Ο Σοφοκλής γεννήθηκε το 496 π.Χ. στον Κολωνό, έναν από τους δήμους της αρχαίας Αθήνας, όπου έζησε όλα τα χρόνια της μακρόχρονης ζωής του. Αγαπούσε πολύ την πόλη του και τους κατοίκους της, και οι Αθηναίοι του ανταπέδιδαν αυτήν την αγάπη με το παραπάνω.

Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια της Αθήνας, και έτσι είχε τη δυνατότητα πλατιάς παιδείας. Δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα, παρά μόνο όταν αυτό επιβαλλόταν από τα αξιώματά του. Οι πηγές τον χαρακτηρίζουν φιλαθήναιον, χαρακτηριστικό που δείχνει την αγάπη του για τη γενέτειρά του.

Ταλαντούχος καθώς ήταν, αλλά και με εντυπωσιακό παράστημα, μετά την νικηφόρο ναυμαχία των Αθηναίων κατά των Περσών στην Σαλαμίνα τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., οι συμπατριώτες του τον είχαν επιλέξει να γίνει ο κορυφαίος του χορού των εφήβων, στις δημόσιες τελετές για τον εορτασμό της νίκης.

Άνθρωπος θεοσεβής και ευαίσθητος, αγαπήθηκε και τιμήθηκε από τους συμπολίτες του. Ο Σοφοκλής συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, και για τον λόγο αυτόν τιμήθηκε από τους Αθηναίους, οι οποίοι ύστερα από την παρουσίαση της τραγωδίας του «Αντιγόνη» τον εξέλεξαν στρατηγό στον πόλεμο κατά των Σαμίων την περίοδο 441 – 439 π.Χ.

Ανάμεσα στα πολιτικά αξιώματά του περιλαμβάνονται και οι πολυάριθμες «πρεσβείες», στις οποίες είχε λάβει μέρος ως λαοπρόβλητος εκπρόσωπος της πατρίδας του προς άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Η Αγγελική Πανωφοροπούλου στο βιβλίο της «Σοφοκλή Αντιγόνη», Αθήνα 1995, για τον Σοφοκλή μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα:

«Ο Σοφοκλής ομολογείται πως υπήρξε ωραίος σωματικά και πλούσιος εσωτερικά από χαρίσματα, που τον έκαναν αγαπητό στην πόλη του. Και εξαιτίας της εύπορης οικονομικής του κατάστασης, αλλά και από την όλη του εμφάνιση και πνευματική του καλλιέργεια, συναναστρεφόταν με τους πιο σπουδαίους της εποχής του, ενώ δεν έπαυε να είναι αγαπητός και παραδεχτός από τους πολλούς. Ήταν συμπότης στα συμπόσια με τον Περικλή, ενώ συνδεόταν με φιλία με τον Ηρόδοτο, του οποίου, καθώς φαίνεται από διάφορα χωρία, είχε διαβάσει την ιστορία του».

Από την πρώτη του συμμετοχή στους δραματικούς αγώνες το 468 π.Χ., σε ηλικία 28 χρόνων, πήρε το πρώτο βραβείο, με αντίπαλο τον Αισχύλο. Στα επόμενα χρόνια πήρε 24 πρώτες νίκες. Στους δραματικούς αγώνες κέρδισε περισσότερες νίκες από τον Αισχύλο και από τον νεότερό του Ευριπίδη. Στους αγώνες που είχε πάρει μέρος οι κριτές του απένειμαν το πρώτο ή το δεύτερο βραβείο. Αυτό αποτελεί αναμφισβήτητη ένδειξη της απήχησης που είχαν τα έργα του.

Ο Σοφοκλής έγραψε γύρω στα 120 έργα, από τα οποία σώζονται ακέραιες 7 τραγωδίες, και αποσπασματικά ένα σατυρικό δράμα. Με τα έργα του εισήγαγε πολλές καινοτομίες στο θέατρο. Μεταξύ άλλων, αύξησε τα μέλη του χορού σε 15, τα οποία είχε χωρίσει σε δύο μέρη, με 7 μέλη το καθένα, και τον κορυφαίο, ενώ παράλληλα εισήγαγε και τρίτο υποκριτή.

Την τραγωδία την διδάχθηκε από τα έργα του Αισχύλου, τον οποίο νίκησε με την πρώτη του εμφάνιση σαν δραματικός ποιητής στον αγώνα του 468 π.Χ., με την τετραλογία του «Τριπτόλεμος». Επί δέκα έτη οι δύο αυτοί μεγάλοι τραγικοί κυριαρχούσαν στο θέατρο.

Πηγή των δραματικών έργων του Σοφοκλή, όπως και όλων των τραγικών ποιητών, ήταν οι αρχαίοι μύθοι, τους οποίους προσάρμοζε με τέτοιον τρόπο ώστε οι ήρωές του να παρουσιάζονται εξανθρωπισμένοι.

Ο Σοφοκλής εισήγαγε στην δραματική τέχνη πολλές καινοτομίες, και στα έργα του ενώ οι θεοί προβάλλονται να έχουν την δύναμη να ρυθμίζουν την ανθρώπινη μοίρα, οι άνθρωποι αφήνονται ελεύθεροι να κάνουν τις επιλογές τους, έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους, και να υποστούν τις συνέπειες των πράξεών τους.

Στα πρώτα έργα του Σοφοκλή κυριαρχεί η διαπίστωση ότι η άνευ όρων δράση του ατόμου έχει μεν πλεονεκτήματα, όμως η συμβίωση είναι δυνατή μόνον όταν η δράση περιορίζεται σε βαθμό που δεν επηρεάζει αρνητικά τους άλλους. Σε αυτό πίστευε πως συνέβαλλαν και οι νόμοι της πολιτείας.

H γλώσσα που χρησιμοποιούσε χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, ακριβολογία, λεπτότητα και παντελή σχεδόν απουσία ρητορικού τόνου, και για την γλυκύτητά της οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν «μέλιτταν».

Όταν το 406 π.Χ. στην Αθήνα, λίγο πριν από τα Μεγάλα Διονύσια, έφτασε η αναγγελία του θανάτου του τραγικού ποιητή Ευριπίδη, ο οποίος είχε πάει για ένα διάστημα στην Πέλλα της Μακεδονίας, λέγεται ότι ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στους δραματικούς αγώνες ντυμένος με πένθιμη στολή, και ότι παρουσίασε τον χορό και τους ηθοποιούς χωρίς στεφάνια. Αυτό δείχνει την μεγαλοψυχία του, δεδομένου ότι στους δραματικούς αγώνες ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής ήταν ανταγωνιστές για πολλά χρόνια.

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ

Ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», Αθήνα 1964, μεταξύ άλλων γράφει τα ακόλουθα για το δραματικό έργο του Σοφοκλή:

«Ο Σοφοκλής συντέλεσε πολύ ώστε να προαχθεί η τραγωδία σαν σκηνικό γεγονός. Έδωσε στην τραγωδία καθ’ εαυτήν κίνηση και δράση, προσπάθησε να τονίσει την αυτονομία των προσώπων, έστρεψε την προσοχή από την εξέλιξη του μύθου στη ζωή των προσώπων.

Έδωκε ένα ζωντανό περιεχόμενο στους προλόγους, τους έκαμε ν’ αποτελούν κυριολεκτικά την πρώτη πράξη του δράματος. Μεταχειρίσθηκε αριστοτεχνικά την τραγική ειρωνεία και την περιπέτεια. Τοποθέτησε την πράξη σε μια ατμόσφαιρα παθητικότητας, γλυκύτητας και αρμονίας. Σαν σκηνοθέτης εισήγαγε τη σκηνογραφία, με την οποία έγινε δυνατή η τοποθέτηση της δράσεως. Χειραφέτησε το δράμα από το χορό, ο οποίος γίνεται τώρα ολιγότερο ενεργό πρόσωπο».

Ο Βάλτερ Κραντς στο βιβλίο του «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» μεταξύ άλλων αναφέρει τα ακόλουθα για τα έργα του Σοφοκλή:

«Οι άνθρωποι στα έργα του Σοφοκλή δεν είναι χαρακτήρες με την έννοια της δικής μας ψυχολογίας, δεν είναι ψυχικά όντα επιδέξια συνταιριασμένα από σκόρπια χαρακτηριστικά σε αξιοθαύμαστες ίσως ατομικότητες, είναι πλασμένοι από ένα βασικό χαρακτηριστικό, υψώνονται σε μνημειώδη και ακατάλυτη από το χρόνο μορφή, η ζωή τους αναβρύζει πλούσια και γεμάτη από μια πηγή, με τρόπο πάντα δυνατό, μα και πάντα διαφορετικό, ανάλογα με το σπέρμα, που ο Σοφοκλής το ονομάζει φύση».

Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους». Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου, και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων.

Ο Χορός, για τον οποίο ο Σοφοκλής είχε γράψει μελέτη σε πεζό, στα έργα του υπηρετούσε την τραγική ιδέα, καθώς συγκέντρωνε μέσα στο δικό του τραγούδι τα δικά του συναισθήματα, ή έδινε σε αυτά την κατεύθυνση που ήθελε ο Σοφοκλής.

Το κάθε έργο του Σοφοκλή είναι αυθύπαρκτο, με τις δικές του καταστάσεις, το δικό του σχέδιο, και τις δικές του λεπτές παραλλαγές πάνω σε κοινά θέματα.

Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου, αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη.

Το έργο του Σοφοκλή, μορφή και περιεχόμενο, εκφράζει γενικότερα το κλασικό πνεύμα στις καλύτερες στιγμές του. Ο Σοφοκλής από τη μια συντηρεί και προασπίζει, ενώ από την άλλη προάγει και ανανεώνει, την παράδοση. Ξεκινά από συντηρητικές θέσεις, υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις βουλήσεις των θεών, και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την προτεραιότητα των θεϊκών νόμων απέναντι στους ανθρώπινους.

Ωστόσο, σταδιακά ο Σοφοκλής παραμέρισε τους θεολογικούς προβληματισμούς για να προσεγγίσει, όπως ολόκληρη η εποχή του, τον άνθρωπο: οι χαρακτήρες του είναι διαφοροποιημένοι, και στα δράματά του κάθε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο και υπεύθυνο άτομο.

Το κύκνειο άσμα του Σοφοκλή, και επάξιο επιστέγασμα μιας μακρόχρονης ποιητικής πορείας, είναι ο Οιδίπους επί Κολωνώ, που παραστάθηκε στο θέατρο του Διονύσου με αναμενόμενη θριαμβική επιτυχία μετά το θάνατό του.
Στους δραματικούς αγώνες είχε κερδίσει περισσότερες νίκες από τους δύο άλλους μεγάλους τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη.

Οι 7 σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή είναι οι ακόλουθες:

*Αίας
*Αντιγόνη
*Τραχίνιαι
*Οιδίπους Τύραννος
*Ηλέκτρα
*Φιλοκτήτης
*Οιδίπους επί Κολωνώ