Τα δύο τρίτα των θυμάτων του κορονοϊού στην Αυστραλία είναι οι ηλικιωμένοι των γηροκομείων.

Την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε ιατροδικαστική έρευνα για τον θάνατο πέντε ηλικιωμένων στη «Βασιλειάδα». Δεν είναι η μόνη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που έχει χτυπηθεί από τον κορονοϊό. Στο σύνολο παραπάνω από χίλια κρούσματα και 160 θάνατοι συνδέονται με δεκάδες μονάδες στη Βικτώρια.

Το πρόβλημα στα γηροκομεία της χώρας δεν είναι σημερινό, τονίζουν οι ειδικοί που για χρόνια αγωνίζονται να βελτιώσουν το σύστημα φροντίδας των ηλικιωμένων.

Το 2018, μετά από μία σειρά δημοσιεύσεων για θλιβερές περιπτώσεις κακομεταχείρισης των ηλικιώμενων στα γηροκομεία, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση διέταξε τη διεξαγωγή έρευνας από τη Βασιλική Επιτροπη ώστε να εκτιμηθούν τα προβλήματα που επικρατούν γενικότερα στο σύστημα φροντίδας των ηλικιωμένων.

Τα πρώτα συμπεράσματα που δημοσίευσε πέρυσι η Βασιλική Επιτροπή κάνουν λόγο για ένα σύστημα φροντίδας των ηλικιωμένων που είναι αποτροπιαστικό και μειώνει την Αυστραλία ως έθνος, υπογραμμίζοντας ότι το σύστημα χρειάζεται «ουσιαστική αναθεώρηση και επανασχεδιασμό».

«Υπάρχει πρόβλημα στις μονάδες φροντίδας των ηλικιωμένων εδώ και χρόνια και μπορώ να το καταθέσω αυτό από πρώτο χέρι. Η ελλιπής φροντίδα ηλικιωμένων, η έλλειψη επαγγελματισμού, η απάνθρωπη -κάποιες φορές- προσέγγιση που υπάρχει σε αρκετές από αυτές τις μονάδες, τις έχω ζήσει από κοντά».

Η ομογενής, Μαρία Μπέλλου, βλέποντας όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα στα Γηροκομεία της Μελβούρνης και, κυρίως, την τραγική περίπτωση του Παντελή Μήτση που ήταν ένα από τα θύματα του κορονοϊού στο Epping Gardens, ξανάζησε τον τελευταίο οδυνηρό κεφάλαιο της ζωής της μητέρας της, όταν αναγκάστηκε να παραμείνει σε γηροκομείο το 2005.

Αυτά που είδε να διαδραματίζονται εκεί, στη «Φροντίδα» του Clayton, δεν μπορεί να τα ξεχάσει και, δυστυχώς, έχοντας ζήσει την εμπειρία από πρώτο χέρι με τη μητέρα της, δεν εκπλήσσεται ιδιαίτερα με αυτά που «βγάζει στο φως» ο κορονοϊός σήμερα.

Η μητέρα της, η Δήμητρα Νικητοπούλου, μετά από μία δεκαετία που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία με προβλήματα καρδιάς, έπρεπε να μπει σε μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων καθώς χρειαζόταν συνεχή στήριξη.

«Χαρήκαμε που καταφέραμε να βρούμε μια θέση σε ένα γηροκομείο που ήταν δίγλωσσο γιατί θα βρισκόταν σε ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να επικοινωνήσει στη μητρική της γλώσσα.Την επισκεπτόμασταν καθημερινά μετά τη δουλειά και κάθε Σαββατοκύριακο για ενάμιση μήνα μέχρι που πέθανε.

Αυτά που βιώσαμε και είδαμε ήταν απίστευτα και πολύ λυπητερά. Μπαίνοντας στο κτίριο σε χτύπαγε μια άσχημη μυρωδιά από άπλυτα και λερωμένα σεντόνια που βρίσκονταν στοιβαγμένα σε ανοιχτούς κάδους στους διαδρόμους και η μυρωδιά είχε ποτίσει και τις μοκέτες.

Οι ηλικιωμένοι ένοικοι ήταν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους όταν δεν είχαν επισκέψεις. Χτυπούσαν το κουδούνι για βοήθεια, αλλά κανένα μέλος του προσωπικού δεν ανταποκρινόταν στο κάλεσμά τους».

Η κ. Μπέλλου εξηγεί με θυμό ότι πέρναγε μισή ώρα ακόμα και μία ώρα, χωρίς να εμφανιστεί κανένας, μέχρι που οι ηλικιωμένοι αποκοιμιόντουσαν ή εγκατέλειπαν την προσπάθεια να ζητήσουν βοήθεια. «Πολλές φορές περπατώντας στους χώρους βλέπαμε το προσωπικό μαζεμένο στο δωμάτιο του προσωπικού να πίνει καφέ, να καπνίζει για πάνω από ώρα».

Καθ’ όλη τη διάρκεια που βρέθηκε εκεί, μόνο μία ή δύο φορές είδε το προσωπικό να ανταποκρίνεται σε κάλεσμα του ηλικιωμένου.
Είχαν παραπονεθεί επανειλημμένα στη διεύθυνση, ιδιαίτερα όταν είδαν με τα μάτια τους πώς φέροντααν στη μητέρα της όταν την μετακινούσαν ή την έπλεναν. «Πολλές φορές την τραβούσαν απότομα στην προσπάθεια να τελειώσουν γρήγορα και παρ’ ότι τους έλεγε ότι την πονούσαν και ότι υπέφερε, εκείνοι συνέχιζαν να την μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο».

Υπήρχε και μία άλλη ηλικιωμένη γυναίκα που γνώρισαν, μας εξηγεί η κ. Μπέλλου, η οποία υπέφερε επίσης και κάθε φορά που ερχόντουσαν να την επισκεφτούν, παρακαλούσε τα παιδιά της να την πάρουν από εκεί.

«Μπορεί να ήταν αργά πια για τη μητέρα μου αλλά θέλαμε να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους επόμενους ηλικιωμένους τροφίμους, κι έτσι καταθέσαμε μία επίσημη διαμαρτυρία στη διεύθυνση μετά τον θάνατό της και μας διαβεβαίωσαν ότι θα διερευνούσαν το θέμα και θα λάμβαναν μέτρα για να διορθώσουν την κατάσταση. Δεν νομίζω ότι άλλαξαν πολλά, τουλάχιστον άμεσα. Πιστεύω όμως, ότι όταν ο Γιώργος Λεκάκης ανέλαβε τη διοίκηση της «Φροντίδας» βελτιώθηκαν τα πράγματα σημαντικά».

Ίσως το πρόβλημα βρίσκεται στη χρηματοδότηση, εξηγεί η κ. Μπέλλου, γιατί τα έξοδα διαχείρισης και λειτουργίας αυτών των χώρων είναι μεγάλα. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να κάνουν εκπτώσεις και φτηνές επιλογές, αλλά τονίζει ότι δεν πρέπει να κάνουν εκπτώσεις στο επίπεδο φροντίδας των ηλικιωμένων. «Είναι άνθρωποι, δεν είναι πράγματα».

Η κ. Μπέλλου ελπίζει και εύχεται ότι τώρα οι κυβερνήσεις να λάβουν τα μέτρα τους για να διορθώσουν τα προβλήματα που διαιωνίζονται σε αυτούς τους χώρους.

Η μητέρα της, Δήμητρα Νικητοπούλου πέθανε 85 χρονών. Καταγόταν από τον Καλαμαρά στην Καλαμάτα. Μπορεί να πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά ήταν μια γυναίκα πολύ δραστήρια και μπροστά για την εποχή της. Αγαπούσε τη ζωή με πάθος και για χρόνια ταξίδευε συνεχώς όσο της το επέτρεψε η υγεία της.

Μετά από τόσα που πρόσφεραν στη ζωή τους, οι γονείς μας, οι παππούδες μας, αξίζουν να περάσουν το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής τους με αξιοπρέπεια, τονίζει η κ. Μπέλλου, και δηλώνει ότι είναι διαθέσιμη να βοηθήσει και να στηρίξει τις οικογένειες στον αγώνα τους να αποδοθεί δικαιοσύνη, για τον θλιβερό τρόπο που έχασαν τους αγαπημένους τους.

«Μπορεί να ήταν αργά πια για τη μητέρα μας αλλά θέλαμε να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους επόμενους ηλικιωμένους τροφίμους, κι έτσι καταθέσαμε μία επίσημη διαμαρτυρία στη διεύθυνση μετά τον θάνατό της», εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» η Μαρία Μπέλλου (στη μέση μαζί με τα αδέλφια της). Φώτο: Supplied