Ήταν Οκτώβρης του 1940. Οι γειτονιές στο Άργος Ορεστικό της Καστοριάς έσφυζαν από παιδιά που κραδαίνοντας ξύλινα όπλα και σπαθιά έπαιζαν πόλεμο ξεσηκώνοντας τον τόπο με τις φωνές και τα γέλια τους.

Ανάμεσά τους και ο ομογενής Δημήτρης Κουτλεμάνης, ένα επτάχρονο τότε αγόρι που πολεμούσε ξένοιαστο για την τιμή της γειτονιάς του.

«Το Άργος Ορεστικό είχε πολλά παιδιά πριν τον πόλεμο. Η κάθε οικογένεια είχε 4-5 και περισσότερα παιδιά. Παίζαμε πόλεμο γειτονιά με γειτονιά. Και λέγανε οι πιο μεγάλοι «να δεις που θα έχουμε πόλεμο». Κι έτσι κι έγινε», θυμάται ο κ. Δημήτρης και η φωνή του σπάει από συγκίνηση.

Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο μικρός Δημήτρης, τα τέσσερα αδέρφια του και οι γονείς τους – όπως άλλωστε και όλο το χωριό – ξύπνησαν από τον κρότο των εκρήξεων των οβίδων και το θόρυβο που έκαναν οι μηχανές των ιταλικών αεροπλάνων καθώς πετούσαν από πάνω τους.

Βλέπετε, το Άργος Ορεστικό απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, οπότε αναπόφευκτα από το πρώτο λεπτό που η Ελλάδα ενεπλάκη στον πόλεμο, υπήρξε στο μάτι του κυκλώνα.

«Θυμάμαι την επιστράτευση που πέρασε ο στρατός από το Άργος για να πάει στην Αλβανία. Οι στρατιώτες μας ήταν αποφασισμένοι και χαρούμενοι που είχαν την ευκαιρία να υπερασπιστούν την πατρίδα», λέει ο κύριος Δημήτρης.

Οι Αργίτισσες μπήκαν αμέσως κι αυτές στον αγώνα με το δικό τους τρόπο πλέκοντας κάλτσες και μάλλινα ρούχα για τους στρατιώτες, που είτε τα φόρτωναν στις πλάτες τους είτε στα ζώα τους μαζί με τα πολεμοφόδια που μετέφεραν στην πρώτη γραμμή, δημιουργώντας τις μυθικές φιγούρες που χαράχτηκαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία ως «Οι γυναίκες της Πίνδου».

Η 1η Νοεμβρίου του 1940 είναι μια ημέρα που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη κάθε Αργίτη. Ο επτάχρονος τότε Δημήτρης έζησε τον τρόμο της άνανδρης ιταλικής επίθεσης από αέρος στην ανοχύρωτη πόλη τους. Ούτε σειρήνα για να σημάνει τον κίνδυνο, ούτε καταφύγια γιανα κρυφτεί ο άμαχος πληθυσμός υπήρχαν.

Τα έξι βομβαρδιστικά σφυροκοπούσαν ανελέητα με βόμβες το Άργος, αλλά ευτυχώς οι περισσότερες από αυτές δεν βρήκαν στόχο.

«Ήμουν στον παππού μου εκείνη την ημέρα. Έγινε μεγάλη καταστροφή», θυμάται ο κύριος Δημήτρης.

Οι Ιταλοί γνώριζαν ότι χτυπούσαν αμάχους και γυναικόπαιδα. Σκοτώθηκαν μια γυναίκα κι ένα μικρό αγόρι, ενώ από την οργή των Ιταλών δεν γλίτωσε ούτε η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης, που βαριά τραυματισμένη μαζί με κάποια σπίτια και άλλα κτίσματα έμεινε να μαρτυρά την ασχήμια του πολέμου.

«Είδαμε πολλά ζόρια, πείνα και πολλά άλλα. Μας πήρε μέχρι το ’49 όταν τελείωσε και ο εμφύλιος για να συνέλθουμε», λέει ο κύριος Δημήτρης.

«Όταν οπισθοχώρησε ο στρατός γιατί μπήκαν οι Γερμανοί από τα σύνορα της Βουλγαρίας σπάζοντας τη γραμμή Μεταξά άφησαν τα όπλα, τα πάντα. Τότε, ανοίξαμε την αποθήκη που είχε ο στρατός με λίγα τρόφιμα και άλλα πράγματα και ο πατέρας μου βρήκε μια πλάστιγγα με την οποία ζύγιζε το ψωμί για να το μοιράσει σε εμάς ίσα για να μην μαλώνουμε. Ήμαστε 5 παιδιά κι έπρεπε να μας ταΐσει».

Αναπολώντας τις μέρες του πολέμου, τις μέρες που λόγω θέσης το Άργος Ορεστικό έζησε πολύ έντονα, ο κύριος Δημήτρης σταματά κάθε τόσο για να σκουπίσει κι ένα δάκρυ που κυλά από τα μάτια του.

«Τα θυμάμαι, όλα», μου λέει «αλλά δεν μπορώ να τα πω γιατί οι μνήμες πριν γίνουν λέξεις με πνίγουν».

Το τελευταίο που μοιράζεται μαζί μου ο κύριος Δημήτρης είναι η επιγραφή που είναι χαραγμένη στη μαρμάρινη στήλη που έχει στηθεί στο μνημείο πεσόντων ως ένδειξη τιμής της πόλης προς αυτούς και ο ίδιος την έχει αποστηθίσει:

«Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη· μια φορά κανείς πεθαίνει».

*Σ.Σ Κάποια από τα ιστορικά ντοκουμέντα που αναφέρονται στο άρθρο βασίζονται στο βιβλίο «Άργος Πόλη Ορεστίδας» του Αθανασίου Παπαϊωάννου, μία έκδοση του Μορφωτικού Συλλόγου Άργους Ορεστικού «Η Ορεστίς», Άργος Ορεστικό 1996, σελ. 141-143, το οποίο ευγενικά μας παραχώρησε ο κύριος Δημήτρης Κουτλεμάνης.