Ο συμπάροικος Δημήτριος Παπαδόπουλος (Dimitrios -Micios- Papadopoulos), ως νέος έφηβος ακόμη, ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά από την Ελλάδα, τα οποία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, είδαν τις οικογένειές τους να σκορπίζουν ανά τον Κόσμο, να χάνουν το βιος τους και σε πολλές περιπτώσεις και την ελληνική υπηκοότητά τους.

Σε μία ιδιαίτερα τεταμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, λίγο μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο κ. Παπαδόπουλος, ορφανός από μητέρα -η οποία έφυγε από τη ζωή στα 36 της χρόνια- και τον πατέρα του να πολεμά στα βουνά, βρέθηκε το 1949, 16 ετών, από το χωριό Ψαράδες των Πρεσπών στη Βόρεια Ελλάδα, αρχικά στην Αλβανία και έπειτα στην Πολωνία.

Τα αδέρφια του, Μιχάλης και Χριστίνα, μερικά χρόνια πριν είχαν μεταφερθεί στο πλαίσιο του «Παιδομαζώματος» για κάποιους, του «Παιδοσωσίματος» κατά άλλους, στην Ουγγαρία, ενώ όταν πήρανε και τον Δημήτρη, ο μικρότερος αδερφός τους, Ιωσήφ μικρό παιδί ακόμη, έμεινε πίσω στο χωριό με συγγενείς.

Με τον έντονο διχασμό διάχυτο ανά την Ελλάδα, οι δυσκολίες ήταν πολλές και τα εμπόδια έμοιαζαν ορισμένες φορές ανυπέρβλητα, σε καθημερινή βάση. Ο Εμφύλιος, οι βομβαρδισμοί, η πείνα, ο καθημερινός κίνδυνος για τη ζωή, ανάγκασαν τον κόσμο να σκέφτεται οποιαδήποτε σωτηρία.

Η άδολη αγάπη του ενός για τον άλλο επικράτησε ωστόσο και τα μέλη της οικογένειας Παπαδόπουλου κατάφεραν μετά από αρκετά χρόνια να επανενωθούν, κάποιοι από αυτούς αρχικά, στην Πολωνία, και εν τέλει όλοι μαζί στην Αυστραλία, όπου μετανάστευσαν ανά περιόδους, ο ένας με τη βοήθεια του άλλου.

Από αριστερά, ο Δημήτριος Παπαδόπουλος -μόλις έφτασε στην Αυστραλία- με τα αδέρφια του Ιωσήφ, Χριστίνα και Μιχάλη, στο Northcote το 1964. Φώτο: Supplied

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΩΜΑΤΑ, ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ Η «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1933 στο χωριό Ψαράδες των Πρεσπών, στην περιοχή της Φλώρινας στη Βόρεια Ελλάδα.

Μεγάλωσε σε οικογένεια ιερέων -παπά-Γεώργιος ήταν ο προπάππους του, παπά-Κυριάκος ήταν ο παππούς του- ενώ ο πατέρας του, Νικόλαος, υπήρξε δήμαρχος του χωριού.

Ο Δημήτριος -ή Μήτσος όπως τον φώναζε η αείμνηστη η μητέρα του και του «έμεινε»- έμαθε πολλά για τις ρίζες της οικογένειάς του από τους γονείς του, Νικόλαο και Πασχαλινή. Αλλά και τον παππού του, τον παπά-Κυριάκο.

Αναφέρει στο βιβλίο του: «Θυμάμαι από τον καιρό που ξεκίνησε να περπατάω και να μιλάω κρατούσα το χέρι του παππού μου. Ήμουν μάρτυρας στο θάνατό του…».

Ο παπα-Κυριάκος δολοφονήθηκε από Βούλγαρο πράκτορα το 1940 πίνοντας καφέ, έχοντας τον μικρό Δημήτρη, 7 ετών τότε, κοντά του. «Θυμάμαι σαν σήμερα όταν με τον παππού μου τρέχαμε να γυρίσουμε στο σπίτι μετά από το θανατηφόρο καφέ που ήπιε…Επίσης θυμάμαι όταν η γιαγιά Δάφνη βγήκε από το υπνοδωμάτιο και ανακοίνωσε το θάνατο του Παπά- Κυριακού», ανέφερε στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Παπαδόπουλος.

Ο παπά-Κυριάκος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, παπά-Γεώργιο, τον δημιουργό της οικογένειας Παπαδοπούλου, ο οποίος επίσης δολοφονήθηκε, τον Μάιο του 1907 από κομιτατζήδες. Ο λόγος της δολοφονίας, όπως έγινε γνωστό, ήταν επειδή δεν αρνήθηκε την πίστη του και δε δέχθηκε να τελέσει λειτουργία στα Βουλγαρικά. Στην περιοχή Κούλα στις Πρέσπες έχει ανεγερθεί μνημείο του το 1950.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος με τη σύζυγό του Βασιλική, το 2005, στο μνημείο που έχει στηθεί στο σημείο Κούλα στις Πρέσπες για τον προπάππου του, πάπα-Γεώργιο, ο οποίος δολοφονήθηκε από κομιτατζήδες. Φώτο: Supplied

Όταν έφυγε από τη ζωή ο παπά-Γεώργιος, πένθος έπεσε στην οικογένεια και στο χωριό. Ο Κυριάκος, ο μεγαλύτερος γιος του ήταν τότε στην Αμερική. Αποφασίστηκε να επιστρέψει. Το 1908 ο παπά-Κυριάκος έγινε ιερέας του χωριού και για τα επόμενα 32 χρόνια, το έργο του, αποτέλεσε πρότυπο που μνημονεύεται ακόμη και σήμερα στην περιοχή.

«Ένιωθα προνομιούχος και περήφανος να έχω γεννηθεί σε μία τέτοια οικογενεια, όπου υπήρξε δικαιοσύνη και ευπρέπεια. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει στη γιαγιά μου Δάφνη: ‘Εκπροσωπούμε τον Θεό σε αυτή την εκκλησία κι αυτό το χωριό. Εμείς και η οικογένειά μας, πρέπει να είμαστε παράδειγμα στους ανθρώπους’», σημείωσε ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος.

Το 1940, η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση των ιταλικών δυνάμεων. Ο πατέρας του, Νικόλαος έφυγε για το μέτωπο για να πολεμήσει με τον Ελληνικό Στρατό. Ο μικρός Δημήτρης αναδείχθηκε σε δεξί χέρι της μητέρας του, Πασχαλινής.

Στον Ελληνοιταλικό Πόλεμο η κατάσταση δεν ήταν εύκολη. «Θυμάμαι όταν μας μετακόμισαν στα χωριά του κάμπου της Πρέσπας μακριά από τα σύνορα Αλβανίας για να μας σώσουν. Ο πατέρας μας φαντάρος να πολεμά τους Ιταλούς και η μανά μας, με τρία παιδιά -εμένα με κρατούσε από το χέρι, τον Μιχάλη τον είχε στον ώμο και τη Χριστίνα αγκαλιά- τότε να βαδίζουμε για το χωριό Πλατύ μαζί με την γιαγιά Δάφνη. Θυμάμαι όταν γυρίσαμε στο σπίτι με τα από αρκετούς μήνες και σε τι κατάσταση το βρήκαμε», πρόσθεσε.

Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος σε φωτογραφία του 1941 όταν υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φώτο: Supplied

«Υπήρχαν καθόλου στιγμές παιδική ξεγνοιασιάς;» ρωτήσαμε τον κ. Παπαδόπουλο. «Δεν θυμάμαι παιδική χαρά, ξέγνοιαστες στιγμές, από μικρός ζούσα σε μία κοινωνία με πολλά προβλήματα. Θυμάμαι ότι τα παιχνίδια μας ήταν με τα φυσίγγια και χειροβομβίδες που μείνανε από τους πολέμους. Οι συνθήκες μας μεγάλωσαν από πολύ νωρίς», απάντησε.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στην Ελλάδα, 1946-1949, η κατάσταση έγινε χειρότερη για την οικογένεια του Δημήτριου Παπαδόπουλου. Τον Απρίλιο του 1946 η μητέρα του απεβίωσε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Ο πατέρας του στρατολογήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).

Τα αδέρφια του, ο Μιχάλης, που είχε γεννηθεί το 1936 και η Χριστίνα, που είχε γεννηθεί το 1939, μαζί με πολλά ακόμη ανήλικα παιδά βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ουγγαρία.

Ο Δημήτρης με τον μικρότερο αδερφό του Ιωσήφ, που είχε γεννηθεί το 1945, έμειναν στους Ψαράδες. «Ήταν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της παιδικής μου ζωής. Χωρίς γονείς, δυο ορφανά παιδιά και εγώ έπρεπε να τα κάνω όλα. Να στέλνω τα ζώα το πρωί για βοσκή και το βράδυ να τα φέρνω στο σπίτι και να τα κλείνω στο στάβλο. Να προσέχω το μικρό μου αδερφό, να προσπαθώ να πιάσω κανένα ψάρι να το μαγειρέψω για να φάμε. Να κουβαλάω στους ώμους τον μικρό αδελφό από καταφύγιο σε καταφύγιο για να σωθούμε από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς», είπε στον «Νέο Κόσμο».

Το σπίτι της οικογένειας Παπαδόπουλου στους Ψαράδες πριν το γκρεμίσουν το 1960 και ό,τι απέμεινε στη θέση του το 1991, όταν επέστρεψε ο Δημήτριος Παπαδόπουλος. Φώτο: Supplied

«Θυμάμαι -συνέχισε- κάποια στιγμή, πήγα και ζήτησα ψωμί από την γειτόνισσα. Μου έδωσε ένα καρβέλι, το οποίο μόλις είχε βγάλει από το φούρνο. Παίρνοντας το ψωμί έτρεξα, όπως ήμουν νηστικός, πήρα το μαχαίρι και πήγα να κόψω μια φέτα για να βάλω στο στόμα μου. Αλλά από τη βιασύνη έκοψα και το δάχτυλο μου. Αμέσως έτρεξα πίσω στην γειτόνισσα για βοήθεια. Όταν μου έριξε ιώδιο στην πληγή, εγώ λιποθύμησα..».

Στα μέσα του 1949, πήρανε και τον ίδιο για να εργαστεί ως αγγελιοφόρος του ΔΣΕ στα ορεινά. «Δεν ξεχνώ όταν βρέθηκα με άλλους συγχωριανούς μου στο Γράμμο, με τα μουλάρια να κουβαλάμε πυρομαχικά. Δεν ξεχνώ όλα αυτά που είδα τότε και βιώσα..», ανέφερε. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους μαζί με πολλούς ακόμη πρόσφυγες βρέθηκε στην Αλβανία.

Από εκεί ταξίδεψαν με το πλοίο SS Olivia για την Πολωνία. Οι συνθήκες άθλιες. «Κάθε δεύτερη, αν όχι κάθε μέρα, οι ναυτικοί πετούσαν στην θάλασσα έναν πεθαμένο. Σε ένα φορτηγό πλοίο με τόσο κόσμο μπορείτε να φανταστείτε τι συνθήκες επικρατούσαν…Ήταν τόσες οι άσχημες εικόνες που δεν θα ήθελα να τις περιγράψω».

Όταν έφτασαν στην Πολωνία, μετά το λιμάνι, πρώτος σταθμός ήταν τα στρατόπεδα ανηλίκων πρόσφυγων. Μετά από λίγο καιρό τους έστειλαν σε σχολείο, όπου ο Δημήτριος μαζί με άλλους νέους έλαβαν τεχνική εκπαίδευση. Ο ίδιος έγινε μηχανικός ραδιοεπικοινωνίας.

«Η Πολωνία είχε καταστραφεί αρκετά κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμάς μας τακτοποίησαν σε εγκαταστάσεις όπου ζούσαν Γερμανοί, αλλά έφυγαν μετά τον Πόλεμο. Στις αρχές η μεταπολεμική κατάσταση δεν ήταν ρόδινη για τους Πολωνούς, αλλά και όσους βρέθηκαν εκεί καθώς η χώρα είχε υποστεί αρκετές καταστροφές…Η κυβέρνηση και γενικά ο πληθυσμός μας φέρθηκαν καλά και προσπαθούσαν να μας βοηθήσουν…», είπε ο κ. Παπαδόπουλος στον «Νέο Κόσμο».

Στην Πολωνία εργάστηκε αρκετά χρόνια ως τεχνικός, αρχικά στο κρατικό ραδιόφωνο στην πόλη Wroclaw και στη συνέχεια σε εργαστήριο στην κοοπερατίβα (συνεταιρισμό) Radiotechnika.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος με τη Βασιλική (Βάσα) Γεωργιάδου πριν το γάμο τους, το 1955 στην Πολωνία. Φώτο: Supplied

Το 1955 παντρεύτηκε τη Βασιλική Γεωργιάδου, πρόσφυγας η ίδια ως παιδί από το χωριό Λαιμός των Πρεσπών. Όσο ζούσαν στην Πολωνία, απέκτησαν δύο παιδιά, την Πασχαλινή-Βαλ και τον Νίκο.

Ο πατέρας του, Νικόλαος, είχε φτάσει επίσης στην Πολωνία, αλλά σε διαφορετική πόλη. «Δε σταματούσε να μιλά για την πατρίδα, την Πρέσπα και τους Ψαράδες. Παρότι δεν είχαμε άσχημη ζωή στην Πολωνία και είχαμε φύγει παιδιά από την Ελλάδα, μέσα μας, μας έτρωγε η σκέψη της πατρίδας και ο γυρισμός…αισθανόμασταν ξένοι», δήλωσε ο κ. Παπαδόπουλος.

Αλλά η κατάσταση στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά ευνοϊκή ήταν. «Εάν δεν έχεις μπάρμπα στην κυβέρνηση δεν βρίσκεις δουλειά», του έγραφαν γνωστοί που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα, ενώ και η «εχθρική έκφραση ‘αυτός από το Παιδομάζωμα’, για εμένα, που είχα οικογένεια δε με ενθάρρυνε. Έπρεπε να αναζητήσω καλύτερη λύση…».

Ο αδερφός του Μιχάλης, είχε ακολουθήσει την αδερφή τους Χριστίνα και το σύζυγό της, στην Αυστραλία μερικά χρόνια πριν. Απεύθυναν πρόσκληση στον Δημήτριο και την οικογένειά του να μεταναστεύουν εκεί επίσης. Ήδη είχε μεταβεί στη χώρα και ο Ιωσήφ, ο μικρότερος αδερφός της οικογένειας.

Αφού ξεπεράστηκαν κάποιες δυσκολίες με την πρεσβεία της Βρετανίας στην Πολωνία, η οποία χειριζόταν τα θέματα βίζας για την Αυστραλία, στις αρχές Νοεμβρίου 1964 η οικογένεια του Δημήτριου Παπαδόπουλου αναχώρησε με προορισμό την Τζένοα της Ιταλίας.

Ο πατέρας του, Νικόλαος, όταν τον αποχαιρετούσε στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κατοβίτσε της Πολωνίας, καθώς το τρένο αναχωρούσε του φώναξε «Τα τρένα που φύγαν», στίχο από το ομώνυμο ελληνικό τραγούδι που μιλά για αποχωρισμό.  Στο μυαλό του Δημήτριου ήρθαν οι μνήμες του 1949, οι αποχωρισμοί τότε και το ερώτημα «Έχουμε αρκετό χρόνο με τον πατέρα μου σε αυτή την ηλικία να ανταμώσουμε ξανά;».

«Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω για ώρες», γράφει ο κ. Παπαδόπουλος. Μετά από μερικούς μήνες, στην Αυστραλία πια έλαβε ένα πακέτο. Έναν δίσκο βινυλίου με το τραγούδι «Τα τρένα που φύγαν». Αργότερα αγόρασε ένα CD με το τραγούδι αυτό, το οποίο ακούει μέχρι και σήμερα.

«Στην αρχή, όταν το άκουγα ένιωθα θλίψη και αναστεναγμό, γιατί τα λόγια του τραγουδιού σαν να έλεγαν για την δικιά μας μοίρα. Τώρα αισθάνομαι μια ανακούφιση και γαλήνη στην ψυχή μου».

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος με τη σύζυγό του Βασιλική, μόλις αποβιβάστηκαν από το πλοίο Marconi στην προβλήτα της Μελβούρνης. Φώτο: Supplied

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Η οικογένεια του Δημήτριου Παπαδόπουλου, σάλπαρε με το πλοίο Marconi από τη Τζένοα στις 3 Νοεμβρίου και έφτασε στη Μελβούρνη στις 24 Νοεμβρίου 1964.

Για μερικές ημέρες έμεινε στο λιμάνι του Φρίμαντλ, λόγω απεργίας των ναυτικών, αλλά αυτό έδωσε την ευκαιρία στην οικογένεια να δει συντοπίτες στην Πέρθη. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, emails, social media, και οι επαφές γίνονταν μέσω άλλων φίλων και γνωστών, που ήδη είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία.

Στη Μελβούρνη, τα δύο αδέρφια του Δημήτριου, ο Μιχάλης και ο Ιωσήφ είχαν νοικιάσει ένα αρκετά ευρύχωρο σπίτι στο Fitzroy. Κάλυψαν όλα τα έξοδα για την οικογένεια του Δημήτρη για μερικούς μήνες, μέχρι που άρχισε να εργάζεται ο ίδιος και να συνεισφέρει οικονομικά.

Η Πασχαλινή-Βαλ ήταν 7 ετών και ο Νίκος 18 μηνών, ενώ η Αγγλική γλώσσα αποτελούσε εμπόδιο, καθώς κανείς στην οικογένεια του Δημήτρη Παπαδόπουλου δεν τη μιλούσε.

Η οικογένεια του Δημήτριου Παπαδόπουλου στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, το 1964 πριν αναχωρήσουν για την Αυστραλία. Φώτο: Supplied

«Για όλους μας ήταν πολύ δύσκολο να ξεκινήσουμε μία ζωή σε μία νέα χώρα χωρίς να μιλάμε τη γλώσσα, ειδικά για ένα 7χρονο παιδί που δεν είχε μιλήσει ή ακούσει κουβέντα στα Αγγλικά. Ήταν μία τεράστια αποστολή…», γράφει ο κ. Παπαδόπουλος.

Αλλά και για τον Δημήτριο Παπαδόπουλο η «υποδοχή» της Αυστραλίας, μετά τα πρώτα χαμόγελα, έφερε «σύννεφα». Παρότι πτυχιούχος και με εμπειρία στο επάγγελμά του, βρέθηκε σε δύσκολες εργασίες και με ελάχιστα χρήματα. Η Αυστραλία δεν αναγνώριζε τότε πτυχία από σπουδές σε άλλες γλώσσες εκτός της Αγγλικής.

Σκέφτηκε και να πάρει την οικογένειά του και να φύγει. «Αν κάποιος δεν ήξερε τη γλώσσα, δεν υπήρχε σεβασμός, όποια και αν ήταν η μόρφωσή του. Η Αυστραλία ήθελε εργατικά χέρια…εάν δε μιλούσες τα Εγγλέζικα ήσουν τίποτα. Και τέτοιους ζητούσαν σε ορισμένες θέσεις εργασίας. Ήταν καταστάσεις που μου προκάλεσαν αγανάκτηση και σκεφτόμουν ακόμη και την επιστροφή ως λύση…».

Ακολούθησαν αρκετές συζητήσεις με τον αδερφό του Μιχάλη. Ένα βράδυ, συμφώνησαν ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που ζούσαν και να μην χαραμίσουν την μόρφωση και τα χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας που απέκτησαν στην Πολωνία.

Την επόμενη κιόλας γράφηκαν σε νυχτερινό σχολείο για να μάθουν καλά Αγγλικά. Αυτό τους άνοιξε την πόρτα για απασχόληση στις τέχνες που είχαν σπουδάσει.

Ο Δημήτριος, το 1965 βρήκε δουλειά σε κρατική επιχειρήση, την τότε PMG -Telstra, συμβάλλοντας και στην εγκατάσταση στην Αυστραλία της πιο σύγχρονης για την εποχή τεχνολογίας στην επικοινωνία (Radio-Communication Microwave Systems), χωρίς καλώδια.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος στο εργαστήριο κάνει έλεγχο στα σύγχρονα για την εποχή Radio-Communication Microwave Systems που συνέδεσαν την επικοινωνία ανά την Αυστραλία και συντέλεσαν στην ανάπτυξη της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Φώτο: Supplied

Δεν άλλαξε εταιρία μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, το 1992. Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέφερε στον «Νέο Κόσμο», πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και στην αυστραλιανή κοινωνία.

Ο Μιχάλης είχε σπουδάσει μηχανικός εργαλείων και εργοστασιακών μηχανών. Αναδείχθηκε μέχρι τηθέση του Γενικού Μηχανικού στα εργοστάσια που εργαζότανε -Mc Robertson Chocolates, Hoddle’s Chocolates και Bonlec Foot Processing Factory- στη Μελβούρνη.

Ο πατέρας τους, Νικόλαος , αρκετά χρόνια μετά το θάνατο της συζύγου του Πασχαλινής, γνώρισε την Αναστασία, με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησαν μαζί τον Γιώργο, το 1954. Η Αναστασία είχε από προηγούμενο γάμο δύο κόρες, την Ελένη και την Όλγα που έγιναν μέλη της οικογένειας Παπαδοπούλου.

Μέχρι το 1969 όλα τα μέλη της οικογένειας του Νικόλαου Παπαδόπουλου είχαν επανενωθεί στην Αυστραλία. Όλα τα αδέρφια συνέβαλαν οικονομικά και έφτασε στη χώρα ο πατέρας τους με τη σύζυγό του, Αναστασία και το μικρότερο παιδί του, Γιώργο.

Από αριστερά, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος με την κόρη του Ελένη, τη σύζυγό του, Ειρήνη, ο Δημήτριος Παπαδόπουλος με τη σύζυγό του Βασιλική και το γιο του Νίκο, Ο Ιωσήφ με τη σύζυγό του Βασιλική και το παιδί του Πέτρο και τέλος η Πασχαλινή, κόρη του Δημήτριου.Φώτο: Supplied

Η ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Τα χρόνια πέρασαν, η ζωή στην Αυστραλία γινόταν όλο και καλύτερη για τον Δημήτριο Παπαδόπουλο και την οικογένειά του. Ο πατέρας του, Νικόλαος, από αρκετά χρόνια πριν τον ενθάρρυνε να μάθει ακόμη περισσότερα για τους προγόνους του. Αργότερα, τα παιδιά και τα εγγόνια του, ήθελαν να ξέρουν την ιστορία τους και την καταγωγή τους.

Ο κ. Παπαδόπουλος, πιστεύοντας βαθιά ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς ποιος είναι και από που προέρχεται, ξεκίνησε να ερευνά πιο εμπεριστατωμένα για να γράψει την περιπέτεια της ζωής του και την ιστορία της οικογένειάς του, έχοντας βρει τις ρίζες των προγόνων του από τον 19ο αιώνα ανά την περιοχή της ιστορικής Μακεδονίας.

«Είχα αρχίσει να γράφω νωρίτερα σε διάφορες περιόδους της ζωής μου. Κρατούσα σημειώσεις από μικρός από την στιγμή που εγκατέλειψα τον τόπο που γεννήθηκα, παρά τη θέλησή μου», ανέφερε στον «Νέο Κόσμο». Όσο έγραφε, τόσο ζωντάνευαν οι μνήμες, αλλά κάποια στιγμή, κατά την περιπέτεια του ξεριζωμού, έχασε όλες τις σημειώσεις του. «Έμεινα μόνο με αυτά που συγκράτησε το μυαλό μου».

Ανά τα χρόνια «πολλές πληροφορίες για την οικογένειά μου πήρα από τον πατέρα μου και τον κ. Αλέκο Τουτουντζή από την Πέρθη. Επίσης συγκέντρωσα πολλά στοιχεία κατά το ταξίδι που κάναμε με την σύζυγό μου Βασιλική το 1991 ανά την Ευρώπη», πρόσθεσε.

Η προσπάθεια που ξεκίνησε πιο εντατικά μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1977 στην Αυστραλία ολοκληρώθηκε το 2019, με πολύ κόπο, αλλά και μεράκι. Το αποτέλεσμα είναι το πόνημα «A Child’s Odyssey – Life During and After the Civil War» (Η Οδύσσεια Ενός Παιδιού – Η ζωή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και Έπειτα), από τον οίκο Busybird Publishing.

Απεικονίζεται η οικογένεια του παπά-Κυριάκου. Επάνω ο παπά-Κυριάκος με τη σύζυγό του Δάφνη. Κάτω από αριστερά η Πασχαλινή, ο Νικόλαος και η αδερφή του Ελένη. Πρόκειται για ζωγραφιά από φωτογραφία. Τη φιλοτέχνησε κωφάλαλος καλλιτέχνης στην Πολωνία. Φώτο: Supplied

«Όταν έβαζα τις σκέψεις μου σε χαρτί, ήταν σε κάποια σημεία που δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρια από τα μάτια μου…Όταν χώριζα από τον μικρό μου αδερφό, από τον πατέρα μου, όταν με πήρανε οι αντάρτες για να δουλεύουμε στα χωριά Πυξό και Βροντερό, γιατί ένιωθα πως φεύγω και μπορεί να μην ξαναγυρίσω», είπε στον «Νέο Κόσμο».

Οταν κράτησε στα χέρια του το πρώτο αντίτυπο, ένιωσε μέσα του ικανοποίηση και ευχαρίστηση που έφερε εις πέρας αυτή την αποστολή ζωής.

Ορισμένες από τις φωτογραφίες που κοσμούν την έκδοση, τις είχε τραβήξει πολλά χρόνια πριν ο πατέρας του, Νικόλαος. «Προπολεμικά είχε ένα μαύρο κουτί που ήταν η φωτογραφική μηχανή και τραβούσε φωτογραφίες από την οικογένεια του. Όμως με όλες τις περιπέτειες στο πέρασμα των χρόνων οι περισσότερες χάθηκαν και πολύ λίγες διεσωθήκαν…».

Πολλά έχουν γραφεί για το «Παιδομάζωμα» -ή το «Παιδοσώσιμο»- κατά τον Εμφύλιο. Πέρα από οποιαδήποτε πολιτικό πλαίσιο της ενέργειας, είναι γεγονός ότι πολλά παιδιά χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους και σε πλείστες περιπτώσεις δε σμίξανε ποτέ ξανά.

Ποια είναι η γνώμη του κ. Παπαδόπουλου σήμερα; «Πιστεύω ότι ήταν το μεγαλύτερο δράμα που έζησε ο κόσμος στις περιοχές όπου εκτυλίχθηκε ο Εμφύλιος, ειδικά στην Μακεδονία…Αναγκαστικοί χωρισμοί, ‘κομμάτιασμα’ των οικογενειών, που οι περισσότερες δε σμίξανε ποτέ ξανά. Για τα ανήλικα παιδιά και τον άμαχο πληθυσμό, που σκόρπισαν για να αποφύγουν τη θύελα των μαχών, είχε δύο αποτελέσματα: Το ένα θετικό και το άλλο αρνητικό. Το θετικό είναι πως σώθηκαν και τα παιδιά μορφώθηκαν. Το αρνητικό είναι ότι έφυγαν χωρίς τη θέλησή τους, από ανάγκη να σώσουν τη ζωή τους από τις μάχες -όπως χιλιάδες πρόσφυγες και σήμερα- και χάσανε τα πάντα: Τις οικογένειές τους, τα υπάρχοντά τους, την πατρίδα και τον τόπο τους. Τα μέρη όπου ζούσε αυτός ο πληθυσμός ερημώθηκαν».

Αλλά, για τους ανθρώπους στις εμπόλεμες περιοχές, η κατάσταση ήταν «όπως λέει η λαϊκή παροιμία ‘εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα’…Πιστεύω ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα το 1946-1949 δεν έπρεπε να γίνει. Η Ελλάδα ανήκε στις χώρες του δυτικού κόσμου και θα παραμείνει εκεί, καθώς η γεωγραφική της θέση είναι στρατηγική», επεσήμανε ο ίδιος.

Η Βασιλική με παραδοσιακή φορεσιά και ο Δημήτριος στους Ψαράδες το 1991. Φώτο: Supplied

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ 

Ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος επέστρεψε στο χωριό του, στους Ψαράδες το 1991. Όταν το 1949, έφευγε τότε αναγκαστικά, είχε σταματήσει σε ένα σημείο για να δει την τοποθεσία μία τελευταία φορά. «Όταν γύρισα πίσω στο χωριό μετά από 42 χρόνια, αμέσως πήγα ξανά στο ίδιο σημείο που είχα σταματήσει το 1949, όταν έφευγα και έκλαψα ξανά, αλλά αυτή τη φορά από τη χαρά μου».

Επίσης, σε ένα από τα τελευταία ταξίδια με τη σύζυγό του, Βασιλική στην Ευρώπη, μία κρουαζιέρα, βρέθηκε στο Gdansk της Πολωνίας. Στο ίδιο λιμάνι όπου ο ως έφηβος, 70 χρόνια πριν, το 1949 έφτασε με το πλοίο SS Olivia από την Αλβανία.

«Απίστευτη και αρκετά συναισθηματική στιγμή», επισημαίνει, συνοδεύοντας το κείμενο με φωτογραφία των ποδιών του, να πατούν στις ράγες του τρένου που τον μετέφερε, μαζί με άλλα παιδιά στην ενδοχώρα της Πολωνίας.

Ακόμη, στην Πολωνία, πήγε στη Σχολή όπου σπούδασε για 4 χρόνια και συναντήθηκε με τον καθηγητή Mαθηματικών των νεανικών του χρόνων. «Ήταν κάτι που το επιθυμούσα πολύ και όταν εν τέλει πραγματοποιήθηκε… δεν περιγράφονται εύκολα τα συναισθήματα μου. Όταν άνοιξε η πόρτα και αντικρίσαμε ο ένας τον άλλο…η θερμή αγκαλιά με τα μάτια μας γεμάτα δάκρια, ήταν το αποκορύφωμα της επίσκεψής μας στην Πολωνία».

Ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος με τον καθηγητή Μαθηματικών, κ. Huzempa. Φωτο: Supplied

Σε όλη αυτή την περιπέτεια, εκτός από την αγάπη της οικογένειας, υπήρξαν καίριες παρεμβάσεις από γνωστούς και φίλους, οι οποίοι γνώριζαν την ιστορία της οικογένειας Παπαδόπουλου και την προσφορά της.

«Αυτό που έχω καταλάβει ως τώρα στα 87 χρόνια ζωής είναι πόσο σημαντική είναι η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν μπορεί και προσφέρει το πιο μικρό πράγμα σε αυτόν που το έχει ανάγκη. Κάτι που έλεγε συχνά και ο παππούς μου, ο παπά-Κυριάκος», είπε ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος.

«Πόσο σημαντικό ήταν τα μέλη της οικογένειας, αν και σε διαφορετικές χώρες και πόλεις να παραμείνουν ενωμένα και αγαπημένα;» τον ρωτήσαμε.

«Όσοι μας γνώριζαν, όταν βγαίναμε έξω τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια στην αγορά της Smith Street, στο Fitzroy, έλεγαν αυτά είναι ‘τα παιδιά του Νίκου’…και η υποδοχή και η βοήθεια, με απεριόριστη αγάπη που μας πρόσφεραν τα αδέρφια μου όταν ήρθαμε με την οικογένειά μου, δεν περιγράφεται, ούτε ξεπληρώνεται. Ο σεβασμός και η αλληλοβοήθεια του ενός για τον άλλο, μέχρι να σταθεί ο καθένας στα πόδια του, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Νιώθω περήφανος που ανήκω σε αυτή την οικογένεια, Παπαδοπούλου».

Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, με τους δύο γιους του, Δημήτριο και Μιχάλη, στη Βαρσοβία όπου ξεπροβόδισαν την Χριστίνα και τον Γεώργο για την Αυστραλία, ενώ έδωσαν λόγω μεταξύ τους ότι θα κάνουν το παν για την επανένωση της οικογένειας Παπαδοπούλου σε ένα μέρος. Φώτο: Supplied

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»… ΣΤΗΝ «ΙΘΑΚΗ»

Ήταν λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, το 1949, όταν ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, 16 ετών τότε, καθώς βάδιζε με άλλα παιδιά προς το άγνωστο σε δρόμους της Αλβανίας, συναντήθηκε με τον πατέρα του.

Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, μαζί με άλλους αντάρτες είχαν χαράξει επίσης πορεία με άγνωστο προορισμό. Θέλοντας να εμψυχώσει το γιο σε μία πολύ δύσκολη στιγμή, να του δώσει κουράγιο του είπε «Μη φοβάστε, ο Θεός είναι μεγάλος παιδί μου».

«Ο πατέρας μας πάντα πίστευε (στα Θεία) και μας το ομολογούσε αρκετές φορές. Έλεγε ότι για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μία λύση. Θυμάμαι τη στιγμή που τον είχαν πάρει οι αντάρτες -μετά από συκοφαντία- και τον οδηγήσανε για το χωριό, σε ένα σημείο όπου έσκαβες μόνος σου το λάκκο που θα σε χώνανε…Εμένα μου φώναξε να βάλω το γραμμόφωνο και να παίζει μουσική. Ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία του. Ναι είχε δίκιο…» ο Θεός είναι μεγάλος, σχολίασε ο κ. Παπαδόπουλος, που έζησε τη δική του «Οδύσσεια» ως παιδί.

Από τους Ψαράδες, στην Αλβανία, απ’ εκεί στην Πολωνία και με τη δική του οικογένεια πλέον στην Αυστραλία. Γράφει στο βιβλίο του ανάμεσα σε άλλα: «Η ζωή μου ήταν ένα ταξίδι προκλήσεων και μία μάχη για επιβίωση κατά τη διάρκεια σπουδαίων αλλαγών στον Κόσμο».

«Αυτή είναι η ιστορία μου, η οικογενειακή μου Οδύσσεια. Μία ιστορία δολοφονιών και δυσχερειών, δεινών και θυσιών, μέχρι την επανένωση της οικογένειας Παπαδόπουλου στην Αυστραλία» χάρη στις μεγάλες θυσίες του αδερφού του Μιχάλη και της αδερφής του Χριστίνας.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, στα 80α του γενέθλια με τη σύζυγό του, Βασιλική και τα παιδιά του, Πασχαλινή-Βαλ και Νίκο. Φώτο: Supplied

Ο γιος του Δημητρίου και της Βασιλικής, Νίκος από μικρό παιδί ήταν πολύ ζωηρός και όταν μια φορά κατά το ταξίδι για την Αυστραλία, το 1964, το «έσκασε» από την παρέα στο πλοίο Marconi απέκτησε το προσωνύμιο «the runaway boy».

40 χρόνια μετά, ήταν λαμπαδηδρόμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα το 2004, ενώ έχει διαγράψει σημαντική επιχειρηματική σταδιοδρομία σε θέσεις υψηλής ευθύνης.

Η κόρη τους Πασχαλινή, που δεν μπορούσε να μιλήσει Αγγλικά όταν πήγε σχολείο πρώτη φορά το 1965, υπηρετεί τη νοσηλευτική και τη μαιευτική, προσφέτοντας πολύτιμο έργο για τους συνανθρώπους της, εδώ και πολλά χρόνια.

Ο Δημήτριος, από έφηβος που βρέθηκε μόνος σε ξένες χώρες, χωρίς να γνωρίζει τι απέγιναν οι δικοί του, χωρίς να μπορεί πάντα να επικοινωνήσει μαζί τους, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των τεχνολογικών εξελίξεων στον τομέα της επικοινωνίας στην Αυστραλία. Στο πλευρό του πάντα η σύζυγός του, Βασιλική.

Η Πασχαλινή παντρεύτηκε τον Τζον Κένεντι και έχουν αποκτήσει 3 παιδιά, την Μπιάνκα, τον Κρεγκ και την Σαρίνα (Χαρούλα), ενώ ο γιος του Νίκος παντρεύτηκε τη Βούλα Λαλοπούλου) 2 παιδιά, τον Δημήτρη και τον Ιάσωνα.

Η οικογένεια του Δημητρίου Παπαδόπουλου, την πρωτοχρονιά του 2006. Φώτο: Supplied

Από την οικογένεια Παπαδοπούλου, ο αδερφός του Δημητρίου, Μιχάλης παντρεύτηκε την Ειρήνη Φιλιάδη από το Άργος Ορεστικό και απέκτησαν επίσης δύο παιδιά, την Ελένη και τον Νίκο. Η αδερφή τους Χριστίνα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χρήστου από την Τριανταφυλλιά και απέκτησαν τρία παιδιά: Κρις, Βαλ και Βίκυ. Ο Ιωσήφ παντρεύτηκε τη Βασιλική Πετρίδη από το Λαιμό και απέκτησαν ένα παιδί, τον Πέτρο.

Ο μικρότερος αδερφός της οικογένειας ο Γιώργος, ο οποίος απεβίωσε το 2010, είχε παντρευτεί το 1988 τη Χριστίνα Αδγκέμης από το Καστελλόριζο. Απόκτησαν δυο παιδιά μαζί, τον Νικόλα-Κρίστιαν και τον Νέιθαν.

«Μετά από όλη αυτή την ‘Οδύσσεια’ ήταν η Αυστραλία η ‘Ιθάκη’ σας;» ρωτήσαμε τον κ. Παπαδόπουλο.

«Ναι!», απάντησε. «Μετά από όλα αυτά που πέρασε η οικογένεια Παπαδοπούλου όπως και πολλές άλλες οικογένειες από την Πρέσπα, πραγματικά ήταν η ‘Ιθάκη’ μας. Τώρα με τη Βασιλική, τη σύζυγό μου, στην 65η επέτειο του γάμου μας, ζούμε στο Frankston και απολαμβάνουμε την πρόοδο της οικογένειάς μας, των δύο παιδιών μας, της Πασχαλινής και του Νίκου, των πέντε εγγονιών μας και των τριών δισέγγονων μας».

Η ιστορία της οικογένειας Παπαδόπουλου, καθώς και η «Οδύσσεια» του Δημήτρη Παπαδόπουλου, μας αφηγείται τις ανθρώπινες πτυχές γεγονότων και εξελίξεων που όρισαν τον ρου του 20ου αιώνα.

Ο Μακεδονικός Αγώνας, ο Α’ και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος, το «Παιδομάζωμα», οι κακουχίες, ο ξεριζωμός, η μετανάστευση, ο μόχθος για μία καλύτερη ζωή.

Σε κάποιους ομογενείς ξυπνούν μνήμες, προσωπικές ή προγόνων τους και συναισθήματα αγωνίας, εγκατάλειψης, απελπισίας.

Πρόκειται για αληθινά βιώματα, δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων όπως ο κ. Παπαδόπουλος, οι οποίοι χρειάστηκε να υπομείνουν απερίγραπτες δυσκολίες, να κάνουν αμέτρητες θυσίες, να δοκιμαστεί η πίστη τους υπό αντίξοες συνθήκες.

Και δυστυχώς, δεν τα κατάφεραν όλοι, να βρουν τη δική τους Ιθάκη…

Όλη η οικογένεια του Δημήτριου Παπαδόπουλου μαζί στα 60 γενέθλια της Πασχαλινής. Φώτο: Supplied