ΕΧΩ ασχοληθεί πολλές φορές με τους υβριστές του Facebook.

Τελευταία το κακό έχει παραγίνει, ειδικά εν μέσω της πανδημίας, και υποχρεώνομαι να επανέλθω. Και μάλιστα να αναθεωρήσω και κάποιες σκέψεις μου.

Αφορμή τα σχόλια που κάνουν κάποιοι αναγνώστες μας όταν διαφωνούν με αυτά που λένε κάποιοι, με τις αποφάσεις των πολιτικών  αλλά και με την ίδια την εφημερίδα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή και ας επαναλάβουμε μερικές φορές τα ίδια και τα ίδια.

Ναι, μετρώ σε αυτή τη δουλειά  πάνω από 40 χρόνια!

Ναι, στα τόσα χρόνια έχω δει πολλά, έχω ακούσει πολλά, έχω μάθει πολλά, έχω γράψει πολλά…

Ναι, φυσικά και έχω κάνει λάθη. Όπως όλοι μας, άλλωστε.

Και, ναι, πάντα εδώ στο Νέο Κόσμο, όταν γινόταν ένα λάθος ή κάποιος διαφωνούσε με ένα γραπτό, μια άποψη, μια ιδέα, μια προσέγγιση, έκανε αυτό ακριβώς που απαιτεί η στοιχειώδης ευγένεια και η πραγματική δημοκρατία. Μας τηλεφωνούσε και με κόσμιο τρόπο και εποικοδομητικά επιχειρήματα, διατύπωνε την άποψή του. Ακόμα γίνεται αυτό. Μας αρέσει αυτό. Το αναζητάμε αυτό. Το επικροτούμε και το θαυμάζουμε αυτό.

Βέβαια, κάποιοι από τους αναγνώστες μας δεν περιορίζονταν στο τηλεφώνημα, αλλά μας έγραφαν και επιστολές όπου εξέφραζαν την διαφωνία τους και την αιτιολογούσαν. Και, φυσικά, οι επιστολές αυτές ήταν και καλοδεχούμενες, αφού μας έδιναν μια διαφορετική οπτική και, φυσικά, δημοσιεύονταν.

Οι «παραδοσιακοί» αναγνώστες της έντυπης έκδοσής μας εξακολουθούν και σήμερα να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο.

Θα μου πεις, άλλωστε, αυτή δεν είναι και η έννοια της πραγματικής δημοκρατίας;

Και μιας και μιλάμε για δημοκρατία του λόγου και της έκφρασης, δεν μπορώ παρά να έρθω στο σήμερα και τον κόσμο που άλλαξε, το διαδίκτυο που μπήκε άξαφνα στη ζωή μας, στην δουλειά και τα σπίτια μας, και έχει χίλια θετικά αλλά και ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο κακό. Την απουσία της εικόνας. Την απουσία της υπογραφής. Του ονόματος. Και την δυνατότητα να κρύβεται κανείς πίσω από ένα ψεύτικο προφίλ και ψευδώνυμο για να πει και να γράψει όσα ποτέ δεν θα τολμούσε να πει κατά πρόσωπο και να βγάλει από μέσα του, όσα ποτέ δεν θα τολμούσε αν δεν τον προστάτευε υπολογιστής και η ασφάλεια των πλήκτρων.

Τώρα, λοιπόν, εκτός από την έντυπη έκδοσή έχουμε και την διαδικτυακή, η οποία, επίσης, έχει  δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες.

Θα μου πείτε τώρα, γιατί σας τα λέω όλα αυτά…

Γιατί την εμφάνιση του Facebook και των άλλων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης εμφανίστηκε και μια άγνωστη, έως τώρα σε μας, ομάδα αναγνωστών. Διαφορετική. Πολλές φορές σοκαριστική και αυθάδης.

Θα μου πεις, βέβαια, μέσα σε τόσους χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον πλανήτη, πάντα υπάρχει η μειοψηφία που σε διαβάζει όχι για να καταλάβει και να προβληματιστεί, αλλά απλώς και μόνο για να απαντήσει. Να απαντήσει στο καθετί. Να εκφέρει άποψη επί παντός επιστητού. Είτε κατέχει το θέμα είτε όχι, είτε γνωρίζει είτε όχι. Πολλές φορές, χωρίς να έχει καν κάνει τον κόπο να διαβάσει αυτό που κάποιος ερεύνησε, ρώτησε, συζήτησε και έμαθε πριν το γράψει στο χαρτί και το υπογράψει με το πραγματικό του όνομα, με παρρησία, σεβασμό και ευγένεια προς τους αναγνώστες του.

Τα θέματα που δημοσιεύουμε για τους πιστούς μας αναγνώστες που τόσα χρόνια μας βοηθούν, μας ενθαρρύνουν, μας διορθώνουν και μας μαλώνουν (και πολύ καλά κάνουν) αναρτώνται και στο Facebook όπου -όπως είναι αναμενόμενο, θεμιτό και, σας διαβεβαιώ, επιθυμητό-, μερικά από τα θέματα αυτά προκαλούν θύελλα αντιδράσεων.

Άλλωστε, είπαμε, αυτό είναι και ελευθερία.

Και μιας και μιλάμε για την ταλαίπωρη αυτή λέξη, αναρωτιέμαι τι απέγινε, άραγε, η θεωρία που έλεγε ότι η δική μου ελευθερία σταματά εκεί που ξεκινάει η δική σου. Το σκέφτομαι συχνά αυτό. Με προβληματίζει.

Αναρωτιέμαι… πώς γίνεται; Πώς γίνεται στο όνομα της πιο πολυχρησιμοποιημένης λέξης της πατρίδας μας, της ελευθερίας, αυτή η (ευτυχώς) μειοψηφία των αναγνωστών μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρεί αποδεκτό και ανθρώπινο να σχολιάζει, να εκφράζει απόψεις και να κατακρίνει ανθρώπους υπό τη μορφή επιθετικών, προσβλητικών, ακόμα και ρατσιστικών σχολίων.

Τα θέματα που «αναστατώνουν» αυτή την μερίδα των φοβισμένων πίσω από ένα πληκτρολόγιο φανατικών ήταν, είναι και πάντα θα είναι τα λεγόμενα εθνικά μας θέματα, ο ρατσισμός, η θρησκεία, το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η σεξουαλικότητα κ.ά.

Τελευταία προστέθηκε και αυτό του κορονοίού.

Εδώ, λοιπόν, κάποιοι αναγνώστες που κάνουν σχόλια στο Facebook, δεν περιορίζονται στην κριτική. Η κριτική όταν βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα και συνοδεύεται με στοιχεία, είναι καλοδεχούμενη.

Όμως, κάποιοι σχολιαστές, αντί να κάνουν κριτική, καταφεύγουν σε ύβρεις με αισχρό τρόπο.

Ειδικά τον τελευταίο καιρό οι ύβρεις τους κατά των πολιτικών είναι  χυδαίες και απαράδεκτες.

Μπορεί αν έχουν και δίκιο! Δεν χρειάζονται όμως οι ύβρεις και μάλιστα με χυδαίο τρόπο.

Κριτική χρειάζεται με επιχειρήματα. Ακόμα και σκληρή κριτική. Όσοι περιορίζονται να βρίζουν μπορεί να μην έχουν επιχειρήματα.

Άλλοι, πάλι, καταγόμενους από άλλες χώρες (κυρίως την Τουρκία και τα Σκόπια), γκέι, θρησκευόμενους, άθεους, πολιτικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και, φυσικά, την εφημερίδα!

Σύμφωνα με τους ειδικούς, «ο χρήστης του ίντερνετ που προσβάλλει, απειλεί, συκοφαντεί ή απλώς βρίζει, φαίνεται ότι έχει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: πιστεύει ότι όποιος εκφράζει απόψεις διαφορετικές από τις δικές του, το κάνει για να επικρίνει τον ίδιο προσωπικά για τις επιλογές και τις πεποιθήσεις του. Θεωρεί ότι ο ίδιος έχει το δικαίωμα να σταματήσει με απαξιωτικά και επιθετικά σχόλια ή ακόμα και ευθείες απειλές, όλους αυτούς που (νομίζει ότι) προσπαθούν να τον ξεγελάσουν, να τον χειριστούν, να του επιβάλλουν τα πιστεύω τους».

Τέτοια κρούσματα έχουμε πολλά  όταν κάνουμε αναρτήσεις  στο Facebook.

Ναι, πιστεύω στην ελευθερία του λόγου, γι’ αυτό και υπηρετώ τη δημοσιογραφία τόσα χρόνια. Σε κάποιους η δουλειά μας αρέσει, σε κάποιους όχι.

Και αυτό, δεν είναι το πρόβλημα. Αυτό έως ένα σημείο μας κρατά όλους σε εγρήγορση σε ένα επάγγελμα όπου κάθε λέξη, κάθε συλλαβή, κάθε γραπτό, μας κάνει να εκτιθέμεθα. Αλλά εμείς το επιλέξαμε, γιατί το αγαπάμε και θέλουμε να το υπηρετούμε.

Όχι, το έχω σκεφτεί πολλές φορές και το έχουμε συζητήσει στην εφημερίδα ακόμα περισσότερες. Δεν αποκλείουμε και δεν θα αποκλείσαμε ποτέ κανέναν. Δεν θα σταματήσουμε και δεν αποθαρρύνουμε κανέναν αναγνώστη μας από το να εκφράζει την γνώμη του, με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελε και ο ίδιος, όμως, να του μιλούν και να κρίνουν τη ζωή και τη δουλειά του.

Όχι με ύβρεις, όχι με απειλές, όχι με ειρωνείες και υποτιμητικά σχόλια για τον συνάνθρωπό μας. Το να αποκλείσεις τη μειοψηφία να κάνει σχόλια δεν αποτελεί λύση, δεν είναι ελευθερία του λόγου και εμείς δεν θα συμβιβάσουμε τα πιστεύω μας για να λύσουμε ένα πρόβλημα που αφορά την ψυχολογία και την παιδεία μιας μικρής μειοψηφίας.

Τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται όμως, όπου αυτό είναι δυνατόν. Μερικές φορές δε και οι  …υβριστές!

Ναι. Υπάρχει λύση. Όπως υπάρχει και ελπίδα. Ελπίδα να καταφέρουμε να εξηγήσουμε στην πλειοψηφία ότι όταν μπαίνει ο φασισμός και η αγένεια από την πόρτα, το δίκιο, η ανθρωπιά και η πραγματική ελευθερία φεύγουν από το παράθυρο. Ότι αδικούν και μειώνουν πρώτα τους ίδιους τους εαυτούς τους όταν εκφράζονται με τον τρόπο που επιλέγουν σε μια απόπειρα να μειώσουν τον συνάνθρωπό τους για να νιώσουν προσωρινά ανώτεροι.

Να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι το γεγονός ότι κάποιος δεν συμφωνεί μαζί τους, δεν είναι αφορμή να ξεθάψουν ό,τι χειρότερο έχουν μέσα τους, αλλά ευκαιρία να ανοίξουν το μυαλό και την καρδιά τους και να μάθουν να διατυπώνουν τις όποιες διαφορές τους κόσμια, με ευγένεια ψυχής και πραγματικά λογικά επιχειρήματα.

Αν έμαθα ένα πράγμα τόσα χρόνια σε αυτή την δουλειά, αυτό είναι ότι… τα μυαλά, αγαπητοί μου αναγνώστες, όπως και τα αλεξίπτωτα, δουλεύουν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά.

Ας έχουμε, λοιπόν, ανοιχτά τα μυαλά μας και ας περιορίσουμε τους υβριστές. Οι οποίοι, με τον χυδαίο και επιθετικό τρόπο που εκφράζονται «εμποδίζουν» και τους υπόλοιπους αναγνώστες να τοποθετηθούν «για να μην μπουν στο στόχαστρο».

Κοντά 90.000 αναγνώστες παρακολουθούν την σελίδα του «Νέου Κόσμου στο Facebook. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε 20-30 υβριστές και συκοφάντες να τους «καπελώνουν».