Το 1954 ήταν καιρός να αναχωρήσω από την αγαπημένη μου πατρίδα, την Ιθάκη, το οικείο χωριό του Αγίου Ιωάννη, το μόνο αληθινό σπίτι που είχα γνωρίσει ποτέ.

Η καρδιά μου είχε διχαστεί ανάμεσα σε δύο αντίθετους και διακριτούς κόσμους: το χωριό όπου οι πολύτιμες παιδικές αναμνήσεις βρίσκονται, και η Αυστραλία, η γη των υποσχέσεων, η γη όπου θα μπορούσα επιτέλους να δεθώ με τον πατέρα μου Παναγιώτη, μετά από 14 χρόνια απουσίας.

Μια ισχυρή λαχτάρα, για το γνωστό και το άγνωστο μου προξενούσαν, αντικρουόμενα συναισθήματα που με πολιορκούσαν σαν ανεμοστρόβιλος.

Καθώς επιβιβάστηκα στο πλοίο, κοίταξα τη μητέρα μου, μια 43χρονη γυναίκα που ταξίδευε σε μια χώρα στην άλλη άκρη του κόσμου, σε έναν σύζυγο που ελάχιστα γνώριζε, σε έναν τρόπο ζωής που ήταν άγνωστος και ξένος.

Ήταν μια γυναίκα που μεγάλωσε τρία παιδιά μόνη της, η οποία εργαζόταν ακούραστα σε μια γη που δεν έδειχνε έλεος.

Τώρα εμφανιζόταν μπροστά μου λυπημένη, μπερδεμένη και εύθραυστη.

Μια νύχτα που περάσαμε στην Αθήνα πριν από την αναχώρησή μας μου θύμισε το προηγούμενο έτος που περάσαμε με τον πατέρα και την αδελφή μου και γνωρίσαμε τους πολυσύχναστους δρόμους της Πλάκας με θέα τα αρχαία ελληνικά μνημεία.

Ο αγαπημένος πατέρας μου κατάλαβε την υποχρεωτική ανάγκη να αναπτύξει μια σχέση με τις κόρες του, σε ουδέτερο έδαφος, μακριά από τα άγρυπνα μάτια της Ιθάκης και μοιράστηκε μαζί μας τα θαύματα της Αθήνας, δημιουργώντας νέες αναμνήσεις.

Στοργικά και με ενθουσιασμό, ο πατέρας μου περιέγραψε με μεγάλη λεπτομέρεια τους δρόμους της Μελβούρνης, αυλές και κήπους, φυτεμένους με επιβλητικά ψηλά δέντρα και λουλούδια με έντονα αρώματα, καταστήματα με αφθονία φρέσκων προϊόντων, τραμ και λεωφορεία γεμάτα με επιβάτες και, το πιο σημαντικό, τις πλείστες ευκαιρίες που μας περίμεναν.

Αυτή η εικόνα μου έδωσε μεγάλη άνεση, μια νέα αισιοδοξία, ο ενθουσιασμός είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω μου σαν μια ζεστή, οικεία κουβέρτα.

Το πλοίο «Fairsea» αγκυροβόλησε περήφανα στον Πειραιά, περιμένοντας με ανυπομονησία τους επιβάτες του. Με παλτά πεταμένα πάνω στα κουρασμένα χέρια μας, που μετέφεραν βαριά φορτωμένες βαλίτσες επιβιβαστήκαμε στο κολοσσιαίο πλοίο.

Οι καρδιές μας άρχισαν να χτυπάνε γρηγορότερα με ταραχή και προσμονή.

Ήμασταν οι τυχεροί ταξιδιώτες, καθώς ο πατέρας μου είχε πληρώσει το πλήρες εισιτήριο για τον καθένα από εμάς και θα κοιμόμασταν σε καμπίνες, το νέο μας σπίτι για έναν ολόκληρο μήνα.

Η Φρειδερίκη Μωραΐτη-Ράζου, σε ηλικία 20 ετών, στο Ithacan Ball στο Εκθεσιακό Κτίριο (Exhibiton Building). Φώτο: Supplied

Το φουγάρο του πλοίου σηματοδοτεί την αναχώρηση από την αγαπημένη μας Ελλάδα και την έλευση στη γη των ευκαιριών, την «Αυστραλία», όπως θα την αποκαλούσαμε.

Καθώς κοίταξα πίσω μου για τελευταία φορά, κοίταξα επίμονα τα βουνά της Ελλάδας, χωρίς να ξέρω πότε τα μάτια μου θα έβλεπαν αυτό τη θέα ξανά.

Σε ολόκληρο το ταξίδι η φτωχή μητέρα μου και η αδελφή μου δεν ήταν σε καλή κατάσταση υγείας: συνεχείς εμετοί, χωρίς ανάπαυλα, επιβίωναν με ψωμί και νερό.

Μαζί με τη γιαγιά μου με ανυπομονησία βρίσκαμε τους άλλους επιβάτες στην τραπεζαρία, ένα πολύ εντυπωσιακό δωμάτιο με μια τεράστια ποικιλία τροφίμων.

Oι ατελείωτες ημέρες που πέρασαν, αναλώνονταν ευχάριστα συνομιλώντας με άλλους Έλληνες επιβάτες…

Αποβιβαστήκαμε από το «Fairsea», στο λιμάνι της Μελβούρνης… Επιτέλους, κατευθυνόμασταν στο Caulfield, στο οίκημα το οποίο θα αποκαλούσα νέο σπίτι μου.

Φτάνοντας τα μεσάνυχτα, βρήκαμε νέα κρεβάτια, καθαρά και εξοπλισμένα με κουβέρτες που ήταν ατσαλάκωτες, να μας περιμένουν.

Η αδελφή μου και εγώ κοιμηθήκαμε μαζί, αγκαλιασμένες στα ασφαλή χέρια η μια της άλλης. Νιώθαμε απελπιστικά μπερδεμένες, ανήσυχες, αλλά και ενθουσιασμένες συνάμα.

Καθώς ο ήλιος ανέτειλε, είδα προσεκτικά το δωμάτιο: φωτογραφίες και εικόνες προσεκτικά τοποθετημένες στους φρεσκοβαμμένους τοίχους, και εκεί στη γωνία ήταν η κλειστή ακόμη βαλίτσα μου.

H αδελφή μου και εγώ κοιτάξαμε έξω από το παράθυρο θαυμάζοντας το πράσινο γρασίδι που φαινόταν να περιβάλλει το νέο σπίτι μας και αποφασίσαμε στις καρδιές μας να παραμείνουμε στην Αυστραλία για πέντε χρόνια και στη συνέχεια να επιστρέψουμε στη γενέτειρά μας, την Ιθάκη.

Αυτή η σκέψη και η απόφαση έκαναν τα πάντα πιο ενδιαφέροντα.

Κάθε πτυχή του νέου μας σπιτιού στο Caulfield ήταν ξένη: το ψυγείο να ξεχειλίζει από βούτυρο, τυριά, αλλαντικά και πόδια αρνιού, η σόμπα αερίου και ο φούρνος, το ντουλάπι γεμάτο με μπισκότα Monte Carlo, wagon wheels, και vegemite (ένα είδος κρέμας, αλμυρό, φτιαγμένο από βοδινό, το οποίο απλώνεται σε ψωμί, ή και μπορεί να καταποθεί ως ζεστό ρόφημα), τεράστιες ξύλινες ντουλάπες, για να προστατεύσουν τα ρούχα μας, το μπάνιο με τρεχούμενο νερό και την φιλόξενη μπανιέρα.

Από αριστερά, η Σπυριδούλα με την κόρη της Φρειδερίκη, 18 ετών, στην Αυστραλία. Φώτο: Supplied

Εξόρμησα έξω, όπου με χαιρέτησαν οι μπλε και μωβ ορτανσίες που ο πατέρας μου είχε φυτέψει σχολαστικά για εμάς.

Οι προσπάθειες και η αγάπη του δεν πέρασαν απαρατήρητες, ήμασταν ευγνώμονες για τις ανέσεις που μας παρείχε.

Η 14ετής απουσία του από εμάς, άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται και να φεύγει μακριά, ενώ τη θέση της πήρε ένας αναπτυσσόμενος δεσμός μιας οικογένειας, ενωμένης πια.

Τις πρώτες ημέρες, πολλοί από τους συγχωριανούς μας, από τον Άγιο Ιωάννη μας επισκέφθηκαν, το σπίτι μας που γέμισε συζητήσεις και γέλια.

Το κέρασμα των αυστραλιανών μπισκότων, που ήταν σε μεγάλα μεταλλικά ζωγραφισμένα κουτιά, μας έκανε να αισθανθούμε ιδιαίτερες.

Η γειτόνισσά μας, η κ. Άλμα, ήρθε με κουλουράκια, μαρμελάδα και κρέμα. Αυτή ήταν μια άλλη πρώτη εμπειρία για μένα, δεν είχα δοκιμάσει ποτέ αυτό το περίφημο γλυκό.

Θα ακολουθήσουν πολλές πρώτες εμπειρίες αντίστοιχες όπως: μια δουλειά στο εργοστάσιο, να γίνω μοδίστρα, το Σάββατο αγγλικά μαθήματα με τη Νίνα Μπλακ, ελληνικό κινηματογράφο στην οδό Lonsdale και απόλαυση με αγγλικές ταινίες όπως «Gone with the Wind («Όσα παίρνει ο άνεμος»), «The King And I» («Ο βασιλιάς και εγώ») και «My Fair Lady μου» («Η ωραία μου κυρία»).

Οι τοίχοι της κρεβατοκάμαράς μας κοσμούνταν τώρα με φωτογραφίες διάσημων ηθοποιών όπως των Ντόρις Ντέι, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ντέμπορα Κέρρ.

Μαζί με την αδελφή μου θα αγοράζαμε κομψά ταγιέρ, και φορέματα από το εργοστάσιο στο οποίο δούλευα. Πάντα μας κέντριζε το ενδιαφέρον η μόδα μετά και από παρατήρηση άλλων γυναικών της Μελβούρνης με τα ταιριστά καπέλα, παπούτσια και γάντια τους.

Το 1956, η οικογένειά μου και εγώ είχαμε την τύχη να γίνουμε μάρτυρες της ιστορίας: οι Ολυμπιακοί Αγώνες στη Μελβούρνη. Ήταν συναρπαστικό να δούμε τους τελικούς στην πυγμαχία και την κολύμβηση.

Με τον καιρό, η Φωτούλα και εγώ είχαμε συνηθίσει στις σύγχρονες ανέσεις και ευκαιρίες που μας παρέχονταν.
Μέρα με τη μέρα η ζωή της Μελβούρνης γινόταν σαν παλτό, ζεστό, άνετο και ασφαλές.

Μετά από 14 μακρά χρόνια και δύσκολα, η αγαπημένη μου μητέρα, η Σπυριδούλα, επανενώθηκε με τον σύζυγό της.

Ήμουν μόλις 15 ετών τότε, και τώρα, ως 82χρονη γυναίκα, μπορώ μόνο να φανταστώ πόσο δύσκολο ήταν αυτό για εκείνη:

Μια ξένη χώρα, σύζυγος και γλώσσα, μακριά από τα πολύτιμα ελαιόδεντρα της και την παρέα των συγχωριανών φίλων της, ανθρώπων του χωριού της, τα Καλύβια.

Η αγαπημένη μητέρα μου εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο στο Glenhuntly ως μοδίστρα, όπως, άλλωστε, έκανε και πίσω στο χωριό μας, όταν έραβε όλα μας τα ρούχα, μόνο που τώρα αμειβόταν για τον κόπο της και την τέχνη της και ήταν έβγαζε τα προς το ζην από την ικανότητά της αυτή.

Κάθε Σάββατο, οι γονείς μου σύχναζαν στο Rosstown Hotel στο Dandenong Road, στο Carnegie, για μεσημεριανό, έχοντας την ωραία παρέα ο ενας του άλλου, ενώ απολάμβαναν ένα γεύμα με χάμπουργκερ, μπριζόλα και ζεστά πατατάκια.

Ο χωρισμός που και οι δυό είχαν υποστεί όλα αυτά τα χρόνια, σιγά-σιγά διαλύθηκε και έφυγε μακριά. Αμοιβαίος σεβασμός και φροντίδα τους ενός για τον άλλο αναπτύχθηκε.

Φυσικά υπήρχαν προκλήσεις και διαφωνίες. Σε μια περίπτωση, ο πατέρας μου επέστρεψε από την παμπ μετά από υπερβολική κατανάλωση μπύρας.

Εξαγριωμένη η μητέρα μου που υψώνει έναν πλάστη, φωνάζοντας στον πατέρα μου. Γνωστός αυτός για τα αστεία του και τις πλάκες του -όταν το απαιτούσαν οι καταστάσεις- έπεσε στα γόνατα, πλέκοντας τα δαχτυλά του μεταξύ τους και είπε:

«Συγχώρεσέ με Σπυριδούλα, έλεος, σε ευλόγησα με τρία υπέροχα παιδιά». Από κοινού έπεσαν στο πάτωμα από τα γέλια.

Η γιαγιά μου, η Φώτω, η κύρια ασχολία της οποίας ήταν η προετοιμασία των γευμάτων και η ανάληψη των οικιακών καθηκόντων, αντιμετώπισε δυσκολίες στο να συνηθίσει το νέο τρόπο της αυστραλιανής ζωής.

Η αγάπη και ο καημός της για την Ιθάκη, ήταν αναμφισβήτητα πολύ ισχυρός. Έλαβε τη γενναία απόφαση και επέστρεψε στο νησί μόνη της μετά από 4 χρόνια.

Ξέραμε ότι δεν θα την ξαναδούμε ποτέ! Ήταν δύσκολος ο αποχαιρετισμός αυτός για μένα.

Ήταν μια γυναίκα με δυναμικό χαρακτήρα, μεγαλωμένη σε πολύ δύσκολες συνθήκες, η οποία υπομονετικά και αγόγγυστα υπέμενε σχεδόν τα πάντα στη ζωή της.

Η Φρίντα Ράζου, στη μέση, στον αρραβώνα της εγγονής της, Έλενας το 2019. Διακρίνονται από αριστερά οι: Χριστόφορος Τσαλίκης, Τζιμ Τσαλίκης, Τόνι Ράζου, Φρίντα Ράζου, Έλενα Τσαλίκη, Αντριου Καραμπάτσος, Στέφανι Τσαλίκη, Άννα Τσαλίκη. Φώτο: Supplied

Γύρισε προς το μέρος μου στην αποβάθρα και χαμογέλασε. Ήξερα ότι η καρδιά της πονούσε. Θαρραλέα ανταπέδωσα το χαμόγελο με καθησυχαστικό βλέμμα και ψιθύρισα: αντίο νόνα μου.

Κυριακή απόγευμα η αδελφή μου Φωτούλα, η ξαδέλφη Ροσίτα, και εγώ, περνούσαμε το χρόνο μας παίζοντας χαρτιά με τον αδελφό μου Αθανάσιο και τον εξάδελφό μας Βαρβαρή (Barry).

Κοντσίνα ήταν το παιχνίδι που απολαμβάναμε αφού τρώγαμε το κυριακάτικο τελετουργικό γεύμα μας με σούπα αυγολέμονο, ψητό κοτόπουλο και σαλάτα.

Ο πατέρας μου δεν θα έλειπε φυσικά από αυτό το τραπέζι, απολαμβάνοντας ένα πιάτο μεζέ με μπριζόλες, πατάτες και αυγά, τυριά και το απόλυτο αγαπημένο του, κάπαρη.

Στην ηλικία των 18, μου επιτράπηκε να συχνάζω στο Θιακό Κλαμπ, στο κτίριο Μίτσελ στη γωνία των οδών Ελίζαμπεθ και Λόνσντεϊλ.

Ακούγοντας μουσική από δίσκους, είχαμε και την τύχη να βλέπουμε τις καθιερωμένες της Αυστραλίας, παρελάσεις από το παράθυρο, για το Moomba και το ANZAC Day.

Θαυμάζαμε επίσης τις γυναίκες ντυμένες με τα στολίδια τους που έδιναν το παρών στο Ανοιξιάτικο Καρναβάλι.
Η ζωή είχε γίνει η αντίθεση αυτού που είχαμε συνηθίσει. Προσαρμοστήκαμε σε αυτή τη νέα ζωή, το νέο κόσμο, το νέο τρόπο ζωής.

Έμαθα να επικοινωνώ στα Αγγλικά, να περιηγούμαι στην πόλη, να παίρνω λεωφορεία και τραμ, να συναντώ φίλους και συναδέλφους μου.

Αν έχω διαγράψει ποτέ τις αναμνήσεις της γενέτειράς μου; Απολύτως όχι! Αν και δεν λαχταρούσα να επιστρέψω για να ζήσω εκεί, πάντα θυμούμουν, αγαπούσα, και σκεπτόμουν το νησί μας.

Όμως η Αυστραλία είχε γίνει η νέα φιλόξενη πατρίδα που μας προσέφερε πολλά.

Παντρεύτηκα τον σύζυγό μου Louis (Λούις) μετά τη συνάντησή μας στο Κλαμπ των Ιθακησίων, και ξεκινήσαμε μια οικογένεια τριών όμορφων παιδιών και πλέον και πανέμορφων εγγονιών που λατρεύω.

Η ζωή είναι καλή.

Επέστρεψα στην Ιθάκη αρκετές φορές, αλλά για να σας πω την αλήθεια ένιωσα σαν επισκέπτης.

Αυτό το μέρος που συνήθιζα να αποκαλώ σπίτι, έγινε προορισμός διακοπών, μια μακρινή ανάμνηση παιδικών στιγμών, την οποία αγαπώ αλλά δεν θα επέλεγα να επιστρέψω μόνιμα.

*Φρίντα (Φρειδερίκη) Μωραΐτη-Ράζου είναι το όνομά μου και αυτή είναι η ιστορία μου: Το Ταξίδι.
Συγγραφέας: Τόνι Ράζου-Τσαλίκη. Μετάφραση: Λουίζα Ντορίζα (Ιθάκη).