Οταν η Rachel O’ Connor αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη ως τελειόφοιτη πανεπιστημίου, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι θα κατέληγε μετά από μερικά χρόνια να γίνει ‘Ελληνίδα μάνα’.

Τα επεισόδια της ζωής είναι απρόβλεπτα όμως, ειδικά για όσους έχουν μέσα τους το ‘μικρόβιο’ της εξερεύνησης.

“Παρά τη γεωγραφική απομόνωση της Νέας Ζηλανδίας, ή μάλλον λόγω αυτής, ο κόσμος εδώ νιώθει ισχυρή σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο και ταξιδεύουμε πολύ”, εξηγεί στον “Νέο Κόσμο” για την απαρχή ενός ταξιδιού που διήρκησε δεκαετίες.

Σε μια επίσκεψη στην Κρήτη, έμελλε να γνωρίσει τον σύντροφο της, Διονύση.

Μαζί έμειναν για ένα διάστημα στο Λονδίνο, προτού εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσαν τα τρία παιδιά τους, με τη δημιουργία οικογένειας εκεί να της έχει αφήσει γλυκιές αναμνήσεις.

Από το κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν λείπουν τα μικρά δρομάκια όπου συναντά κανείς στοιχεία του παρελθόντος. “Σπίτι μου σπιτάκι μου” το μήνυμα στο γκραφίτι του τοίχου. Φώτο :Flickr/Andreas Lehner

“Ενα από τα πιο όμορφα πράγματα στην ελληνική κοινωνία είναι η αυθεντική αγάπη για τα παιδιά και ο τρόπος που τα καλωσορίζουν παντού”.

Περιγράφει την έκπληξή της βλέποντας μουσάτους μεγαλόσωμους άνδρες που κατέβαιναν από τις μοτοσυκλέτες για να ακουμπήσουν τα πατουσάκια του μωρού της στο καρότσι.

Αλλά και… το θάρρος άγνωστων γιαγιάδων που σταματούσαν να τη μαλώσουν που δεν φορούσε κάλτσες στο παιδί.

Τα παιδιά της οικογένειας μεγάλωσαν δίγλωσσα – απόφαση που δικαίωσε το ζεύγος όταν πριν από περίπου επτά χρόνια μετακόμισαν στη Νέα Ζηλανδία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Διγλωσσία και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού

& Μαμά, τι είμαι τελικά, Ελληνίδα ή Αυστραλή;

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΕΓΙΝΕ ΒΙΒΛΙΟ
Ο βασικός λόγος που τους έσπρωξε να βάλουν σε κοντέινερ τη μέχρι τότε ζωή τους ήταν η κρίση, και η απόφαση όπως για όλους τους ξενιτεμένους ήρθε με κόστος.

“Ημουν απροετοίμαστη για τη λύπη που μου προκάλεσε η φυγή από την Ελλάδα. Νομίζω έκλαιγα κάθε μέρα για δυο μήνες”, εξομολογείται η κ. O’ Connor.

Η συγραφέας Rachel O’Connor. Φώτο: Supplied.

Αλλά επισημαίνει ότι ήταν η σωστή απόφαση για τη δεδομένη στιγμή και δεν μετανιώνουν.

“Ακόμη, μου λείπει η Ελλάδα, και αν οι περιστάσεις ήταν σωστές, θα επέστρεφα χωρίς δεύτερη σκέψη”.

Το ξεκίνημα του νέου κύκλου στη γεννέτειρά της ήταν κάπως παράδοξο.

“Ενιωθα κατά κάποιον τρόπο σαν να είμαι ξένη στον ίδιο μου τον τόπο. Ημουν μακριά για περίπου τρεις δεκαετίες, και μέσα σε αυτά τα χρόνια είχα μεγαλώσει και βρει την ταυτότητά μου. Η Ελλάδα είχε γίνει ένα αγαπημένο κομμάτι του εαυτού μου”, περιγράφει χαρακτηριστικά.

Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Auckland και η επιστροφή στο πανεπιστήμιο για την κ. O’Connor ήταν το “εισιτήριο” για να συνεχίσει τη διδασκαλία.

Από τη Θεσσαλονίκη στο Auckland. Αριστερά, άποψη της Πλατείας Αριστοτέλους με τον Θερμαϊκό κόλπο. Φώτο: Flickr/Ελένη Δελή. Δεξιά, άποψη του Auckland, της πολυπολιτισμικής και πιο πολυπληθούς πόλης της Νέας Ζηλανδίας. Φώτο: Flickr/Pedro Szekely

Επέλεξε ωστόσο να επενδύσει σε σπουδές για ένα ακαλλιέργητο πάθος της, απόφαση που δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη κατάληξη, αφού η διπλωματική της στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Συγγραφής ήταν ένα μυθιστόρημα βασισμένο – πού αλλού – στη Θεσσαλονίκη.

“Η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη ειδικά ήταν ακόμη τόσο φρέσκιες στο μυαλό μου και η αίσθηση νοσταλγίας μου τόσο δυνατή που ενώ έγραφα αισθανόμουν λες και περπατούσα ξανά στους ίδιους οικείους δρόμους με τη φαντασία μου”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Πλάτανος ηλικίας …828 ετών στη Θεσσαλονίκη

Το βιβλίο μάλιστα τράβηξε την προσοχή ελληνικού εκδοτικού οίκου οδηγώντας στην κυκλοφορία του πριν μερικούς μήνες.

Η συγγραφέας αναφέρει με υπηρηφάνεια πως είναι η πρώτη φορά που ο εκδοτικός οίκος αποφασίζει την απευθείας έκδοση ξενόγλωσσου βιβλίου σε μετάφραση πριν καν κυκλοφορήσει στην αγγλική.

ΟΤΑΝ Η ΜΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ… ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΗ
Το μυθιστόρημα “Ψίθυροι της πόλης” μεταφέρει τον αναγνώστη στη Θεσσαλονίκη του 1913, “μια πολυπολιτισμική πόλη που κατοικείται από Σεφαραδίτες Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους” μόλις μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.

Στο προσκήνιο οι ιστορίες τριών γυναικών, μιας ορθόδοξης Ελληνίδας, μιας Σεφαραδίτισσας και μια Ιρλανδής καθολικής νοσοκόμας. Η τελευταία είναι εμπνευσμένη από την ίδια τη γιαγιά της συγγραφέα, αφότου έμαθε ότι είχε υπηρετήσει στο νοσοκομείο της πόλης, με τον βρετανικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο.

“Ερευνώντας, ανακάλυπτα όλο και περισσότερες πτυχές για την ιστορία και διαφορετικότητα της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα και τις τεράστιες αλλαγές που υπέστη λόγω των διαδοχικών πολεμικών συρράξεων. Μέσα από μια νέα και βαθιά προσωπική σύνδεση με το μέρος, συνειδητοποίησα ότι μέσα σε όλη αυτή την ταραχή, η ζωή συνεχιζόταν, ο κόσμος ερωτευόταν[…] ονειρευόταν και σχεδίαζε για το μέλλον […] και ήθελα να γράψω για αυτό, για το πώς η ζωή συνεχίζεται, παρά τις όποιες περιστάσεις”, εξηγεί η συγγραφέας.

Οι πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος αψηφούν τα εμπόδια που θέτει η καταγωγή τους, τα κοινωνικά στερεότυπα και η πολιτική αστάθεια των Βαλκανίων της εποχής για να ακολουθήσουν την πορεία που αυτές επιθυμούν. Και παρά τον ιστορικό χαρακτήρα του βιβλίου, η θεματική της γυναικείας χειραφέτησης παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ, λέει η κ. O’Connor.

Για την ίδια εν τω μεταξύ, η συγγραφή του μυθιστορήματος ήταν σαν “θεραπευτική” διαδικασία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Μετανάστευση και γυναίκες που απόμειναν πίσω: Η ιστορία της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου Μωραΐτη

& Λίζα Κουτσαπλή: Ερευνά με πάθος τη σχέση Ελλάδας-Αυστραλίας μέσω των ANZACs

“Με βοήθησε να συμβιβαστώ με την αναχώρησή μου από την Ελλάδα, αλλά με έφερε και πιο κοντά στη χώρα και επιβεβαίωσε πολλούς από τους λόγους για τους οποίους ανέπτυξα μια βαθιά και δυνατή σύνδεσή μαζί της”.

Πρόκειται για μια σύνδεση που εξακολουθεί να αποτελεί όχι μόνο κομμάτι της ταυτότητάς της αλλά και πηγή έμπνευσης για δημιουργία.

Ως υπότροφος υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Auckland, η κ. O’Connor έχει ξεκινήσει έρευνα στην αποτύπωση της εμπειρίας Νεοζηλανδών στρατιωτών στη Μεσόγειο κατά το Β’ Παγκόσμιο και ιδιαίτερα στη Μάχη της Κρήτης, με ένα σχετικό μυθιστόρημα ήδη στα σκαριά.

“Βλέπεις, η μισή μου καρδιά παραμένει στην Ελλάδα, και έχω βρει έναν τρόπο να την κρατήσω εκεί”.