Σκηνοθέτησε μερικές από τις πιο ωραίες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, δούλεψε σε αμέτρητες άλλες ως διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, παραγωγός και σεναριογράφος. Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, το ντοκιμαντέρ της συντρόφου του Ισαβέλλας Μαυράκη, αλλά και η έκδοση του βιβλίου που πρόλαβε να τελειώσει ο ίδιος φωτίζουν τον διακριτικό δημιουργό.

 «Μισή ζωή κινηματογράφος, μισή έρωτας, και τα δυο μαζί έρωτας αξεδιάλυτος για τη ζωή» γράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας τον Κ» ο Ντίνος Κατσουρίδης. Τριπλή η σημασία του γράμματος «Κ»: Κωνσταντίνος, Κατσουρίδης, Κινηματογραφιστής. Κινηματογραφάνθρωπος είναι η λέξη που αρμόζει περισσότερο.
Ο Ντίνος Κατσουρίδης, που πέθανε πριν από έναν χρόνο (29-11-2011) και που από αύριο τιμάται σε ένα τριήμερο εκδηλώσεων στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, αποτελεί μοναδική ίσως περίπτωση ανθρώπου του ελληνικού σινεμά: όχι μόνο σκηνοθέτης κλασικών ταινιών όπως το «Έγκλημα στα παρασκήνια» και το «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση» αλλά και σεναριογράφος, διευθυντής παραγωγής, παραγωγός, διευθυντής φωτογραφίας, οπερατέρ (χειριστής μηχανής), μοντέρ – για να μην αναφερθούμε στις δουλειές του ως βοηθού σε όλες τις παραπάνω ιδιότητες. Είχε περάσει από όλα τα στάδια του μετιέ στο σινεμά και είχε διαπρέψει σε όλα. Ποτέ ωστόσο δεν ενδιαφέρθηκε για δάφνες, ποτέ δεν κόμπασε, όπως και ποτέ δεν κόμπιασε. Ήταν ο απόλυτος εργάτης.

Πέρα από μια μουσική συναυλία του συνεργάτη και φίλου του Μίμη Πλέσσα αλλά και την προβολή των ταινιών που ο Κατσουρίδης γύρισε με τον Θανάση Βέγγο, δύο είναι οι βασικοί πυλώνες στο τριήμερο εκδηλώσεων της Ταινιοθήκης: η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του «Αναζητώντας τον Κ» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ένα βιβλίο το οποίο ο Κατσουρίδης πρόλαβε να ολοκληρώσει (στην κυριολεξία) λίγο πριν από τον θάνατό του, και η προβολή ενός ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε η σύντροφός του, Ισαβέλλα Μαυράκη, κάτι σαν ένα τελευταίο αντίο στον άνθρωπο και στον κινηματογραφιστή.

Με συνδετικό ιστό παρέες ανθρώπων που θυμούνται χαλαρά τον Κατσουρίδη, το ντοκιμαντέρ «Ντίνος Κατσουρίδης, μια ζωή σαν σινεμά» στηρίζεται σε τρεις άξονες. Πρώτον, στις οπτικοακουστικές συνεντεύξεις του ίδιου οι οποίες ναι μεν ήταν ελάχιστες, κάλυψαν όμως τα πάντα. Δεύτερον, στο αρχείο που συγκεντρώθηκε έπειτα από αγώνες με τις γραφειοκρατικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους. Και τρίτον, στο κομμάτι της Κύπρου, όπου γεννήθηκε το 1927 ο Κατσουρίδης.

Εκεί, στην Κύπρο, έδειξε, από τα παιδικά του χρόνια, τι άνθρωπος θα γινόταν. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, πως όταν ο Κατσουρίδης πήγαινε Δημοτικό διάβαζε τις μεγαλύτερες αδελφές του, μαθήτριες Γυμνασίου. Μαθαίνουμε επίσης ότι η μανία του να μην τον κατηγορήσουν για αυτοπροβολή ξεκινά επίσης από τα παιδικά του χρόνια. Όταν, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, ο Κατσουρίδης διόρθωσε σε κάτι τον γυμνασιάρχη του, εκείνος τον κατηγόρησε ότι έκανε τον έξυπνο. «Όχι, σας διόρθωσα γιατί κάνατε λάθος» απάντησε ο μικρός Ντίνος, ο οποίος στις επόμενες εξετάσεις παρέδωσε λευκές κόλλες για να μην κατηγορηθεί! Το αποτέλεσμα ήταν να μη βγει πρώτος μαθητής, αλλά δεύτερος, αφού οι βαθμοί του ήταν ήδη υψηλοί.

Έξι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογραφικού χώρου που συνεργάστηκαν μαζί του, άλλοι πολύ, άλλοι ελάχιστα, θυμούνται τον «δύσκολο» αλλά τρυφερό Ντίνο Κατσουρίδη.

ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ (µΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ): «ΜΕ “ΕΜΑΘΕ” ΜΟΥΣΙΚΗ»

«Κάποια στιγμή, τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Κατσουρίδης μου τηλεφωνεί και μου λέει ότι θα ήθελε να μου δείξει πώς γράφεται μια μουσική στον κινηματογράφο. Είχε ακούσει τη μουσική μου στο “Να πεθερός, να μάλαμα”. Με έβαλε στη μουβιόλα και με έμαθε πώς μετριέται η μουσική. Περνούν τα χρόνια, κάποια στιγμή αποφασίζεται να γυριστεί το “Έγκλημα στα παρασκήνια”. Και ο Μίμης Πλέσσας, εκείνη την εποχή, που έχει τη δύναμη να επιβάλλει τους συνεργάτες του, επιλέγει και επιβάλλει ως σκηνοθέτη τον Ντίνο Κατσουρίδη. Δέκα χρόνια αργότερα, ως μέγας και τρανός σκηνοθέτης και παραγωγός, με επέλεξε εκείνος για τη μουσική τού “Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση”».

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ (ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ): «ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΚΑΛΩΔΙΑ»

«Οι πρώτες μου μέρες στα στούντιο της Φίνος Φιλμ. Γυριζόταν η “Καφετζού” (1956) με διευθυντή φωτογραφίας τον Κατσουρίδη και σκηνοθέτη τον Αλέκο Σακελλάριο. Ο Κατσουρίδης δούλευε με μηχανή ρεύματος και η πρώτη υπεύθυνη δουλειά μου ήταν να κρατώ τα δυο καλώδια, ώστε στα τράβελινγκ της μηχανής να μην μπερδευτούν. Προς το τέλος ενός μεγάλου πλάνου τα καλώδια μπερδεύτηκαν. Το “stop!” του Ντίνου μου έκοψε τα πόδια. Με το αυστηρό βλέμμα του μου λέει “Άκου να δεις, Νικολάκη, αν θες να γίνεις καλός κινηματογραφιστής, τα βήματά σου δεν πρέπει να μπερδεύονται”. Το πλάνο ξαναγυρίστηκε και εγώ είχα πάρει ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματά μου στον κινηματογράφο».

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΦΕΑΣ (ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ): «ΕΙΧΕ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗΣ»

«Με τον Ντίνο η σχέση ήταν μακρόχρονη, από το 1983 μέχρι που πέθανε. Ταινίες ως φωτογράφος, συμπαραγωγός ή μοντέρ, θεατρικές παραστάσεις τις οποίες φώτισε. Είχε το μοναδικό χάρισμα της ενσυναίσθησης, να μπαίνει στον κόσμο του σκηνοθέτη που συνεργαζόταν και να τον κάνει δικό του. Είχε όλη αυτή τη μεγάλη εμπειρία και τη μαστοριά, αλλά είχε και τη χάρη να πειραματίζεται σε πρωτόγνωρα πράγματα, είτε όταν του ζητούσα να ανεβαίνουμε σε ανυψωτικά πυροσβεστικά (“120 Ντεσιμπέλ”) είτε σε ελικόπτερα πάνω από το Αιγαίο (“Ο έρωτας του Οδυσσέα”). Του οφείλω πολλά».

ΠΕΜΥ ΖΟΥΝΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ): «ΜΕ ΤΗ ΜΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ»

«Συνεργαστήκαμε μόνο μια φορά, στην “Κόκκινη Μαργαρίτα” του Βασίλη Βαφέα, και αυτό που κατάλαβα πολύ σύντομα ήταν ότι ο Ντίνος είχε τη μαγιά του αρχηγού. Δυνατός, ήσυχος, πεισματάρης, απαιτητικός, αλλά με πολύ σεβασμό στον απέναντί του επαγγελματία, όταν τον αναγνώριζε ως κάτι τέτοιο. Ήξερε τι θα πει πειθαρχία, αλλά την ίδια ώρα ήταν τρυφερός και προστατευτικός – και αυτά για μένα είναι τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου αρχηγού».

ΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ): «ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ!»

«Τον εκτιμούσα και τον θαύμαζα πολύ πριν τον γνωρίσω, επομένως όταν συναντηθήκαμε στην “Πρωινή περίπολο” του Νίκου Νικολαΐδη ήταν σαν να ξαναπιάναμε μια κουβέντα που είχαμε αφήσει στη μέση. Μου έκανε εντύπωση ότι παρακολουθούσε τις πρόβες, ένας τόσο εξαιρετικός φωτογράφος, ένας τόσο μεγάλος καλλιτέχνης – και όμως, παρακολουθούσε τις πρόβες. Αυτό σήμαινε ότι ως φωτογράφος αγαπούσε πολύ τους ηθοποιούς. Για να φωτογραφήσει, θα έπρεπε να διαβάσει το μέσα μέρος της ταινίας, που είναι η ψυχή των ηθοποιών. Αυτό φωτογράφιζε».

ΒΟΥΛΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ): «ΓΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ»

«Ο Κατσουρίδης ήταν ένας θαυμάσιος, πεπειραμένος κινηματογραφιστής, πολύ γλυκός σαν άνθρωπος, με τις ιδιοτροπίες του όμως, λόγω επαγγελματικής ευσυνειδησίας. Και στις δύο περιπτώσεις των συνεργασιών μας (στις ταινίες “Είμαι αθώος” και “Σύντομο διάλειμμα”) η πείρα και το καλλιτεχνικό αισθητήριό του έπαιξαν σημαντικό ρόλο για το καλύτερο αποτέλεσμα. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτές τις συνεργασίες και τον αγαπούσα πάντα, παρ’ ότι δεν βλεπόμασταν συχνά».

ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΕΡΑ, ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΖΩΗΣ

Η Ισαβέλλα Μαυράκη ερωτεύθηκε τον Ντίνο Κατσουρίδη το 1989, όταν η τελευταία ταινία του, «Όνειρο αριστερής νύχτας», προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν η τελευταία δημόσια προβολή της ταινίας. Στη διάρκειά της η Μαυράκη καθόταν με τον συν-σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή του «Ονείρου» Νίκο Καλογερόπουλο, με τον οποίο ωστόσο ο Κατσουρίδης είχε έρθει σε ρήξη. Αποτέλεσμα, το «Όνειρο αριστερής νύχτας» να μην προβληθεί ποτέ στις αίθουσες, να είναι «μια ταινία χωρίς πατέρα, που έμεινε στα ράφια», όπως έλεγε ο ίδιος ο Κατσουρίδης. Στάθηκε όμως η αφορμή για τη συνάντησή του με την Ισαβέλλα Μαυράκη: έκλεισαν ραντεβού στην Αθήνα για να του δείξει ένα σενάριό της. Και όταν έπειτα από δύο-τρεις συναντήσεις η Μαυράκη τον κάλεσε στο σπίτι της για να του κάνει το τραπέζι, ήταν 17 Νοεμβρίου και η Αθήνα καιγόταν, οπότε ο Κατσουρίδης αναγκάστηκε να κοιμηθεί στο σπίτι της, από όπου τελικά δεν έφυγε ποτέ. «Όση προσοχή έβαζε στη δουλειά του, άλλη τόση έβαζε στους ανθρώπους» λέει η Μαυράκη. «Σκηνοθετούσε τη ζωή σου, αλλά συγχρόνως τη µοντάρισε για να την ξεσκαρτάρει και µετά τη φώτιζε για να φαίνεται πιο σωστά, πιο καθαρά».