Όταν η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο, ο κύριος Κώστας Κατσαμπάνης ήταν ένας έφηβος 12,5 ετών από την Καλαμάτα, πολύ δραστήριος και πανέτοιμος να προσφέρει στην πατρίδα του από όποιο μετερίζι του επέτρεπε η ηλικία του.

Θυμάται πολύ έντονα το πρωινό της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940.

«Χτυπούσαν οι σειρήνες, οι καμπάνες, ο κόσμος ήταν αναστατωμένος. Εμείς πήγαμε στο σχολείο αλλά όταν φτάσαμε, οι δάσκαλοι μας είπαν να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας.

Φεύγοντας από το σχολείο αποφασίσαμε με τα άλλα παιδιά να κατεβούμε στην πόλη. Εκεί ήταν ο Νομάρχης Μεσσηνίας με το Δήμαρχο κι επιτάσσαν τα αυτοκίνητα γιατί τότε δεν υπήρχαν κρατικά οχήματα, προκειμένου να στείλουν τους επιστρατευμένους στα Κέντρα Εκπαίδευσης ανάλογα με την ειδικότητά τους.

Όποιος ήταν στο Μηχανικό έπρεπε να παρουσιαστεί στο Ναύπλιο ενώ όποιος ήταν στο Πυροβολικό πήγαινε στο Τατόι. Όμως τα παιδιά που έρχονταν από τα χωριά δεν ήξεραν πού έπρεπε να πάνε κι εμείς τους παίρναμε και τους πηγαίναμε στο αυτοκίνητο που έφευγε για τον προορισμό τους».

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

«Ο κόσμος είχε το φόβο, τον πόνο. Ο φόβος ήταν λόγω της αβεβαιότητας του πολέμου κι ο πόνος ήτανε για τις μανάδες, τις γυναίκες, τα παιδιά και τις αρραβωνιαστικιές που έμεναν πίσω καθώς οι άντρες έφευγαν με ενθουσιασμό για τον πόλεμο. Αυτό μας έδινε κι εμάς ένα μάθημα αγάπης για την πατρίδα».

Έτσι, ο έφηβος Κώστας μαζί με τα άλλα αγόρια της ηλικίας του επηρεασμένοι από αυτό τον ενθουσιασμό και το πάθος των Ελλήνων στρατιωτών, ρίχτηκαν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στον δικό τους αγώνα για την πατρίδα.

«Την επόμενη μέρα αρχίσαμε να κάνουμε καταφύγια. Ο Δήμαρχος γνώριζε πολλά σπίτια που είχαν υπόγεια τα οποία ήταν κενά. Τα καθαρίζαμε και γράφαμε απέξω «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ» και όταν χτυπούσε η σειρήνα τρέχαμε όπου υπήρχαν καταφύγια για να βοηθήσουμε κανένα γέροντα ή ανάπηρο να κατέβει κάτω στα σκαλιά.

Έτσι περάσαμε τον καιρό εκείνο. Αυτή ήταν η δική μου προσφορά», λέει ο κ. Κώστας με εμφανή τα σημάδια της συγκίνησης στον τόνο της φωνής του.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

«Όταν ο πόλεμος μαινόταν για τα καλά, μας φέρνανε Ιταλούς αιχμαλώτους και όσο τους βλέπαμε χαιρόμαστε γιατί αυτό σήμαινε ότι νικάμε. Μετά πέρασε ο καιρός και αλλάξανε τα πράγματα», λέει αναφερόμενος στην έλευση των Γερμανών και την οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων.

«Στην οπισθοχώρηση που έκανε ο ελληνικός στρατός είχαμε και Νεοζηλανδούς οι οποίοι έρχονταν στην Καλαμάτα όπου στο λιμάνι τους περίμεναν τα πλοία για να τους μεταφέρουν στην Κρήτη.

Ένας λόχος Νεοζηλανδών δεν προλάβαν να φύγουν και τους προφτάσανε οι Γερμανοί και τους επιτέθηκαν. Έγινε μεγάλη μάχη και οι Νεοζηλανδοί θυμάμαι ότι σκοτώσανε παραπάνω από 40 Γερμανούς.

Ωστόσο, κατέφθασαν ενισχύσεις από τη γερμανική πλευρά, οπότε οι Νεοζηλανδοί σκορπίσανε και εμείς τους φιλοξενούσαμε και τους φροντίζαμε μέχρι να έρθει ο καιρός να φύγουν.

Αργότερα οι Γερμανοί έφτιαξαν ένα νεκροταφείο στην άκρη της πόλης για τους πεσόντες εκείνης της μάχης, το γνωστό ‘Γερμανικό Νεκροταφείο’».

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ

Ο κ. Κώστας θυμάται με ιδιαίτερη συγκίνηση και τον Βαγγέλη, ένα φίλο του από τη γειτονιά που ένα βράδυ τον πλησίασε και του είπε: «Κώστα, άμα θα φύγεις, πέρνα από τη μάνα μου και πες της να μην με περιμένει απόψε γιατί εγώ φεύγω για τον πόλεμο».

«Ο Βαγγέλης ήταν στο Μηχανικό τότε που φτιάχνανε γέφυρες και τέτοια. Όταν γύρισε από τον πόλεμο, μου έλεγε: «αφού δεν σε έδειρε η μάνα μου είσαι τυχερός». Και γελούσαμε», αναπολεί ο κ. Κώστας που επιλέγει να κλείσει με αυτή την πρόσχαρη νότα τον κύκλο των αναμνήσεών του από τον πόλεμο.