Με την υποτροπή της COVID-19 μέσα στο κατακαλόκαιρο σε παγκόσμια κλίμακα και με τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας να γίνονται δυσβάσταχτες, ενισχύεται η αδημονία, τόσο των πολιτικών ηγετών όσο και της κοινής γνώμης, για το λυτρωτικό εμβόλιο.

Οι ελπίδες ενισχύθηκαν πρόσφατα με την αισιόδοξη εκτίμηση του πάντα μετρημένου δρος Άντονι Φάουτσι, επικεφαλής της ομάδας των Αμερικανών επιστημόνων που διαχειρίζονται την υγειονομική κρίση, ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο ή Ιανουάριο.

Ήδη υπάρχουν διεθνώς γύρω στα 140 υποψήφια εμβόλια, από τα οποία επτά (από τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Αυστραλία) βρίσκονται στην τρίτη και τελική φάση των κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους.

Ωστόσο, μαζί με την ελπίδα έρχεται και η βάσιμη ανησυχία ότι η βιασύνη αρκετών πολιτικών ηγετών –για εσωτερική κατανάλωση ή για το διεθνές γόητρο της χώρας τους– μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτες εκπτώσεις στο πεδίο των ελέγχων, με απρόβλεπτες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Τον περασμένο Απρίλιο, ενώ οι Αρχές της Νέας Υόρκης δεν προλάβαιναν να στοιβάζουν τους νεκρούς της COVID-19 σε ομαδικούς τάφους, το υπουργείο Υγείας εγκαινίασε την «Επιχείρηση Ταχύτητα Στημονιού», μια μεγάλη κοινοπραξία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με στόχο να είναι διαθέσιμο για όλο τον πληθυσμό το ποθητό εμβόλιο μέχρι τον Οκτώβριο.

Οι καχύποπτοι παρατήρησαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ βολικό για τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς θα έπεφτε πάνω στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.

Σήμερα, ο χρονικός ορίζοντας έχει μετατεθεί κατά δύο έως τρεις μήνες, αν και ορισμένοι δεν αποκλείουν να διατεθούν πριν από τις εκλογές κάποιες πρώτες δόσεις εμβολίων στις πιο εκτεθειμένες ομάδες, όπως σε γιατρούς και νοσηλευτές.

Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην τελική φάση των κλινικών δοκιμών τα υποψήφια εμβόλια της εταιρείας Moderna και της κοινοπραξίας της Pfizer με τη γερμανική BioNTech.

Το ίδιο συμβαίνει με το πειραματικό εμβόλιο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το οποίο παρασκευάστηκε σε συνεργασία με την εταιρεία AstraZeneca και δοκιμάζεται σε Βρετανία, Βραζιλία και Νότια Αφρική. Στην πρωτοπορία των ερευνών βρίσκεται και η Κίνα, με δύο εμβόλια, των εταιρειών Sinovac και Sinopharm, στην τελική φάση των ερευνών.

Δυσπιστία στις τάξεις των επιστημόνων προκαλούν οι σημερινές ανακοινώσεις της Μόσχας, οι αρχές της οποίας ενέκριναν εμβόλιο για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Κεντρικό επιχείρημα της επιστημονικής κοινότητας ότι χωρίς πλήρη πειραματικά δεδομένα, το εμβόλιο είναι δύσκολο να περιβληθεί από εμπιστοσύνη.

Σκοπεύοντας να κόψει πρώτη το νήμα στην παγκόσμια κούρσα για την ανάπτυξη εμβολίου, η Ρωσία δεν έχει ολοκληρώσει τις μεγάλης κλίμακος δοκιμές, οι οποίες θα έδειχναν κατά πόσον το εμβόλιο παράγει αποτελέσματα – κάτι που μερίδα ανοσολόγων και ειδικοί επί των μολυσματικών ασθενειών χαρακτηρίζουν ως ριψοκίνδυνο βήμα.

«Αυτό που στην ουσία πράττει η Ρωσία είναι ένα πείραμα επί μεγάλου πληθυσμού», δηλώνει η Ayfer Ali, ειδικός επί της φαρμακευτικής έρευνας στο Business School του βρετανικού πανεπιστημίου Γουόρικ.

Η ίδια εκφράζει ανησυχία για την τάχιστη διαδικασία έγκρισης καθώς θα μπορούσε να σημαίνει ότι και πιθανά αντίθετα αποτελέσματα του εμβολίου δεν έχουν συνυπολογιστεί.

Από την πλευρά του ο Francois Balloux, του Γενετικού Ινστιτούτου του University College London (UCL) λέει ότι πρόκειται για μία «παράτολμη και ανόητη απόφαση».

«Mαζικός εμβολισμός με ένα ελλιπώς ελεγμένο εμβόλιο είναι ανήθικος. Κάθε πιθανό πρόβλημα στην καμπάνια του ρωσικού εμβολίου θα μπορούσε να είναι καταστροφικό τόσο λόγω των αρνητικών συνεπειών του στην υγεία όσο και επειδή θα ανέστελλε την εμπιστοσύνη του πληθυσμού στον εμβολιασμό».

Με τα σχόλιά του συμφωνεί και ο Danny Altmann, καθηγητής Ανοσολογίας στο Imperial College του Λονδίνου: «Η παράπλευρη απώλεια που θα προκαλούσε η ανάπτυξη ενός εμβολίου που δεν είναι ακόμα βεβαιωμένα ασφαλές και αποτελεσματικό θα επιδείνωνε τα υφιστάμενα προβλήματα σε ανυπέρβλητο βαθμό».

Και ενώ η Ρωσία θριαμβολογεί, τουλάχιστον πέντε φαρμακευτικές εταιρίες σε όλον τον κόσμο βρίσκονται σε στάδιο διεξαγωγής μεγάλης κλίμακας και εξελιγμένων δοκιμών σε ανθρώπους. Οι περισσότερες από αυτές δηλώνουν ότι θα ξέρουν εάν τα εμβόλιά τους παράγουν αποτέλεσμα στα τέλη του έτους.

Όλες τους αναμένεται να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματά τους και τα δεδομένα ασφαλείας στους αρμόδιους οργανισμούς, στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού ώστε να μπουν στο μικροσκόπιο προτού εκδοθεί τελικά η άδεια.

Αντιθέτως, η έγκριση του ρωσικού εμβολίου από το εγχώριο υπουργείο Υγείας επισυμβαίνει χωρίς να έχουν υπάρξει ευρείας κλίμακας ανθρώπινες δοκιμές, που συνήθως εμπλέκουν χιλιάδες εθελοντές, στην λεγόμενη Φάση 3.

Τέτοιες δοκιμές θεωρούνται ουσιώδεις πρόδρομοι για ένα εμβόλιο προκειμένου να διασφαλίσει τις εγκρίσεις.

Ο Peter Kremsner, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Τούμπινγκεν στη Γερμανία χαρακτηρίζει και αυτός παράτολμη την ρωσική κίνηση και προσθέτει:

«Φυσιολογικά, χρειάζεσαι δοκιμές σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων προτού εγκρίνεις ένα εμβόλιο. Νομίζω πως είναι παράτολμο να προχωρήσει σε αυτό χωρίς να έχεις δοκιμάσει σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Οι ειδήμονες λένε ότι η έλλειψη δημοσιευμένων δεδομένων για το ρωσικό εμβόλιο, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου παρασκευής του αλλά, των λεπτομερειών ασφαλείας του, και του κατά πόσον μπορεί να αποτρέψει τη μόλυνση από τον COVID-19, αφήνει τους επιστήμονες, τις αρχές υγείας, αλλά και το κοινό στο σκοτάδι.

«Δεν είναι δυνατόν να μάθουμε εάν το ρωσικό εμβόλιο έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό χωρίς να έχουν υποβληθεί οι επιστημονικές μελέτες για ανάλυση», εκτιμά, τέλος, ο Keith Neal, επιδημιολόγος του πανεπιστημίου του Nottingham.