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ».

Και μαζί με αυτά τα υπέροχα λόγια η ανιψιά του Δέσποινα Γιαννού του αφιέρωσε και την ακόλουθη μαντινάδα:

«Πάντα αξιαγάπητος

 

Με μια ψυχή αυθόρμητη και καθαρή

Και δίχως μοβορία

Έφτασες εδώ κοντά μας

Μακριά στην Αυστραλία

Στερνοπούλη του Παυλή

και της Δεσποινιάς κοπέλι

Με τέσσερεις αδερφάδες

Και με ψυχή σαν μέλι

Αυτή εδώ που σ’έφερε

Ουρανό και γη εκίνησε

Για να μη σ’αφήσει μοναχό

Και έτσι η ζωή σου εδώ ξεκίνησε

Ποτέ ο λόγος σου κακός

Ποτέ η πράξη χάλι

Μα πάντα με χαμόγελο

Το Κεραμιώτικο παλικάρι

Λίγοι σε κατάλαβαν

Λίγοι σε πονέσαν

Και την αγνή σου τη ψυχή

Λίγοι πάλι θα τη μοιάσουν

Εδώ στη γη κοντά μας

Ποτέ δε ζήτησες πράμα

Εκτός απ’ την απλότητα

Και του Θεού το γράμμα

Άνθρωπο δε πλήγωσες

Χαμόγελο ψεύτικο ποτέ σου

Παρά μόνο αγνή ψυχή

Στη καθημερινότητά σου

« Σιγά τις μπάμιες» μας έλεγες

Και στην Κρήτη πάντα ο νούς σου

Τα γαλανά σου μάτια άστραφταν

Εφόσον ήσουν με τους δικούς σου.

Να ξέρεις εφόσον μας αφήνεις

Χωρίς την αγκαλιά μας

Πως η μαμά τα πάντα έκανε

Να είσαι εδώ κοντά μας

Το μόνο που ζητάμε

Τώρα που φεύγεις μακριά μας

Να ξέρεις ότι πάντα θα βρίσκεσαι

Ζωντανός στη καρδιά μας.

Εκεί που φεύγεις θείε Παυλή

Και αδερφέ μας Παύλο

Θα βρίσκεις πάντοτε μπροστά σου

Παναγία, Χριστό και Θεό Μεγάλο.

Μόνο θάλασσες γαλανές

Και λουλούδια ανθισμένα

Περιστέρια και αγγέλους άξιους

Που θα χαιρετάς ένα προς ένα

Ο Θεός ξέρει, και θα σου πει

Ότι πάντα δίπλα σου εμείναμε

Τόσες μέρες μοναχός

Μόνο ελπίδες δίναμε.

Αδέρφια και γαμπροί

Ανίψια και μικρά παιδάκια

Τους καραγκιόζηδες εκάναμε

Να σου γελάσουν και τα μουστάκια

Ψηλά να πετάξεις θείε Παυλή

Αδερφέ μας, παλικάρι

Και εμείς θα σε θυμόμαστε

Για τη καλή σου χάρη

Τα όρη, τα ψηλά βουνά

Εκεί και ο Ψηλορείτης

Θα σε θυμούνται πάντοτε

Σαν παλικάρι της Κρήτης.

Θα έρθουν τώρα εκεί κοντά

Του ουρανού όλοι οι αγγέλοι

Να σου τραγουδούν γλυκά

Γιατί είσαι της Κρήτης το κοπέλι».