Οσο αναπάντεχα εμφανίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στους τηλεοπτικούς δέκτες για να ενημερώσει καθημερινά, νηφάλια και εμπεριστατωμένα τους πολίτες για την πανδημία του κορωνοϊού, καθηλώνοντας και συγκινώντας το κοινό, άλλο τόσο αναμενόμενα, πιο απαραίτητος και καλοδεχούμενος, επέστρεψε. Το ίδιο ακριβής, σεμνός, ψύχραιμος, πειστικός, το ίδιο πάνω από όλα συμπονετικά ανθρώπινος. Eνας έγκριτος επιστήμονας αφοσιωμένος ευσυνείδητα στο λειτούργημά του και στην αλληλέγγυα προσφορά με αυταπάρνηση. Ο δεκτικός άνθρωπος που πρόσθεσε με απλότητα στον μεστό επιστημονικό του λόγο το συναίσθημα λέγοντας: «Tην τελευταία λέξη δεν θα την έχει ο θάνατος».

Τις 70 περίπου ημέρες που απουσίασε από τις δημόσιες εμφανίσεις υπήρξε -τι τα θέλετε;- χαλάρωση, απερισκεψία, ωχαδερφισμός, απρονοησία. Αποτέλεσμα, να καταγράφονται σταθερά τριψήφια νέα κρούσματα. Αφεθήκαμε, ξεχαστήκαμε, αδιαφορήσαμε για τον διαρκώς υπαρκτό κίνδυνο. Ανέμελοι σχεδόν παρανοήσαμε, αν δεν παρακούσαμε εντελώς, την προειδοποίηση εκείνου του απογεύματος της Τρίτης 26 Μαΐου 2020, όταν κατά την τελευταία επίσημη ενημέρωσή του ακούστηκε να λέει: «Εάν μας ξαναδείτε στην τηλεόραση, τα πράγματα δεν θα είναι καλά». Το να σκοντάψει κανείς δύο φορές στην ίδια πέτρα είναι επιπολαιότητα, έλεγε ο Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας και φιλόσοφος Κικέρων.

Δυστυχώς, από τις αρχές Αυγούστου η χώρα ξανασκόνταψε στα δυσβάσταχτα εμπόδια της ραγδαίας αύξησης κρουσμάτων, των οδυνηρών θανάτων και τον ανησυχητικό αριθμό εκείνων που καταλήγουν διασωληνωμένοι. Αναπόφευκτα, ως «σφραγιστικό» καταπολέμησης των ρωγμών ακρισίας, απείθειας και ελαφρομυαλιάς επιστρατεύτηκε και πάλι ο καθολικής αποδοχής, αυτός που κέρδισε τον σεβασμό των πολιτών, ο αξιόπιστος και χαμηλών τόνων λοιμωξιολόγος. Στόχος, να αποκαταστήσει το κλίμα εμπιστοσύνης και επαγρύπνησης στον κόσμο για τους χειρισμούς των υγειονομικών αρχών και της ελληνικής πολιτείας. Στην πιο πρόσφατη ενημέρωσή του, φορώντας επιμελώς μάσκα, έκρουσε το καμπανάκι του κινδύνου διαμηνύοντας ότι χρειάζεται προσοχή και επιφυλακή.

Οικείο πρόσωπο

Απευθυνόμενος στα ελληνικά νοικοκυριά, έφταναν λίγες σταράτες κουβέντες του ώστε να αναζωογονήσει το αυθεντικά συνετό, προσιτό και οικείο πρόσωπο στη συνείδησή τους. «Δεν σας εγκατέλειψα, ούτε εσάς, ούτε την προσπάθεια που κάνουμε», είπε και επανέφερε μεμιάς σε όλους το ήθος, τις αρχές, την πλήρη και σε βάθος αντίληψή του για την κρισιμότητα των στιγμών και την ανάγκη της ψύχραιμης διαχείρισής τους. Με δυο λόγια, «είμαι κοντά σας». Αρκούσε. Ως ταπεινός άνθρωπος που έχει μείνει με συνέπεια μακριά από τoυς αφρούς μιας σαπουνόπερας επαίνων, δεν πρόσφερε απατηλές υποσχέσεις καθησυχασμού και πρόσκαιρης ανακούφισης από την πανδημία. Υπήρξε μετρημένος και όσο αισιόδοξος του επιτρέπουν τα υπό εξέλιξη στοιχεία της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας.

Περισσότερο μαθητής παρά καθηγητής, άλλωστε, σύμφωνα με εξομολόγησή του, παραμένει μια ψυχωμένη φιγούρα η οποία απευθύνεται σε συμπάσχοντες συνανθρώπους διακηρύσσοντας με απλότητα ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη. «Αναπάντεχα και απροσδόκητα βρέθηκα κοντά σας, τόσο κοντά σας μέσω του τηλεοπτικού φακού και εν μέσω απαγορευτικού. Και αισθάνθηκα κοντά σας κι ας μην επικοινωνούσαμε με φυσικό τρόπο», έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο στην καθημερινή ενημέρωση που έκανε στους πολίτες. Και αυτοί τον αγκάλιασαν θερμά, όχι απλώς σαν ένα συμπαθή και φιλικό δημόσιο λειτουργό, αλλά σαν δικό τους άνθρωπο. Οπως ακριβώς είναι.

Γεννημένος στο Σίδνεϊ πριν από 55 χρόνια από τους μετανάστες στην Αυστραλία γονείς του, τον Παναγιώτη από το Νεοχώρι Αρκαδίας και τη Φωτούλα από το Μαγγανιακό Μεσσηνίας, μεγάλωσε μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, τον Θανάση και τον Τάσο, στην Αθήνα. Οι γονείς του επιστρέφοντας στην πατρίδα άνοιξαν καθαριστήριο ρούχων στην Κυψέλη. Πήγε στο 110ο Δημοτικό Σχολείο στη Φωκίωνος Νέγρη, ενώ Γυμνάσιο και Λύκειο τέλειωσε στο ιστορικό 15ο της οδού Κυψέλης. Αποφοίτησε ως αριστούχος από την Ιατρική Σχολή Αθήνας και έκανε λαμπρές σπουδές στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων και στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Εξειδικευμένος λοιμωξιολόγος με βαρύ βιογραφικό και περισσότερες από 200 επιστημονικές δημοσιεύσεις και συγγράμματα, αφού πήγε φαντάρος στον Στρατό Ξηράς και ολοκλήρωσε το αγροτικό του στο Κέντρο Υγείας Μεσσήνης, υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ. Αναγορεύτηκε διδάκτορας και από τον Δεκέμβριο του 2003 ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα με βάση τη Δ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου ΠΓΝ «Αττικόν». Ενας κανονικός άνθρωπος, παιδί μιας οικογένειας του μόχθου και της δημόσιας εκπαίδευσης, στο πρόσωπο του οποίου η κοινωνία αναγνώρισε έναν συμπονετικό αυτοδημιούργητο επιστήμονα. Αξιέπαινο για την ευγένεια, την ειλικρίνεια, το επιστημονικό του κύρος, καθώς και για εκείνη την «παλιομοδίτικη» αρετή της εντιμότητας εξαιτίας της οποίας αρνιόταν να υποταχθεί σε ομιχλώδεις ουτοπίες και παρηγορητικές πλάνες απέναντι στην αγωνιώδη προσδοκία όλων.

Συνάρθρωσε ζωντανούς δεσμούς με τους πολίτες, έστω και εξ αποστάσεως, ο ευσυνείδητος καθηγητής που βούρκωνε μπροστά στις κάμερες όταν μιλούσε για τις απώλειες των συμπολιτών μας, των γιαγιάδων και των παππούδων όλων μας. Ακόμη και μετά το «ευχαριστώ» και την επιστροφή στους ασθενείς του ύστερα από τέσσερις μήνες ενημέρωσης, η σφυρηλατημένη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία διατηρήθηκε ακέραια. Εξάλλου δεν υποδυόταν, ούτε ήθελε να προβάλλεται ως ξεχωριστό πρότυπο. Καλλιέργησε δεσμούς αλληλεξάρτησης και ισοτιμίας με τους ανθρώπους που ενημέρωνε με συνέπεια καθημερινά στις 6 το απόγευμα. Χάρη σε αυτή την αμοιβαιότητα την εσυναίσθησή του να κάνει το καθήκον του ως γιατρός, επέστρεψε πάλι στο γνωστό μετερίζι της ενημέρωσης.

Ετσι κι αλλιώς, όπου να ’ναι, ανοίγουν τα σχολεία. Και ένας ευαισθητοποιημένος οικογενειάρχης και τρυφερός πολύτεκνος πατέρας όπως ο ίδιος είναι ιδανικός για να μοιραστεί την αγωνία του εν μέσω πανδημίας με τους γονείς, αλλά και το εκπαιδευτικό προσωπικό. Να τους συμβουλεύσει, να τους πληροφορήσει, να τους υποδείξει με παραδειγματική ειλικρίνεια για εκείνες τις χρήσιμες συμπεριφορές που περνάνε το μήνυμα της ατομικής αυτοπροστασίας στα παιδιά. Ο ίδιος άλλωστε, μαζί με την επί 25ετία σύζυγό του Ασημίνα -παντρεύτηκαν στις 21 Μαΐου του 1995 στον Ιερό Ναό του Εσταυρωμένου στο Αιγάλεω- έχει αποκτήσει επτά παιδιά. Από κοινού, με αμοιβαία συμπαράσταση, αλληλοκατανόηση και ανταποδοτικό σεβασμό τα μεγάλωσαν. Η Μίνα άλλωστε, η οποία κατάγεται από το χωριό Ασωπία στην Τανάγρα Βοιωτίας και είναι κόρη του ιερέα Κωνσταντίνου Γκέλη, ο οποίος το 2003 ίδρυσε το μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στη γενέτειρά του, είναι ένας ακλόνητος υποστηρικτικός πυλώνας στη ζωή του.

Η επανεμφάνιση του Σωτήρη Τσιόδρα στους τηλεοπτικούς δέκτες κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου μετά την έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού

Τεράστιες πιέσεις

Οπως κι αν έχει, από τούδε και στο εξής κάθε Τρίτη και Παρασκευή -αν και στις 4 Σεπτεμβρίου απουσίαζε- ο «εθνικός λοιμωξιολόγος» μας, που δεν πήγε φέτος διακοπές, θα παραβρίσκεται ζωντανά στην ενημέρωση των διαπιστευμένων συντακτών του υπουργείου Υγείας για να εκτελέσει το χρέος του απέναντι στην κοινότητα των συμπολιτών μας. Πάντα με προθυμία, όσο κι αν επωμίζεται με ανιδιοτέλεια ασήκωτο βάρος και υφίσταται τεράστιες πιέσεις. Η αλήθεια είναι ότι ήδη από την περίοδο της γενικευμένης καραντίνας στη χώρα είχε ενημερώσει τους στενούς συνεργάτες του ότι δεν είχε πρόθεση να μείνει για πολύ στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας σχετικά με τον κορωνοϊό. «Οπως αργά-αργά με έμαθε ο κόσμος, έτσι σιγά-σιγά θα με ξεχάσει. Θα φύγω από το προσκήνιο όσο απότομα βρέθηκα σε αυτό», είχε πει.
Προφανώς η επιθυμία απόσυρσης από το πόστο που του εμπιστεύτηκε από την 1η Φεβρουαρίου η Πολιτεία δεν προερχόταν μόνο λόγω της ανεπιθύμητης υπερέκθεσής του στα ΜΜΕ. Εκτός από εκ συστολής και πεποιθήσεως αντιστάρ, κουράστηκε από τον τεράστιο φόρτο δουλειάς. Είχε κι αυτός τις αντοχές του. Ανθρωπος ήταν, όχι υπερήρωας από κόμικ της Μάρβελ. Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονταν ότι πίσω από τη συμπαθή, σχεδόν ασκητική, φυσιογνωμία, με το ευπροσήγορο ύφος, κρυβόταν συχνά ένας καταπονημένος άνθρωπος. Πολλές φορές ήταν κατάκοπος και άυπνος μετά από εξαντλητικές 12ωρες κλινικές μελέτες, διαρκή εξέταση των δεδομένων της πανδημίας για τις εισηγήσεις σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Παράλληλα έκανε επισκέψεις και περιοδείες σε καταυλισμούς και δομές ευάλωτων ομάδων, συμμετείχε σε συνεχείς συσκέψεις με τους επιστημονικούς συνεργάτες του και το πολιτικό προσωπικό. Ενας αγώνας καθημερινής δοκιμασίας για τον οποίο δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ως ευσεβής άνθρωπος που προσεύχεται, νηστεύει, μεταλαμβάνει και στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο του είναι μελετητής της βυζαντινής υμνολογίας και ιεροψάλτης, αντλούσε θέληση και δύναμη από την πίστη του. Πάντα αφιερωμένος στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, σύμφωνα με την κατά Μάρκον ευαγγελική περικοπή «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».

Το χειρότερο ήταν πως αντί για ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για τον γόνιμο, πράο, στέρεο σε επιχειρήματα, αλλά ενίοτε και συναισθηματικά φορτισμένο δημόσιο λόγο του, εισέπραξε επιθετικά, χλευαστικά και δόλια σχόλια από τους κολλημένους στις ιδεοληψίες τους. Μια φθονερή μερίδα από πάσης φύσεως ξερόλες, ημιμαθείς, σπεκουλαδόρους και… ψεκασμένους από τις φθαρμένες ψηφίδες των άκρων του πολιτικού μωσαϊκού εκδήλωναν απέναντί του έναν μνησίκακο αρνητισμό. Ενδεχομένως εκλάμβαναν την ηπιότητά του ως αμηχανία ενός ταχυδακτυλουργού στο τσίρκο μέσα στο οποίο οι ίδιοι είχαν ανατραφεί και σκόρπιζαν την κακόγουστη μοχθηρία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και στις μανιοκαταθλιπτικές φυλλάδες τους. Από την άλλη βρέθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, αντιμέτωπος με τη πολιτικάντικη αντιζηλία. Πιο κομψά είναι αλήθεια, αν και όχι με μεγαλύτερη ευπρέπεια από τους ψεκασμένους, διάφοροι κομματικοί υποψήφιοι επιχείρησαν με ψιθύρους να μειώσουν την εξαίρετη προσωπικότητά του. Τον θεωρούσαν δυνάμει εκλογική απειλή εξαιτίας της δημοτικότητάς του καθώς υποψιάζονταν ότι αν κατέβαινε με οποιοδήποτε ψηφοδέλτιο, σε όποια περιφέρεια, θα κέρδιζε με συντριπτικά ποσοστά μία έδρα. Ακόμη και όταν κυκλοφόρησαν υπαινιγμοί για διαφωνίες του Σωτήρη Τσιόδρα με τους κυβερνητικούς χειρισμούς, ο ίδιος εμφατικά τόνισε την έννοια της συνεργασίας απέναντι στον κορωνοϊό, διαλύοντας κάθε μύθο περί αντιπαλότητας. Αποτέλεσμα, τα στρεβλά δημοσιεύματα αποσύρθηκαν πάραυτα.

Κακοήθειες

Ολες αυτές οι κακοήθειες εδράζονταν στα σύννεφα της μικροπρέπειας. Ποτέ δεν αντιστοιχήθηκαν με την ιδιοσυγκρασία του Σωτήρη Τσιόδρα. Εναν άνθρωπο που ουδέποτε δελεάστηκε από την προβολή, δεν πρόταξε το ατομικό όφελος πάνω από το συνειδησιακό του χρέος και ο οποίος ασκεί την Ιατρική ως λειτούργημα. Οσοι τον γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς εξιστορούν ότι κάποτε αποπειράθηκε να ανοίξει ιδιωτικό ιατρείο ως παθολόγος. Παρότι δεν χρειαζόταν να επενδύσει σε πλούσιο τεχνολογικό εξοπλισμό, αναγκάστηκε σύντομα να εγκαταλείψει το εγχείρημα. Περισσότερο, θυμούνται οι ίδιοι, από σοβαρός θεράπων ιατρός ήταν ένας μεγαλόψυχος, παρηγορητικός και ελεήμων άνθρωπος προς όσους ασθενείς τον επισκέπτονταν. Σπανίως ζητούσε αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Αναγκαστικά, ακόμη και το ενοίκιο του ιατρείου το πλήρωνε από την τσέπη του, δηλαδή με τον μισθό του από το Δημόσιο. Ανέκαθεν πορευόταν με τη συμβουλή που περιέχεται στην επιστολή «Προς Γαλάτας» του Αποστόλου Παύλου: «Αρα ούν ως καιρόν έχομεν, εργαζώμεθα το αγαθόν προς πάντας». Οπερ μεθερμηνευόμενον: «Οποτε έχουμε την ευκαιρία, να προσπαθούμε να κάνουμε καλό σε όλους».

Υπό αυτή την αλληλέγγυα οπτική, που έχει μετουσιωθεί σταθερά σε απέριττη συμπεριφορά, ζει με ταπεινοφροσύνη λιτό βίο. Ούτε υψηλές αποδοχές, όπως φαντασιώνονται οι προσβλητικοί υβριστές του, ούτε οφέλη από το παράθυρο, ούτε μπόνους, ούτε λογής-λογής προνόμια. Παρότι ως πολύτεκνος κατέχει δύο θέσεις στο Δημόσιο, αυτή του πανεπιστημιακού καθηγητή και εκείνη του συμβούλου στο ΚΕΕΛΠΝΟ, διαβιοί με έναν ξερό δημοσιοϋπαλληλικό μισθό και έναν περικομμένο συμπληρωματικό. Είναι ζήτημα, εκτιμούν όσοι τον γνωρίζουν, αν οι τσεκουρωμένες μισθολογικές απολαβές του αρκούν για να τα βγάλουν πέρα ο ίδιος και η αριθμητικά μεγάλη οικογένειά του. Εξάλλου, τόσο για τη συμμετοχή του ως επικεφαλής στην επιτροπή των 26 εμπειρογνωμόνων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού όσο και για την παρουσία του στην ενημέρωση δεν αμείβεται. Προσφέρει αμισθί τις υπηρεσίες του, ενώ διαχειρίζεται όλο το βάρος των εισηγήσεων της επιτροπής και αυτοπροσώπως την κάλυψη της πληροφόρησης του κοινωνικού συνόλου για την πανδημία.

Ωστόσο, στα μέσα του Ιουνίου «αχνόφεξε» για τον ίδιο μια περιζήτητη από άλλους ευκαιρία, την οποία όμως με απλότητα αποποιήθηκε. Στη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών προτάθηκε από τακτικό μέλος του σώματος, τον καθηγητή Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και Παράκτιας Μηχανικής Κώστα Συνολάκη, η υποψηφιότητα του Σωτήρη Τσιόδρα για την προκηρυχθείσα έδρα «Ιατρικές Επιστήμες: Επιδημιολογία – Δημόσια Υγεία». Ηδη τρία ονόματα επιστημόνων είχαν υποβάλει υποψηφιότητα για τη συγκεκριμένη έδρα: η Αντωνία Τριχοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Ιατρικής, ο Ιωάννης Ιωαννίδης, τακτικός καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, και ο Γιάννης Τσελέντης, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Οπως είχε δικαίωμα εκ του κανονισμού, ο κ. Συνολάκης, ακαδημαϊκός από την τάξη των Θετικών Επιστημών, πρόσθεσε και τον γνωστό λοιμωξιολόγο. Την πρόταση υποψηφιότητάς του στήριξαν άλλοι δύο ακαδημαϊκοί, ο Λουκάς Παπαδήμος από την τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και ο Μανώλης Κορρές από την τάξη Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Η έκπληξη όμως ήρθε από μεριάς Τσιόδρα, ο οποίος πέρα από την επίσημη επιστολή στην οποία ευχαριστούσε για την πρόταση, επέλεξε να μην ανταποκριθεί στην πρόσκληση του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος, η οποία πιθανόν θα τον καθιστούσε το νεότερο μέλος στους κόλπους των «αθανάτων».

Ταπεινοφροσύνη

Γι’ αυτή τη μη ανταπόκρισή του, επικαλούμενος φόρτο εργασίας εξαιτίας της πανδημίας, ξεδιπλώθηκαν πολλά σενάρια. Καταρχάς επικεντρώθηκαν στην υπόθεση ότι λόγω χαρακτήρα και ψυχικών αποθεμάτων ο ίδιος δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι εξαργυρώνει τη δημοτικότητά του από την ενημέρωση των πολιτών με μια θέση στην Ακαδημία. Κατά άλλους αρνήθηκε την πρόταση επειδή αυτή δεν προήλθε από κάποιο ακαδημαϊκό γιατρό, αλλά από έναν έγκριτο μεν επιστήμονα, που ωστόσο προέρχεται από άλλο γνωστικό πεδίο. Διαδίδεται ακόμη η εκτίμηση ότι δεν επιθυμούσε να είναι συνυποψήφιος του κ. Ιωαννίδη, ο οποίος με τις «αιρετικές» απόψεις του σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας πιθανολογείται ότι παρέσυρε τον Ντόναλντ Τραμπ να μην παρατείνει το lockdown στις ΗΠΑ «γιατί ο ιός δεν είναι τόσο επικίνδυνος». Με τον ομογενή καθηγητή στο Στάνφορντ ο Τσιόδρας έχει διαφορετικές απόψεις και διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση στο ζήτημα της διαχείρισης των ευάλωτων ομάδων. Και φυσικά, διακρίνονται αμφότεροι από εντελώς ανόμοιο στυλ ζωής.

Ο δρ Τζον Ιωαννίδης, γεννημένος στη Νέα Υόρκη, μεγαλωμένος στην Αθήνα και απόφοιτος του Κολλεγίου, διδάσκει στις ΗΠΑ επίσης Λογοτεχνία, έχει εκδώσει επτά βιβλία ποίησης και μυθοπλασίας, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του ξιφομαχεί, κολυμπά, παίζει μπάσκετ και εμφανίζεται στους τηλεοπτικούς δέκτες του καναλιού FOX. Αντίθετα, ο Ελληνας λοιμωξιολόγος πεζοπορεί, με το ζόρι αποκάλυψε ότι υποστηρίζει τον Ολυμπιακό και ψέλνει τακτικά σε εκκλησία της γειτονιάς του στην Κηφισιά. Τον περασμένο Μάρτιο, άλλωστε, έδωσε το «παρών» στη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας. Εψαλε στη Θεία Λειτουργία της Σταυροπροσκυνήσεως που τελέστηκε στον Ιερό Ναό Αναστάσεως του Χριστού Σπάτων, χωρίς την παρουσία πιστών, λόγω των τότε μέτρων εγκλεισμού.

Εξ αυτού αρκετοί κρίνουν -μάλλον παρακινδυνευμένα- ότι ο χαμηλών τόνων επιστήμονας και πιστός χριστιανός αρνήθηκε την υποψηφιότητα στην Ακαδημία επηρεασμένος από τον πνευματικό του, τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο Χατζηνικολάου, ώστε να μην υποπέσει στο αμάρτημα της αλαζονείας. Στην πραγματικότητα, εκτιμούν άνθρωποι του ευρύτερου περιβάλλοντός του, ο εγκρατής καθηγητής ήθελε να αποφύγει εκείνους τους τακτικισμούς επιλογής ακαδημαϊκών που υπερβαίνουν την τεκμηριωμένη επιστημονική βαρύτητα των υποψηφιοτήτων. Πόσο μάλλον που δεν επιζητούσε να συνδεθεί με έναν πιθανώς πολιτικά υποστηριζόμενο, αν όχι υποκινούμενο, επιφανή τίτλο. Υπό αυτή την άποψη, ο αδιαμφισβήτητα καλός άνθρωπος Σωτήρης Τσιόδρας παραπέμπει με τη στάση του στη στοχαστικότητα του Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος με πνευματική συστολή διατύπωνε πως «δικαιώματα που δεν προκύπτουν από ένα καθήκον που επιτελέσαμε καλά, δεν αξίζουμε να τα έχουμε»