«Η ζωή δεν μετριέται με τα χρόνια Βίβιαν…

Ο άνθρωπος όσο ζει πρέπει να δημιουργεί και να μη φοβάται!» ήταν το πιστεύω του Φώτη Καραμίτου, ενός από τα τελευταία θύματα του κορονοϊού

Ο «αόρατος εχθρός» γίνεται ορατός, διαπιστώνουμε όλο και πιο έντονα κάθε μέρα, όταν πλησιάζει στο χώρο μας. Όσο απλώνει το μισητό του χέρι και παίρνει άτομα από το περιβάλλον μας, το ευρύτερο ή το στενότερο, όταν βλέπουμε ότι δεν κάνει διακρίσεις.

Ζούμε σ’ ένα κλίμα που ο ένας προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον άλλον. Προσπαθεί να τον προστατέψει με λόγια και με έργα όσο καλύτερα ξέρει και μπορεί.

Σε ένα τέτοιο κλίμα υπάρχουν πραγματικοί ένοχοι, αλλά και αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Ο δάχτυλος στρέφεται συνήθως στην Πολιτεία, σε κείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για μας και σωστές ή λάθος δεν έχουμε άλλη επιλογή από να τις ακολουθήσουμε.

Στο θέμα έχουν γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί άλλα τόσα.

Έχουν γίνει λάθη που έχουν στοιχίσει ζωές και για τα οποία έχουν πληρώσει αθώοι. Αυτό πονάει πολύ.
Το να τα παραδεχτούν οι υπαίτιοι και να ψάχνουν για ελαφρυντικά του είδους «είναι κάτι καινούριο και για μας», σίγουρα δεν τους απαλλάσσει των ευθυνών τους.

Στην Πολιτεία μας, τη Βικτώρια, σημειώνονται τα περισσότερα κρούσματα και χάνονται οι περισσότερες ζωές, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Σίγουρα, είναι μια «πρωτιά» για την οποία όχι μόνο νοιώθουμε απέχθεια, αλλά και μας φοβίζει πραγματικά. Θερίζει ζωές και ο «αόρατος εχθρός», φαίνεται να κυκλοφορεί ανενόχλητος παντού. Κλεινόμαστε μέσα, κατά τις εντολές, και πάλι βρίσκει τρόπους να χτυπήσει.

Όταν, στην επιθετικότητά του, παίρνει και άτομα δικά μας, του κύκλου μας ή της παροικίας, είναι φυσικό να κάνει την παρουσία του ακόμη πιο αισθητή και τρομακτική.

Από τους τελευταίους που άρπαξε ανάμεσά μας, ο συμπάροικος Φώτιος Καραμίτος. Ένα εξαίρετο μέλος της ομογένειας, δραστηριοποιημένο σε πολλούς τομείς, ένα ζωντανό παράδειγμα αυτοδημιούργητου συμπολίτη μας που δεν έπαυσε ποτέ να προσφέρει και να στοχεύει στο γενικό καλό.

Τον σεμνό αυτόν, χαμηλών τόνων συμπάροικο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα, όταν αποφάσισα να τον συμπεριλάβω στον δεύτερο τόμο του βιβλίου μου «Πορτραίτα Ελλήνων στους Αντίποδες».

Από την πρώτη στιγμή, μου έκανε εντύπωση ο δυναμισμός του και ο τρόπος που αντιμετώπιζε τη ζωή.
Σ’ αυτό, βέβαια, φρόντισε ο ίδιος εκφράζοντας τα πιστεύω του από την αρχή μιας κουβέντας που θα διαρκούσε πολύ.

«Η ζωή δεν μετριέται με τα χρόνια, Βίβιαν. Ο άνθρωπος όσο ζει πρέπει να δημιουργεί και να μη φοβάται».
Αρχές, όπως θα διαπιστώσω, που τις έθετε σε εφαρμογή ο ίδιος.

Γεννημένος στη Νεστάνη Αρκαδίας τον Οκτώβρη του 1940, είχε βιώματα από τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο.
Από δέκα χρόνων, όπως έλεγε με φανερή περηφάνια, πήγαινε με το ποδήλατο στην Τρίπολη και πουλούσε περιστέρια: «Έβαζα 20-40 ζευγάρια στο τιμόνι και με τα χρήματα που κέρδιζα αγόραζα τρόφιμα για το σπίτι. Η ικανοποίηση που ένιωθα ήταν μεγάλη, γιατί συνέβαλα στη συντήρηση της οικογένειας. Ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά δεν θυμάμαι να στερηθήκαμε τίποτε».

Ένα χαμόγελο και μια σκιά στα μάτια του που είναι δύσκολο να προσπεράσεις. Αντίθετα, ζητάς θέλεις να μάθεις τι την προκάλεσε.

Την εξήγηση θα τη δώσει ο ίδιος όταν θα πει ότι, συνδυάζοντας δουλειά και σχολείο τελείωσε το Δημοτικό Νεστάνης, δεν είχε όμως τη δυνατότητα να πάει στο Γυμνάσιο στην Τρίπολη γιατί θα έπρεπε να μείνει κάπου με ενοίκιο.

ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

«Ήταν δύσκολα χρόνια. Τη δεκαετία του ’50 ο τόπος άδειαζε από νέους. Είχαν φύγει 4 χιλιάδες. Οι μισοί στην Αμερική και οι άλλοι μισοί στην Αυστραλία. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Κώστας ήταν ήδη τέσσερα χρόνια στη Μελβούρνη, επομένως, δεν υπήρχε για μένα και άλλη επιλογή. Αυτό, όμως, μη σκεφτείς ότι με προβλημάτιζε. Αντίθετα, έφυγα με αισιοδοξία, με θάρρος και μια αίσθηση ότι ο δρόμος αυτός θα μ’ έφερνε στην επιτυχία».

Στη θετική αυτή ψυχολογία, θα επεξηγήσει μ’ ένα χαμόγελο, συνέτεινε το ότι ο αδελφός του ήταν ήδη στη Μελβούρνη και τον περίμενε. Έφτασε εκεί, όπως θα πει, στις 9 Σεπτέμβρη του 1955, σε ηλικία 16 χρόνων.

Όση ώρα μιλάμε, παρατηρώ μια λάμψη στα μάτια του κι’ ένα χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του, ακόμη κι’ όταν μιλά για δύσκολα.

«Δεν βρήκα χαλιά στρωμένα, με τη βοήθεια όμως του αδελφού μου που έκανε το πάν για να πέσω στα μαλακά, βρήκα αμέσως δουλειά και αυτό ήταν το κυριότερο».

Μια σκέψη φαίνεται, μετά δεκαετίες τώρα να τον συγκινεί και δεν διστάζει να την εκφράσει: “Ξέρεις ότι ο αδελφός μου ο Κώστας μου έστειλε πίσω το κοστούμι που φορούσε ο ίδιος όταν έφυγε για να το φορέσω και να φτάσω με κοστούμι στην Αυστραλία. Ναι, το κοστούμι και μια λίρα. Αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ».

Όπως δεν ξέχασε άλλωστε και το ότι χρειάστηκαν τρεις μήνες και αιματηρή οικονομία για να εξοικονομήσει τις 145 λίρες του εισιτηρίου του που είχε δανειστεί.

Όλα αυτά έρχονταν στην επιφάνεια, σ’ αυτή τη συνάντησή μας μ’ έναν τρόπο απλό, αυθόρμητο για να μου δώσει, όπως έλεγε, τη σωστή εικόνα.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΟΔΟΣ

Η οικονομική άνοδος ακολουθεί και από αυτή επωφελούνται και οι δικοί του στη Νεστάνη: «Από το ’74 έστελνα κάθε χρόνο στο χωριό δύο χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Δούλευα σκληρά, εφτά μέρες την εβδομάδα όλα μου τα χρόνια, έφτασα όμως στο σημείο που στόχευα. Να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, να σπουδάσω τα παιδιά μου και να τα στηρίξω με τον τρόπο που ήθελα».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τον βρίσκουμε συνιδιοκτήτη της μπυραρίας του Continental Hotel, στη γωνία Russell και Lonsdale streets την εποχή που ο ελληνικός δρόμος σφύζει από ζωή.

Το 1968 ο Φώτης Καραμίτος μπαίνει στον οικοδομικό χώρο, χτίζοντας σπίτια σε διάφορα προάστια της Μελβούρνης με τους αδελφούς Κώστα και Φώτη Αρβανίτη, τα οποία πουλούσαν κυρίως στους Έλληνες μετανάστες.

Ο ίδιος μου δίνει την εικόνα: «Ήταν μια εποχή που η Μελβούρνη αναπτυσσόταν σε γρήγορους ρυθμούς. Οι μετανάστες είχαν δημιουργηθεί σ’ ένα βαθμό οικονομικά και η αγορά ενός σπιτιού ήταν στις προτεραιότητές τους. Αρκετοί ήταν επίσης εκείνοι οι οποίοι μόλις ξεπλήρωναν το πρώτο σπίτι αγόραζαν και δεύτερο. Υπήρχε οικοδομικός οργασμός και είναι αρκετοί οι ομογενείς που αυτήν την εποχή είχαν ενεργό ανάμιξη στο χώρο της ανοικοδόμησης αλλά και της κτηματαγοράς» είχε πει, φέρνοντάς με δεκαετίες πίσω.

Στα κοινά πρόσφερε πολλά από ηγετικές θέσεις στον Παναρκαδικό Σύλλογο Μελβούρνης και Βικτωρίας «Ο Κολοκοτρώνης», όσο και της Κοινότητας North Altona, ενός ιδιαίτερα προοδευτικού οργανισμού που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση της Ελληνικής γλώσσας.

Τη φλόγα για την κοινωνική προσφορά μετέδωσε και στα παιδιά του Μιχάλη, Δημήτρη, Παναγιώτα. Ως γνωστό ο Μιχάλης Καραμίτος ήταν επί σειρά ετών μέλος του Δ. Σ. της Κοινότητας Μελβούρνης, ενώ προσέφερε τις υπηρεσίες του και σε άλλους παροικιακούς οργανισμούς.

Σήμερα αποχαιρετούμε τον Φώτη Καραμίτο με βαριά καρδιά και με τα λόγια του ν’ αντηχούν στ’ αυτιά μας: «H ζωή δεν μετριέται με χρόνια. Ο άνθρωπος όσο ζει πρέπει να δημιουργεί και να μη φοβάται».

Ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.