Η απόφαση για τη χρησιμοποίηση ιδιωτικών φρουρών στα ξενοδοχεία καραντίνας αναδεικνύεται σε μία από τις πιο καταστροφικές στην ιστορία της Βικτώριας καθώς φέρεται, σε μεγάλο βαθμό, να προκάλεσε το δεύτερο κύμα κορονοϊού στην Πολιτεία με τραγικό απολογισμό εκατοντάδες θανάτους από COVID-19.

Έως τώρα, ωστόσο, η απόφαση αυτή παραμένει «ορφανή», εν αναμονή του τελικού πορίσματος της ειδικής επιτροπής που συστάθηκε για να ερευνήσει πώς προέκυψε η αποτυχία του προγράμματος της καραντίνας.

Η προσοχή πάντως στρέφεται στη… γραφειοκρατία και σε συστημικά προβλήματα στη λειτουργία της κυβέρνησης, με υπουργούς να φέρονται να μην έχουν πλήρη ενημέρωση για τις εξελίξεις από τους συμβούλους τους, έλλειψη σχεδιασμού, ανάθεση σε εξωτερικούς παρόχους σημαντικών υπηρεσιών για την προστασία της δημόσιας υγείας και εν τέλει απουσία επίβλεψης και αξιολόγησης.

Στο να χρησιμοποιηθούν ιδιωτικοί φρουροί, φέρεται μάλιστα να συντέλεσε η μη θετική στάση της Αστυνομίας να αναλάβει τη φύλαξη ταξιδιωτών που επέστρεφαν στη Βικτώρια και έπρεπε να απομονωθούν.

Η επιτροπή εκτιμά ωστόσο ότι δεν υπήρξαν κακές προθέσεις και διαφθορά, αλλά «τεράστιες», «άμεσες», καθόλου αξιοζήλευτες αποστολές, κρατικοί υπάλληλοι να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα σε 36 ώρες.

Το Εθνικό Συμβούλιο έλαβε την απόφαση για υποχρεωτική καραντίνα στις 27 Μαρτίου. Οι πρώτοι ταξιδιώτες που επέστρεψαν και έγιναν δεκτοί στο πρόγραμμα ήταν στις 29 Μαρτίου.

Ειδικότερα, επικεφαλής της έρευνας ήταν η π. δικαστής, Jennifer Coate. Κατέθεσαν 63 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων ο πρωθυπουργός, Daniel Andrews, υπουργοί και άλλα στελέχη της κυβέρνησης. Το κόστος για την επιτροπή σχεδόν διπλασιάστηκε από την αρχική εκτίμηση, πλησιάζοντας τα 6 εκατ. δολ. ενώ το πόρισμα αναμένεται στις 6 Νοεμβρίου.

Όπως δείχνουν τα έως τώρα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η μοιραία απόφαση για τους ιδιωτικούς φρουρούς, ενδεχομένως ελήφθη στο Κέντρο Ελέγχου της Βικτώριας το απόγευμα της 27ης Μαρτίου.

Η σύμβουλος της επιτροπής, Rachel Ellyard, είπε ότι η απόφαση δεν ελήφθη από ένα πρόσωπο ή κάποιο Υπουργείο. Αντίθετα, είπε, ήταν μία «ανατριχιαστική υπόθεση, που έγινε πραγματικότητα».

«Παρότι κανείς δεν έλαβε την απόφαση, έως το τέλος της συνάντησης στο Κέντρο Ελέγχου της Πολιτείας, ήταν κατανοητό από όλους τους παρόντες ότι αυτό επρόκειτο να συμβεί», δήλωσε.

Σε αυτή τη συνάντηση ο κ. Mick Grainger (Victoria Police Assistant Commissioner) ανέφερε ότι ήταν «προτίμηση» της Αστυνομίας να χρησιμοποιηθούν ιδιωτικοί φρουρού.

«Η έκφραση μίας προτίμησης μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι έδωσε μία σαφή εντύπωση ότι η Αστυνομία δεν πρόκειται να το πράξει (τη φρούρηση) και ότι χρειαζόταν να βρεθεί μία εναλλακτική», σημείωσε η κυρία Ellyard. «Η προτίμησή τους έγινε το αποτέλεσμα».

Ακόμη, ανέφερε η ίδια, όταν ελήφθη η απόφαση κανείς στη συνάντηση δεν έκανε «οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναθεώρηση» για την καταλληλότητα της ιδιωτικής φρούρησης για τη συγκεκριμένη αποστολή.

Το SBS, επεσήμανε ότι τα συμβόλαια που υπέγραψε το υπουργείο Εργασίας,  υπό τον κ. Martin Pakula, άφηναν τον έλεγχο για τις μολύνσεις και την εκπαίδευση σε χρήση ατομικού εξοπλισμού προστασίας σε ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας.

Τα ξενοδοχεία, από την άλλη, ήταν υπεύθυνα για την καθαριότητα, εκτός και αν κάποιος ταξιδιώτης που επέστρεφε είχε εξεταστεί θετικός στην COVID-19.

Η ευθύνη για τη διαχείριση του κινδύνου της μετάδοσης της μόλυνσης και την παροχή ασφάλειας σε όσους εμπλέκονταν στο πρόγραμμα έπρεπε να παραμείνει σε πολιτειακές υπηρεσίες, τόνισε η κυρία Ellyard και πρόσθεσε ότι κανένα συμβόλαιο δε θα έπρεπε να έχει αναθέσει σε εξωτερικό συνεργάτη αυτά τα ζητήματα.

Η ίδια είπε ότι το Υπουργείο Υγείας ήταν επικεφαλής του προγράμματος, αλλά ο ρόλος του ήταν κυρίως ως προς την επιμέλεια της λειτουργίας (logistics) και τη συμμόρφωση σε σχέση με τη δημόσια υγεία.

Ο επίσης σύμβουλος της επιτροπής, Ben Ihle, δήλωσε ότι το πρόγραμμα αντί να περιορίσει τον κορονοϊό, όπως ήταν ο στόχος του, αποτέλεσε εκκολαπτήριο για τη διασπορά του στην κοινωνία με συνέπεια τους θανάτους 768 ανθρώπων και τη μόλυνση 18.418 ακόμη.

Θα πρέπει κανείς να σκεφτεί καλά αυτούς τους αριθμούς για να κατανοήσει το πλήρες εύρος της καταστροφής και της απόγνωσης ως αποτέλεσμα της έξαρση, υπογράμμισε, καθώς πριν από το δεύτερο κύμα COVID-19 οι θάνατοι στη Βικτώρια από κορονοϊό ήταν 19.

«Το πρόγραμμα έπρεπε να είχε συνοδευτεί από εντατικό και συνεχή έλεγχο και αξιολόγηση…Η κυβέρνηση της Βικτώριας απέτυχε να διασφαλίσει ότι αυτό γινόταν», είπε.

Ο σύμβουλος, Tony Neal, επεσήμανε πως όσοι εργάστηκαν για το πρόγραμμα είχαν τις καλύτερες προθέσεις και κατέβαλαν το καλύτερο που μπορούσαν, ενώ δεν υπήρξαν στοιχεία για κακές προθέσεις και διαφθορά.

Οι κρατικοί υπάλληλοι, είπε, είχαν «τεράστιες», «άμεσες», καθόλου αξιοζήλευτες αποστολές να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα σε 36 ώρες. Δεν υπήρχε απλά χρόνος να «μεταφραστεί» μία πολιτική σε ένα σχέδιο, υποστήριξε.

Έκανε ακόμη λόγο ωστόσο για πλήθος αποφάσεων, ενεργειών, αλλά και αδράνειας, που ευθύνονται για την αποτυχία του προγράμματος.

Για συστημικές αποτυχίες του προγράμματος έκανε λόγο και η Guardian, σε άρθρο της Margaret Simons. Ανέφερε ότι κατά την κατάθεσή τους στην επιτροπή, πολλοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν τη δική τους ευθύνη, ενώ άλλοι «βολικά» δε θυμόντουσαν τι είχε συμβεί.

Κατά το επίμαχο διάστημα από τις 27 έως τις 29 Μαρτίου, πολλές υπηρεσίες είχαν έκτακτες συναντήσεις και η απόφαση για τη χρησιμοποίηση ιδιωτικής φρούρησης, φαίνεται πώς προέκυψε από το γεγονός ότι η Αστυνομία δεν ήθελε να αναλάβει.

Υπήρχαν τρεις επιλογές, ADF, σωφρονιστικοί υπάλληλοι ή ιδιωτική ασφάλεια. Το να μη χρησιμοποιηθούν σωφρονιστικοί υπάλληλοι, είναι κατανοητό, καθώς οι ταξιδιώτες δεν ήταν εγκληματίες.

Ο κ. Andrews είπε πως δεν πίστευε ότι υπήρχε προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων διαθέσιμο.

Ο σύμβουλος της επιτροπής, κ. Neal επεσήμανε ότι σε αυτές τις 3 φρενήρεις ημέρες «αποφάσεις ελήφθησαν πολύ γρήγορα και χωρίς, όπως φαίνεται, ακριβώς ορίων ευθύνης, ελέγχου, επίβλεψης και διαχείρισης».

Αλλά μέρος του προβλήματος ήταν η έλλειψη χρήσιμου σχεδιασμού για μαζική καραντίνα και εν τέλει η ανάθεση της ευθύνης «εξωτερικά».

Η ευθύνη για την επίβλεψη των χώρων των ξενοδοχείων βρέθηκε στο Υπουργείο Υγείας, την γραμματέα Kym Peake και την υπουργό, Τζένη Μικάκου. Ενεπλάκη επίσης το γραφείο του πρωθυπουργού, μέσω του κ. Chris Eccles.

Η κατηγορία προς το Υπουργείο Υγείας, κατά την κ. Simons, είναι πως η διαχείριση της κατάστασης ήταν ανεπαρκής, σαν «λογιστική άσκηση» και όχι ως μία περίπτωση ελέγχου μόλυνσης.

Ακόμη, γράφει η Guardian, όταν έγιναν οι πρώτες αναφορές για λάθη, φέρεται πως δεν έλαβαν την απαιτούμενη σημασία. Ο σύμβουλος, Ben Ihle είπε ότι κρατικοί υπάλληλοι σκοπίμως δεν ενημέρωσαν τους υπουργούς, ή δεν έκαναν σωστή ενημέρωση προς αυτούς.

Ωστόσο, οι ίδιοι οι υπουργοί θα έπρεπε να επαγρυπνούν για λάθη στη συστημική λειτουργία υπηρεσιών.

Από την άλλη, οι ιδιωτικοί φρουροί που μολύνθηκαν στα ξενοδοχεία, μετείχαν σε μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις, εκτινάχθηκαν. Το σύστημα εντοπισμού επαφών είχε βρεθεί υπό πίεση. Ο ιός εξαπλώθηκε στους οίκους ευγηρίας και το τραγικό αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Ένα ζήτημα που δεν εξετάστηκε αρκετά από την επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο, ήταν ο ρόλος των συμβούλων και του προσωπικού των Υπουργείων. Σε σχέση με το email στις 8 Απριλίου, οπότε προσφέρθηκε βοήθεια από τις ADF, ο κ. Eccles προφανώς δεν ενημέρωσε τον κ. Andrews.

Ακόμη, η γραμματέας του υπουργείου Υγείας, Kym Peake, αλλά και ο γραμματέας του υπουργείου Εργασίας, σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στην επιτροπή δεν «πέρασαν» σωστές πληροφορίες στους επικεφαλής τους.