Stan Liacos: Ο ομογενής CEO της Queen Victoria Market

Η προσπάθεια για να διατηρηθεί η εικονική αγορά ανοιχτή εν μέσω της πανδημίας και ο σχεδιασμός για την ανάκαμψη μετά τα lockdowns

Εν μέσω της πανδημίας και των δύο lockdowns στη Μελβούρνη, το 2020 ήταν μία δύσκολη χρονιά και για την Queen Victoria Market.

Η μεγαλύτερη αγορά του νότιου ημισφαιρίου, η οποία αποτελεί πόλο έλξης για εκατομμύρια επισκέπτες και κατοίκους της πόλης, έδωσε μάχη για να διατηρηθεί ανοιχτή, ενώ πλέον σχεδιάζει την «επόμενη ημέρα», της ανάκαμψης μετά την άρση των περιορισμών.

«Στρατηγός» της προσπάθειας αυτής, ένας ομογενής. Ο κ. Stan Liacos, ο οποίος από το 2018 είναι CEO της Queen Victoria Proprietary Limited, της εταιρίας που διαχειρίζεται την Queen Victoria Market για την πόλη της Μελβούρνης που είναι η ιδιοκτήτρια.

Ο κ. Liacos ήταν διευθυντής του Regional Development Victoria υπεύθυνος για την περιοχή Loddon Mallee από το 2015, ενώ πριν είχε υπηρετήσει ως διευθυντής City Futures για το Greater Bendigo, από το 2006.

Έχει επαγγελματική εμπειρία στον αστικό σχεδιασμό και την πολεοδομία, ενώ έχει σπουδάσει marketing και διαχείριση. «Οι περισσότερες θέσεις (στην καριέρα μου) ήταν στον σχεδιασμό, στην υποστήριξη και στην επίτευξη αλλαγών με οφέλη», δήλωσε στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Liacos, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Williamstown και στο Brunswick.

«Προσκλήθηκα (το 2018) να εργαστώ και πάλι στη Μελβούρνη και να διευθύνω την ιστορική Queen Victoria Market, αλλά αυτό που με ενθουσίασε περισσότερο για τη θέση μου ήταν η διαχείριση της πολυαναμενόμενης ανακαίνισης και ανάπλασης του συγκροτήματος της αγοράς, προϋπολογισμού 260 εκατ. δολ.», πρόσθεσε.

Το έργο αυτό, το οποίο θα πάρει περί τα 5 χρόνια, περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός μεγάλου υπόγειου χώρου στάθμευσης, νέας πλατείας, νέων υποδομών και αποκατάσταση πολλών ιστορικών κτιρίων.

«Η ενημέρωση που μου έγινε το 2018 ήταν πως η κατάσταση στην αγορά δεν πήγαινε καλά και είχα αποστολή να αναστρέψω την τύχη των εργασιών και να ηγηθώ μίας θετικής αλλαγής. Προσέλκυσα νέα ομάδα διαχείρισης, που είναι ταλαντούχα, αφοσιωμένη και κάνει σπουδαία δουλειά», είπε ο κ. Liacos και σχολίασε πως «όταν έχεις αντέχεις την καταιγίδα της COVID – η οποία έχει ακόμη μήνες ζωής – εκτιμάς την αξία του προσωπικού σου».

Ξεκίνησε στα νέα του καθήκοντα προσελκύοντας περισσότερους επισκέπτες στην αγορά. Οι αριθμοί τους αυξήθηκαν κατά 15%, από τα 9 εκατ. το 2018, σε 10 εκατ. το 2019.

Οι επισκέψεις προ-COVID αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα των περισσότερων εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν, ενώ η αγορά λειτούργησε και περισσότερες βραδιές, εξήγησε ο κ. Liacos. Επίσης, είπε, βελτιώσαμε το marketing, την προώθηση και την υποστήριξη διαφορετικών εμπόρων.

Σύμφωνα με τον ίδιο, από τα 10 εκατ. επισκέπτες το 2019, οι 1,4 εκατ. ήταν ταξιδιώτες από το εξωτερικό. Οι τουρίστες, εντός και εκτός συνόρων, αποτελούν το 30% των επισκέψεων στην αγορά, ενώ το υπόλοιπο 70% είναι κάτοικοι της Βικτώριας.

Από τον Μάρτιο του 2020 και πέρα ωστόσο όλα άλλαξαν δραματικά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.

«Είναι σα να περνάς ένα χρόνο κάνοντας βελτιώσεις σε ένα σπίτι, να κάνει κάτι όμορφο και τότε να πλήττει μία καταιγίδα. Ήταν και είναι επώδυνο», είπε ο κ. Liacos.

H Queen Victoria Market βρέθηκε να έχει απώλειες 1 εκατ. δολ. το μήνα. Όχι μόνο η αγορά είχε σοβαρό πρόβλημα, αλλά και οι 600 έμποροι της, μεταξύ των οποίων και 40 περίπου Ελληνο-Αυστραλοί.

Ο κ. Liacos ανέφερε ότι ήταν επιτακτικό να παρέχουν υποστήριξη και συνεργασία, κατά την κρίση, έτσι προσφέρθηκαν σημαντικές μειώσεις στα ενοίκια και βοήθεια για τη λειτουργία.

«Δεν ήταν μόνο εμπορική υπευθυνότητα, αλλά και πολιτιστική, να ανταπεξέλθουμε της κρίσης. Η Queen Victoria Market είναι μέρος της κληρονομιάς της πόλης και δεν μπορούμε να τη δούμε να κλείνει», τόνισε.

Εξάλλου, η αγορά παίζει κύριο ρόλο στην προμήθεια φρέσκων τροφίμων και ήταν σημαντικό για το κέντρο της πόλης να παραμείνει ανοιχτή εν μέσω των lockdowns.

Το πρόβλημα ήταν πως πολλοί που προτιμούσαν την Queen Victoria Market για τα ψώνια τους, όπως εργαζόμενοι στη γύρω περιοχή, δεν μπορούσαν πλέον να την επισκεφτούν, ενώ δραστικά μειώθηκαν οι προμήθειες προς τα καταστήματα εστίασης.

«Αυτοί που ζουν σε ακτίνα 5 χιλιομέτρων από την αγορά υπολογίζονται σε περίπου το 25% των επισκεπτών», ανέφερε ο κ. Liacos.

«Από τη στιγμή που τέθηκαν σε ισχύ οι περιορισμοί, η προσοχή μας στράφηκε στους εμπόρους», να έχουν υποστήριξη και οι επιχειρήσεις τους να είναι οικονομικά βιώσιμες. «Το σκεπτικό ήταν ‘αν χάσουμε τους εμπόρους, χάνουμε την αγορά’», επεσήμανε ο κ. Liacos.

Τα ενοίκια μειώθηκαν σημαντικά για να βοηθηθούν οι επιχειρηματίες. Η πόλη της Μελβούρνης προσέφερε στήριξη επίσης και για πρώτη φορά στα 142 χρόνια της ιστορίας της, η Queen Victoria Market, χρειάστηκε να δανειστεί χρήματα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης.

«Όταν χτύπησε η COVID-19, έπρεπε να είμαστε ευέλικτοι και γρήγοροι καθώς οι κανόνες έμοιαζαν να αλλάζουν κάθε μέρα. Έπρεπε να εφαρμόσουμε πρωτόκολλα καθαριότητας και υγιεινής και να αλλάξουμε τη διαρρύθμιση της αγοράς μέσα σε λίγες ημέρες. Έπρεπε να στηριχθούμε στο επιχειρηματικό μας πνεύμα και τη λειτουργική μας ευφυΐα για να ανταπεξέλθουμε», σχολίασε ο κ. Liacos.

«Όλοι έπρεπε να είμαστε ψυχικά δυνατοί, αποφασισμένοι και ανθεκτικοί.», συμπλήρωσε, σημειώνοντας ότι πολλές φορές αλλαγές συμβαίνουν χωρίς να έχουμε επιλογή.

Τόνισε πως όλη η κατάσταση σα να του πήρε 5 χρόνια από τη ζωή του, μέσα σε μερικούς μήνες. «Δεν ήμουν ποτέ πιο εξαντλημένος. Σκέφτομαι ειδικά τους μικροεπιχειρηματίες, τους ηλικιωμένους σε απομόνωση, τα παιδιά στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και τους πρωτοετείς φοιτητές, η χρονιά των οποίων επλήγη από όλο αυτό».

«Εκτιμούμε ότι έχουμε ένα χρόνο ακόμη σημαντικών επιχειρησιακών ρυθμίσεων (λόγω COVID) και θα χρειαστούν 5 με 10 χρόνια για να αποπληρώσουμε το απρόοπτο χρέος. Η κρίση θα έχει επίσης αντίκτυπο στο κέντρο της Μελβούρνης, που είναι μία ‘κάθετη πόλη’ από κατοικίες και γραφεία, τα οποία δε λειτουργούν για μήνες», επεσήμανε.