Η οικονομική ανισότητα και η πανδημία εννοιολογικά δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, αφού η οικονομική ανισότητα έχει κοινωνικές πηγές, ενώ η πανδημία έχει υγειονομικές πηγές.

Και όμως, και η μια και η άλλη στις ημέρες μας ταλανίζουν την ανθρωπότητα, και σε τελική ανάλυση οι βασικές τους επιπτώσεις δεν είναι μόνον οικονομικές και υγειονομικές, αλλά και κοινωνικές.

Η οικονομική ανισότητα τα τελευταία χρόνια απασχολεί έντονα τους οικονομολόγους, διότι αν και ένα μικρό ποσοστό ανισότητας θεωρείται ως κινητήρια δύναμη για επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, και ως παράγοντας για προγράμματα καινοτομίας, όταν παρατηρείται σημαντική αύξησή της διαπιστώνεται ότι υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα προκαλεί κοινωνικά προβλήματα στα χαμηλόμισθα στρώματα μιας χώρας.

Αναφορικά με την πανδημία, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δίνει τον ακόλουθο ορισμό:

«Πανδημία είναι όταν μια πάθηση προσβάλλει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υπερβαίνοντας τα σύνορα των χωρών, και αυτό γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα και όχι εποχικά, ανεξαρτήτως βαρύτητας, αιτίου ή ανοσίας».

Στο παρόν άρθρο θα περιοριστώ στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής ανισότητας και την ερχόμενη εβδομάδα θα επικεντρωθώ στην πανδημία, όχι όμως στην υγειονομική της διάσταση, αλλά στις οικονομικές και κοινωνικές της επιπτώσεις.

Οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι την οικονομική ανισότητα την κατατάσσουν σε τρεις βασικές κατηγορίες: την εισοδηματική ανισότητα, την ανισότητα πλούτου και την ανισότητα των ευκαιριών.

H Εισοδηματική ανισότητα aφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται στον πληθυσμό μιας χώρας το εισόδημα που κερδίζεται από οικονομικές δραστηριότητες. Υπολογίζεται συνήθως σε επίπεδο νοικοκυριού, με άλλα λόγια προσθέτοντας το εισόδημα όλων των μελών μιας οικογένειας.

Η υπερβολικά άνιση κατανομή εισοδημάτων μπορεί να έχει ως συνέπεια πιο περιορισμένες ευκαιρίες για τις επόμενες γενιές, καθότι τα οικογενειακά πλεονεκτήματα της ευημερούσας τάξης μεταβιβάζονται από τη μια στην άλλη γενιά.

Η ανισότητα του πλούτου αφορά τον τρόπο που κατανέμεται ο πλούτος στον πληθυσμό μιας χώρας, ο οποίος δεν κερδίζεται μόνο από τις παραγωγικές δραστηριότητες των πολιτών, αλλά και δια μέσου της κληρονομιάς από τους εύπορους προγόνους.

Η ανισότητα των ευκαιριών αναφέρεται στις περιορισμένες ευκαιρίες που δίνονται στους πολίτες μιας χώρας λόγω της χαμηλής κοινωνικής τους θέσης, αποστερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις όποιες ικανότητές τους για την απόκτηση πλούτου.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Σε περιόδους που η οικονομική ανισότητα εντείνεται σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να απειλήσει την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και την κοινωνική της συνοχή. Τα άτομα που βρίσκονται στη βάση της κατανομής εισοδήματος ή πλούτου δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για να επενδύσουν στις δεξιότητες και στην εκπαίδευσή τους, και ως εκ τούτου ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, γεγονός που είναι επιζήμιο όχι μόνο για τα συγκεκριμένα άτομα, αλλά γενικά και για την οικονομία μιας χώρας.

Η δικαιότερη ανακατανομή των εισοδημάτων δεν αποτελεί μόνο θετικό παράγοντα για την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά συμβάλλει και στην οικονομική ευεξία μιας χώρας, δεδομένου ότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αγαστή συνεργασία μεταξύ των πολιτών της, και για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διαφόρων υπηρεσιών της.

Η αύξηση των τεχνολογικών αλλαγών τα τελευταία χρόνια έχει επιτείνει την εισοδηματική ανισότητα. Αν και θετική για την οικονομική ανάπτυξη συνολικά, η τεχνολογική πρόοδος συμβάλλει στη μισθολογική διαφορά, ανταμείβοντας τις υψηλές δεξιότητες, όπως οι τεχνολογικές και οι επικοινωνιακές, ιδίως σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας μιας χώρας.

Ταυτόχρονα, η αυτοματοποίηση, ως απόρροια της τεχνολογικής προόδου, έχει την τάση να παραγκωνίζει τους εργαζόμενους που διαθέτουν χαμηλότερα επίπεδα δεξιοτήτων, και να ευνοεί τα άτομα με υψηλά εκπαιδευτικά και τεχνολογικά επίπεδα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διόγκωση της οικονομικής ανισότητας.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η πρόληψη ή η μείωση της ανισότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που υιοθετούν τα κράτη–μέλη της.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να στηρίζει και να συμπληρώνει τις πολιτικές των κρατών-μελών της στους τομείς της οικονομικής ένταξης και της κοινωνικής προστασίας, μέσω της παροχής πολιτικών κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και μέσω οικονομικής στήριξης για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν στη διάθεσή τους διάφορους μοχλούς πολιτικής για τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, καθώς και για την αύξηση της ισότητας των ευκαιριών. Εντούτοις, η κατάλληλη πολιτική για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου εξαρτάται από:

*Την προσεκτική ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την ανισότητα σε κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε.

*Τις επιμέρους παραμέτρους κάθε χώρας, όπως το ποσοστό ανεργίας, την σύνθεση των διαφόρων τομέων της οικονομίας, τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, και τον σχεδιασμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Η επένδυση στην γενική εκπαίδευση, και στην επίτευξη τεχνολογικών δεξιοτήτων, αποτελεί βασικό εργαλείο πολιτικής για τη μείωση της ανισότητας, και για την προαγωγή ίσων ευκαιριών. Συγκεκριμένα, ως απάντηση στην αλλαγή των εργασιακών πρακτικών που προκαλεί η τεχνολογία, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης παρουσιάζει τις περισσότερες δυνατότητες, καθότι συμβάλλει στην δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας.

Για τους νέους η εκπαίδευση, παράλληλα με τους μορφωτικούς της στόχους, συμβάλλει και στην αύξηση των ίσων ευκαιριών, καθότι σε μεγάλο βαθμό παρέχει τη δυνατότητα σε όλους τους, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση των οικογενειών τους, να έχουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που συμβάλλουν στην επαγγελματική τους πρόοδο.

Τα αίτια της οικονομικής ανισότητας δεν οφείλονται μόνο σε ενδογενείς παράγοντες συγκεκριμένων κρατών.

Σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξη της ανισότητας είναι και η παγκοσμιοποίηση, στην οποία αναφέρθηκα από την στήλη αυτήν την περασμένη εβδομάδα.

Στον μόνο προβληματισμό που μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα αναφορικά με την οικονομική ανισότητα, είναι ότι όσο συνεχίζεται η παγκοσμιοποίηση, τα οφέλη δεν θα κατανέμονται ομοιόμορφα, και άρα η ανισότητα δεν θα περιοριστεί σε ανεκτό βαθμό. Από ότι φαίνεται, η ανισότητα εξακολουθεί να είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα που οι ηγέτες των διαφόρων χωρών κάνουν ότι δεν το βλέπουν, και ως εκ τούτου δεν λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα.

Σύμφωνα με οικονομολόγους, εκείνοι που πραγματικά ευνοήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση είναι το 1% των πλουσίων του Πλανήτη, οι οποίοι είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα. Διαμορφώνεται έτσι μια παγκόσμια τάξη πλουτοκρατών, οι οποίοι λόγω του μεγάλου τους πλούτου μπορούν να έχουν μεγάλη επιρροή στο πολιτικό σύστημα των κρατών τους, δημιουργώντας έτσι νέα δεδομένα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι έχει ήδη αποκλεισθεί το ήπιο σενάριο της Τράπεζας για την ύφεση στην Ευρωζώνη, και τείνει να υλοποιηθεί το χειρότερο. Παράλληλα, τόνισε πως η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει μια εκτεταμένη οικονομική κρίση, η οποία είναι ανήκουστη σε καιρό ειρήνης.

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια του πρώτου εξάμηνου του 2020, υπήρξαν έντονες, και έχουν ασκήσει σημαντική πίεση στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι ανισότητες αυξήθηκαν στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε., προκαλώντας προβληματισμό για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και για την κοινωνική συνοχή.

Η κρίση έχει πλήξει ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους, και εκείνους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, με άλλα λόγια τους πιο ευάλωτους πολίτες.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η πανδημία του κορονοϊού, η οποία παράλληλα με το υγειονομικό πρόβλημα, συνέβαλε και στην περαιτέρω γεωγραφική διεύρυνση, καθώς και στην ποσοστιαία αύξηση, της οικονομικής ανισότητας.