Γράφοντας αυτές τις ιστορίες των ζωών της μητέρας μου, της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, αναδείχθηκαν οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν αυτές οι δυνατές γυναίκες.

Και οι τρεις γενιές επέδειξαν αδάμαστο πνεύμα. Έχοντας να αντιμετωπίσουν αντιξοότητες, την απουσία γιου, συζύγου και πατέρα, δεν κατέρρευσαν, αντίθετα κατέκτησαν.

Σήμερα, διδάσκουμε αυτές τις ικανότητες αντοχής, τότε τις εξασκούσαν.

Ήταν προνόμιο και τιμή να μοιραστώ τις ιστορίες των προγόνων μου, των γυναικών στη ζωή μου, οι οποίες έστρωσαν το δρόμο για εμένα, τις κόρες μου και τις επόμενες γενιές.

Φώτο: Supplied

Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει∙
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σου δώσει η Ιθάκη.

                                                        Κ.Π. Καβάφης

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗ ΡΑΖΟΥ  

Μια χειμωνιάτικη, παγερή ημέρα τον Δεκέμβριο του 1938, σε ένα μικρό χωριό, τον Άγιο Ιωάννη, ένα κοριτσάκι έφτασε στον κόσμο.

Αυτό το παιδί γεννήθηκε στο σπίτι των παππούδων της περιτριγυρισμένη από γυναίκες: τη μητέρα της Σπυριδούλα, τη γιαγιά Φώτω, την αδελφή Φωτουλά και τη θεία Χρυσούλα.

Το νεογέννητο παιδί επρόκειτο να κληρονομήσει το όνομα της γιαγιάς της από την πλευρά της μητέρας της, Ελένη.

Λόγω της παγωνιάς η βάπτιση του μικρού μωρού, με τα καστανά μαλλιά, τελέστηκε στο σπίτι της οικογένειας.

Ο ιερέας έφτασε, η κολυμπήθρα προετοιμάστηκε με χλιαρό νερό και ο νονός, που είχε ταξιδέψει από την Κεφαλλονιά, έστεκε περήφανα έτοιμος να εκτελέσει το καθήκον του.

Όπως συνηθιζόταν, οι γυναίκες κρύφτηκαν στο σπίτι και μόνο οι άνδρες μυήθηκαν στην τελετή.

Ο αδελφός του βρέφους, Αθανάσιος, πάντα παρών κοιτάζοντας επίμονα στην κολυμπήθρα μαζί με μερικούς άνδρες από το χωριό.

Ο ιερέας απαλά σήκωσε το βρέφος στον αέρα ψάλλοντας τον τελετουργικό στίχο «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού», καλώντας τον νονό να ανακοινώσει το όνομα.

Αντί να δηλώσει το όνομα Ελένη, αναφώνησε δυνατά, «Φρειδερίκη».

Φώτο: Supplied

Συγκλονισμένες ακούγοντας αυτό το όνομα, οι γυναίκες όλες έτρεξαν έξω από τα μικροσκοπικά δωμάτιά τους και άρχισαν να αμφισβητούν το νονό.

Αυτός αγανακτισμένος διακήρυξε ότι αυτός ήταν ο νονός και αυτός θα αποφάσιζε το όνομα για το νεαρό παιδί: Το όνομα της βασίλισσας της Ελλάδος, δήλωσε.

Από εκείνη την ημέρα, αυτό το παιδί απαντούσε στο νέο της όνομα, Φρειδερίκη.

Μέχρι την ηλικία των τριών ετών, η Φρειδερίκη απολάμβανε την ξέγνοιαστη παιδική της ηλικία περιτριγυρισμένη από θάλασσα και βραχώδη βουνά σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον κοινότητας. Την περιστοίχιζε η αγάπη της μητέρας, της γιαγιάς και των αδελφών της.

Στα τρίτα γενέθλιά της, η Φρειδερίκη πολύ μικρή για να συνειδητοποιήσει την κατάσταση, έχασε τη συνεχή συντροφιά των αδελφών της, Θανάση και Φωτούλα και το πιο σημαντικό, την αγκαλιά αγάπης τη μητέρας της, Σπυριδούλας.

Η Σπυριδούλα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι στο χωριό Καλύβια, υπό το βάρος οικονομικών περιορισμών…

Κατά καιρούς, περπατούσε στον μακρύ, βραχώδη δρόμο από τα Καλύβια μέχρι τον Άγιο Ιωάννη για να παραδώσει τρόφιμα και ρούχα, αλλά κυρίως για να διατηρήσει το δεσμό της με το μικρότερο παιδί της.

Καθώς η Φρειδερίκη μεγάλωνε στη μικρή κοινότητα του Αγίου Ιωάννη άρχισε να σχηματίζει φιλίες με τα παιδιά της γειτονικής οικογένειας Δελαπόρτα, αλλά και την πιο κοντινή παιδική της φίλη, τη Σοφία.

Η Φρειδερίκη, αριστερά, με τη φίλη της Σοφία και την αδερφή της Φωτούλα, ανάμεσα σε άλλα παιδιά. Φώτο: Supplied

Η Φρειδερίκη ήξερε από μικρή ηλικία ότι ο πατέρα της Παναγιώτης Μωραΐτης ζούσε σε μία χώρα πολύ μακριά από τον ήρεμο και ειρηνικό Άγιο Γιάννη.

Σε πολλές περιστάσεις η γιαγιά της Φώτω, θα καθόταν μαζί τις για να μοιραστεί μνήμες του ανθρώπου που η Φρειδερίκη αποκαλούσε «πατέρα».

Φωτογραφίες του Παναγιώτη περήφανα επιδεικνύονταν στο οικογενειακό σπίτι διασφαλίζοντας πως η Φρειδερική και η μητέρα του, Φώτω, θα τον διατηρήσουν κοντά και ζωντανό στη μνήμη τους…

Αποσπάσματα των επιχειρηματικών του περιπετειών αποκαλύπτονταν στα γράμματά του, τα οποία η Φρειδερίκη περίμενε με ανυπομονησία.

Φανταζόταν έναν ψηλό, δυνατό, μελαχρινό άντρα ως τον πατέρα της, τον σωτήρα της, τον προστάτη της.

Κάθε μέρα έπρεπε να περπατήσει, μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς, στο σχολείο της Λεύκης.

Απομνημόνευε ποιήματα από σχολικές εκδηλώσεις και έπαιζε στην αυλή χαρούμενα γνωρίζοντας ότι μία μέρα θα ταξίδευε σε μία μακρινή χώρα με υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον, κοντά σε έναν πατέρα που αναγνώριζε μόνο από τις φωτογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους και από αμέτρητες ιστορίες που λέγονταν στο σπίτι της οικογένειας.

Το 1953, ενώ η Φρειδερίκη κολυμπούσε στην παραλία Κέδρος με τη Σόφια, παρατήρησαν τα κύματα να συντρίβονται, να γίνονται άγρια και τραχιά και καθώς κοίταξαν προς τα σπίτια του χωριού, συνειδητοποίησαν ότι ένας σεισμός προκάλεσε καταστροφή. Και τι καταστροφή!

Τα νεαρά κορίτσια έτρεξαν μανιωδώς προς τα σπίτια τους, ουρλιάζοντας με απόλυτο φόβο και πανικό, καθώς είδαν την καταστροφή που περιέβαλε το μικρό χωριό τους.

Μόλις έφτασαν βιαστικά στην κορυφή του βραχώδους και δύσβατου μονοπατιού, η ανακάλυψη των κατακερματισμένων ερειπίων που κείτονταν στο έδαφος τους κατέκλυσε.

Φώτο: Supplied

Η Φρειδερίκη έκλαψε, μη μπορώντας να πιστέψει τι είχε γίνει και μέσα της ήλπιζε να τη σώσει ο πατέρας της που απουσίαζε. Να έρθει να βοηθήσει τη φτωχή γιαγιά της Φώτω, η οποία είχε υποστεί το τεράστιο βάρος να μεγαλώσει την Φρειδερίκη μαζί με την ευθύνη του οικογενειακού σπιτιού και των χωραφιών.

Εκείνη την ημέρα, η Φρειδερίκη ενώθηκε με τη μητέρα της Σπυριδούλα και τα αδέλφια της μαζί με τη γιαγιά της Φώτω στον Σταυρό για να ξεφύγουν από την καταστροφή και να βάλουν μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους.

Εκείνη τη χρονιά, η Φρειδερίκη γνώρισε εκ νέου την αφοσιωμένη μητέρα και τα αδέλφια της.

Κατά τη διάρκεια μιας σχολικής συναυλίας το 1954, καθώς ο Φρειδερίκη απήγγειλε το ποίημα «Οι ξενιτεμένοι που γυρίσανε», ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας εμφανίστηκε στη γεμάτη κόσμο τάξη του σχολείου της Λεύκης.

Ο Παναγιώτης, ακούγοντας τη φωνή της κόρης του, την αναγνώρισε αμέσως ως δική του κόρη, μια κόρη που δεν είχε ποτέ κοιτάξει μέχρι τη στιγμή αυτή.

Το κοινό, πλημμυρισμένο με συναισθήματα, παρακολούθησε τη σκηνή αυτή και είδε μια συγκινητική και σπαραχτική επανένωση μεταξύ πατέρα και κόρης.

Στην αρχή, η Φρειδερίκη, ένιωθε απομακρυσμένη από τον πατέρα της, δεν έμοιαζε με την εικόνα που είχε δημιουργήσει στο μυαλό και τη φαντασία της.

Στην πραγματικότητα, ο πατέρας της εμφανίστηκε πολύ μεγαλύτερος και πιο κοντός από τις φωτογραφίες που είχε.

Ο Παναγιώτης προσπάθησε να πλησιάσει την κόρη του με αγάπη, τρυφερότητα και στοργή, αλλά η Φρειδερίκη αισθάνθηκε άβολα, καθώς δεν ήταν πολύ συνηθισμένη σε οποιονδήποτε άντρα στο σπίτι της.

Φώτο: Supplied

Αρχικά απέφυγε την επαφή με τα μάτια και την εγγύτητά του.

Ο Παναγιώτης αποφάσισε να πάει τις δύο κόρες του σε ένα ταξίδι στην Αθήνα για να τις γνωρίσει καλύτερα.

Αυτή τη φορά, θαυμάζοντας τα αρχαία μνημεία, τρώγοντας σε εστιατόρια και κάνοντας ψώνια στους δρόμους της Αθήνας, αργά διαλύθηκαν τα κομμάτια της αβεβαιότητας και τα χρόνια που χάθηκαν.

Σταδιακά άρχισε να αναπτύσσεται μια εγγύτητα μεταξύ πατέρα και κόρης.

Μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, 14 χρόνια, ο Παναγιώτης ήταν έτοιμος να μεταφέρει την οικογένειά του στη Μελβούρνη, για να ξεκινήσει μια νέα ζωή, ένα νέο κεφάλαιο ως πλήρη και ολοκληρωμένη οικογένεια.

Η ημέρα έφτασε για να επιβιβαστούν στο πλοίο, το Fairsea για το ταξίδι 30 ημερών με προορισμό την Αυστραλία.

Ο Παναγιώτης είχε αγοράσει το σπίτι της οικογένειας στο Caulfield, κρεβάτια για τα παιδιά του, ρούχα και όλα τα απαραίτητα που τους περίμεναν εκεί.

Με την πάροδο των ετών, ο Παναγιώτης και η Φρειδερίκη ανέπτυξαν έναν στενό και βαθύτατο δεσμό που ακόμη και τα 14 χρόνια απουσίας δεν μπορούσαν να ακυρώσουν.

Πέρασαν μαζί πολλά αξέχαστα και ευτυχισμένα χρόνια με το σύζυγό της Φρειδερίκης, Λούις και τα παιδιά τους.

Ο Παναγιώτης, με τη σύζυγο του Σπυριδούλα, είχαν την ευκαιρία αργότερα στη ζωή τους να ταξιδέψουν ανά τον κόσμο, επισκεπτόμενοι το Μεξικό και την Ευρώπη.

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, έστειλε πολλά στοχαστικά και στοργικά γράμματα στην αγαπημένη του κόρη, Φρειδερίκη, εξιστορούμενος τις συναρπαστικές του περιπέτειες.

Σήμερα, η Φρειδερίκη διατηρεί μια συνηθισμένη τσάντα που περιέχει αυτές τις εξαιρετικές επιστολές από τον αγαπημένο της πατέρα, του «Mr Morris».