ΤΟΝ Δημήτρη Κατσούλη είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω προσωπικά τα τρία χρόνια (2008-2010) όπου διέμεινα στη Μελβούρνη για να πραγματοποιήσω την επιτόπια έρευνα για την διδακτορική μου διατριβή. Όταν μιλούσε για το θέατρο, τις παραστάσεις του, την οικογένειά του, τα μάτια του έλαμπαν, το πρόσωπό του φωτιζόταν και η κούραση της ηλικίας του σχεδόν εξαφανιζόταν.

Ο εύθραυστος Δημήτρης έδινε την θέση του στον δυναμικό, άοκνο εργάτη του θεάτρου κάθε φορά που μου διηγούνταν τις εμπειρίες του με θρύλους του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Ζωντάνευαν όλοι μπροστά του. Η ελληνική παροικία της Μελβούρνης, τρία χρόνια χωρίς τον Δημήτρη Κατσούλη, φαντάζει φτωχότερη.

Το έργο του όμως και η γενναιόδωρη πολιτιστική του κληρονομιά, πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, παραμένει η ζωντανή και έμπρακτη απόδειξη της σημαντικής προσφοράς του στην διατήρηση και μετάδοση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.

Ο Δημήτρης Κατσούλης είναι ο επίσημος Καραγκιοζοπαίχτης της Μελβούρνης, αφού είναι ο πρώτος που με τις δικές του χειροποίητες φιγούρες (οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο «Μουσείο της Μετανάστευσης» – Immigration Museum), ψυχαγωγεί μαζί με τα παιδιά του Τίνα και Γιάννη ως βοηθούς του, τους Έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους σε χώρους όπου δραστηριοποιούνται πολιτισμικά και σε φεστιβάλ για να κάνει γνωστό τον «Καραγκιόζη» στην πολυεθνική Αυστραλία.

Ο Δημήτρης Κατσούλης γεννήθηκε το 1925 στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Στην ηλικία των δύο του χρόνων, η οικογένειά του μετανάστευσε στο Αγρίνιο όπου εκεί ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές. Από την ηλικία των δέκα χρόνων άρχισε να εργάζεται τα βράδια στο κινηματοθέατρο της πόλης. Τους θερινούς μήνες εργάζεται στην καθαριότητα, στα καπνοτόπια, σε αλωνιστικές μηχανές και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες.

Ο καραγκιοζοπαίκτης Βασίλαρος, ο οποίος πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του περιοδεύοντας στην ελληνική επαρχία, με κέντρο εξορμήσεών του την Πάτρα, αρχικά τον χρησιμοποίησε σε διάφορα πόστα στις παραστάσεις του και αργότερα τον ενέταξε στη δύναμη των βοηθών του. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μετανάστευσε στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε.

Φώτο: Αντώνης Μπαξεβανίδης

Το 1951 δημιούργησε το «Παιδικό Θέατρο Αθηνών» με τον Γιώργο Δρόση, φιλόλογο, αριστερό, ο οποίος έγραφε τα έργα. «Δυστυχώς, λόγω των πολιτικών μας θέσεων δεν υποστηριχτήκαμε» είπε ο Κατσούλης. Στην Αθήνα εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ως αποθηκάριος, ενώ τα βράδια σπούδαζε σε σχολή Κινηματογράφου. Στη συνέχεια φοίτησε για ένα τετράμηνο στη σχολή του Σταυράκου, παίρνοιντας μαθήματα σκηνοθεσίας, όπου παρακολούθησε υποκριτική με τον Καρόλο Κουν και αυτοσχεδιασμό με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο τμήμα των ηθοποιών. Οικονομικοί λόγοι, όμως, τον ανάγκασαν να διακόψει. Στη σχολή του Κουν, φοίτησε μαζί με τους ηθοποιούς Πέτρο Φυσσούν, Κώστα Καζάκο και Θόδωρο Κατσαδράμη.

Ο Κατσούλης, από το 1953 έως το 1956 περιόδευσε με τον θίασο των Γιάννη και Μίρκας Καλατζοπούλου. Το 1956 γνώρισε τον Πέλλο Κατσέλη, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής Σπουδών της Σχολής Σταυράκου όπου και φοίτησε τα δύο πρώτα χρόνια. Το 1958 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην τότε νεοϊδρυθείσα Δραματική Σχολή του Πέλλου Κατσέλη. Επαγγελματίας ηθοποιός πια, «κάτοχος της Γενικής Αδείας», όπως λέει ο ίδιος στη συνέντευξή του, υπηρετεί το θέατρο. Εργάστηκε για έξι χρόνια στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του αείμνηστου θεατράνθρωπου Μάνου Κατράκη. Επίσης, συνεργάστηκε με τους θιάσους Κώστα Χατζηχρήστου, Βίλμας Κύρου και «Αυλαία».

Στον κινηματογράφο και την τηλεόραση συμμετείχε ως τεχνικός και ηθοποιός σε περισσότερες από 200 ταινίες, σε ελληνικές και ξένες παραγωγές.

Μετά από μια σημαντική καριέρα στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους αποφασίζει να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά του στη Μελβούρνη το 1974.

Η σταδιοδρομία του στο Θέατρο Σκιών είχε αρχίσει ήδη από τον καιρό της Κατοχής παίζοντας καραγκιόζη, αφού είχε μπολιαστεί με το πάθος των περαστικών θεατρικών μπουλουκιών και τους καραγκιοζοπαίκτες που φιλοξενούσε στο σπίτι του στη Ναύπακτο.

Ο Κατσούλης είναι ο πρωτεργάτης του Θεάτρου Σκιών στη Μελβούρνη. Το 1983 τα πολιτειακά Υπουργεία Παιδείας Βικτώριας και Νέας Νότιας Ουαλίας εκδίδουν το βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης Μετανάστης» με εικονογράφηση του Γιώργου Μιχελακάκη, στη σειρά Greek Curriculum Project, Victoria Department of Education, Melbourne 1984. Το βιβλίο διδάσκεται ακόμη και σήμερα στα ελληνικά και αυστραλιανά σχολεία της Βικτώριας, όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα.

 

Φώτο: Supplied

Μέσα από τα κείμενά του, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες, καθώς και τις σχέσεις και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς με τα παιδιά τους στο θέμα της εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας αφού αυτά ζουν και μεγαλώνουν στην Αυστραλία. Ο Κατσούλης, άλλωστε, τα γνωρίζει από πρώτο χέρι, αφού και ο ίδιος είναι μετανάστης. Στο βιβλίο του ο συγγραφέας «καταπιάνεται με προβλήματα της καθημερινότητας. Διαφωνεί με τα παιδιά και τη γυναίκα του, σατιρίζει και ειρωνεύεται το κοινωνικό σύστημα, την υστεροβουλία και την πονηριά, εξαίρει το ρωμαίικο κέφι, ανακατεύεται με την τέχνη, το φυσικό περιβάλλον ακόμα και τη διγλωσσία.

Ειδικότερα τα θέματά του είναι: Η Προίκα, οι Μετανάστες, η Γυναίκα, ο Αθλητισμός, η Διγλωσσία, τα Φαγητά, τα Μέσα Ενημέρωσης, το «Πολούσιον» ή η Μόλυνση του Εγκεφάλου, Από την ζωή των μεταναστών, ‘Έλληνες και νόμοι, Θέατρο, Το σύννεφο, Απουσίες, Το «Μίττιγκ», Σπουδές, Ντίσκο, Μεγάλη, Μουσική και Παράδοση, Ρωμαίικο Γλέντι. Στο κείμενο Διγλωσσία, ο Κατσούλης βάζει το κολλητήρι να επαναστατεί εναντίον της «εθνολέκτου» που χρησιμοποιούν οι γονείς του γιατί με το να ελληνοποιούν τις αγγλικές λέξεις, όπως λέει το ίδιο: « …στο τέλος ούτε ελληνικά θα μιλάω, ούτε εγγλέζικα, κατάλαβες;» (σ.12).

Το 1974 ιδρύει το «Παιδικό Θέατρο» στο Richmond. Την ίδια χρονιά, αρχίζει παραστάσεις από το Albert Park High School για να βοηθήσει οικονομικά τον Σύλλογο Ελλήνων Γονέων. Για οκτώ συναπτά χρόνια συνεχίζει με αυτήν τη δραστηριότητά του να ενισχύει Συλλόγους, Σωματεία, Κοινότητες και Σχολεία με σκοπό την προώθηση της ελληνομάθειας και παίρνει μέρος στα κατά καιρούς Πολυεθνικά Πολιτιστικά Φεστιβάλ σε διάφορες πόλεις της Αυστραλίας.

Το 1979 έγραψε και εκφώνησε το μορφωτικό πρόγραμμα «Ακούστε» του ραδιοφωνικού σταθμού ABC που μεταδιδόταν για τους μαθητές των σχολείων.

Το 1981 συμμετέχει με υλικό του Θεάτρου Σκιών σε έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη Βικτώριας. Το 1986 αρχίζει τα εργαστήρια Θεάτρου Σκιών με όλη την εργασία που χρειάζεται για να παιχτεί ένα έργο Καραγκιόζη. Συμμετέχουν σε αυτά φορείς όπως ο Εργατικός Σύνδεσμος «Δημόκριτος» και σχολεία. Παράλληλα, συνεχίζει να κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές πάντοτε με κεντρικό ήρωα τον Καραγκιόζη, από το πρόγραμμα του 3ΕΑ μέχρι το 1987. Το 1989 δίνει διαλέξεις στο Philip Institute με θέμα τη γέννηση και την πορεία του Θεάτρου Σκιών ανά τους αιώνες, με ταυτόχρονη επίδειξη της Ελληνικής Φιγούρας. Την ίδια χρονιά δίνει και διαλέξεις με το ίδιο θέμα και στο Σύλλογο Εκπαιδευτικών Νεοελληνικής Γλώσσας Βικτώριας. Το 1990 συνεχίζει τη στιχουργική του παρουσία στα ελληνόφωνα μέσα ενημέρωσης με επίκαιρα ποιήματα με τον τίτλο: Οι Σκέψεις του Καραγκιόζη.

Παρατίθενται κάποιοι τίτλοι των παραστάσεων που πραγματοποίησε ο Δημήτρης Κατσούλης: «Οι Αρραβώνες του Καραγκιόζη», «Ο Καραγκιόζης Γιατρός», «Ο Καραγκιόζης Υπηρέτης», «Ο Καραγκιόζης και τα Κολλητήρια του λένε τα κάλαντα», «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο Φίδι», «Ο Καραγκιόζης Γραμματικός», «Οι Αρραβώνες του Καραγκιόζη», «Το Ψέμα του Πασά» κ.ά.

Ο Δημήτρης Κατσούλης, επίσης, δηλώνει έντονα την θεατρική του παρουσία στο πλαίσιο της ελληνικής παροικίας με την συγγραφική και σκηνοθετική του δεινότητα: το 1974 παίχτηκε το θεατρικό έργο «Ο σύζυγος ξανασταυρώνεται» των Δ. Κατσούλη και Α. Λιναρδάτου . Το 1977 σκηνοθετεί το πρώτο έργο της «Λαϊκής Σκηνής», «Ένας Βλάκας και Μισός» του Δ. Ψαθά. Το 1980 ανέβασε το θεατρικό έργο «Η Κούνια» του Δημήτρη Μόλλα.

Το 1981 ήταν συνιδρυτής του επαγγελματικού θιάσου ‘Ε.Θ.Α.’ Το 1983 ανέβασε την παράσταση «Αν δουλέψεις θα φας» του Νίκου Τσεκούρα και το 1988 ανέβασε το θεατρικό έργο «Ο Μορμόλης» με τη θεατρική ομάδα Filiki Players. Το 1991 ανέβασε, ως αποχαιρετιστήρια καλλιτεχνική εμφάνισή του, την επιθεώρηση «Μια Παροικία χωρίς Κακία» των Δ. Κατσούλη, Λ. Λαζόπουλου και Γ. Θύσβιου.

  • Το κείμενο αυτό αποτελεί αποσπασμα απο το βιβλιο μου  “Εκατο Χρονια Θεατρο των Ελληνων στην Αυστραλια 1910-2010”,  εκδ. 24grammata, Αθηνα, 2018.