“Δεν βλέπω όρια μεταξύ των εκφραστικών μέσων της τέχνης”

Η ομογενής καλλιτέχνιδα Τίνα Στεφάνου, που κέρδισε το Schenberg Art Fellowship, οραματίζεται τη δημιουργία ενός "Σπιτιού των Καλλιτεχνών"

Γεμάτο συμβολισμούς και επίπεδα ερμηνείας, προσωπικά και οικουμενικά, είναι τα έργα της ελληνικής καταγωγής ταλαντούχου καλλιτέχνιδας Τίνας Στεφάνου.

Έχει διανύσει πολύ δρόμο από τότε που η συναρπαστική ερμηνεία της μαζί με τα άλλα μέλη της Παιδικής Χορωδίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης, έγινε πρωτοσέλιδο στον «Νέο Κόσμο» το 1996.

Τον περασμένο μήνα της απονεμήθηκε το σημαντικό καλλιτεχνικό βραβείο Schenberg Art Fellowship 2020, με χρηματικό έπαθλο $50.000 για τα έργα της Horse Power (2019) και Antiphonea (2019). Πρόκειται για το πιο σημαντικό βραβείο που απομένεται σε ανερχόμενο καλλιτέχνη στην Αυστραλία.

«Το ταξίδι μου ως εικαστικός, ίσως ξεκινά από τότε, όταν τραγουδούσα στην Παιδική Χορωδία και ανακάλυψα τη φωνή μου» μας λέει η ενδιαφέρουσα ομογενής καλλιτέχνιδα, Τίνα Στεφάνου.

«Άλλωστε, τα έργα των καλλιτεχνών είναι γεμάτα από τις ιστορίες της ζωής τους. Ξεκίνησα να τραγουδάω στη χορωδία, και μαζί με την οικογένειά μου στα έξι μου. […] Το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι είναι πλούσιο με διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία ακόμα επηρεάζουν την τέχνη μου, όπως τα άλογα που στόλισα με κουδούνια και κλειδιά. Πιστεύω ότι όλα έχουν σχέση με την πορεία μου στο τραγούδι, την πορεία μου ως παιδί Ελλήνων μεταναστών».

Τα έργα Antiphonea και Horse Power που χάρισαν στην ομογενή καλλιτέχνιδα το σημαντικότατο βραβείο The Schenberg Art Fellowship 2020. Φώτο: Bo Wong

 

«Ν.Κ.»: Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που χρησιμοποιείτε διαφορετικά καλλιτεχνικά μέσα για να δημιουργήσετε το έργο σας. Χρησιμοποιείτε τον ήχο, τη γλυπτική και την εικαστική τέχνη μέσα στο ίδιο έργο.

Για μένα το καλλιτεχνικό μέσο που θα επιλέξω δεν έχει τόσο σημασία. Δεν έχει σημασία εάν είναι η φωνή, η κίνηση, η γλυπτική.

Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να ζωντανέψεις τις ιδέες σου με τα καλλιτεχνικά μέσα που διαθέτεις. Δεν βλέπω όρια μεταξύ των εκφραστικών μέσων που σου προσφέρει η τέχνη.

Ο τίτλος του έργου σας, που κέρδισε το βραβείο, Antiphonea (Αντιφωνία), υπονοεί κάποια αντίφαση. Από τη μία, είναι το στοιχείο της αντι-φωνίας ως ηχούς και, από την άλλη, δίνει την αίσθηση ότι υπάρχει μία αντίθεση φωνών.

Ναι, υπάρχει αυτό το παράδοξο στο έργο. Ο τίτλος μου ‘Antiphonea’ προέρχεται από τον μεσαιωνικό ύμνο που έγραψε η Γερμανίδα συνθέτης Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν. Είδα αυτή την αντίφαση όταν ανακάλυψα το έργο της.

Και έτσι ζήτησα από τρεις διπλούς μπασίστες να παίξουν αυτόν τον ύμνο, γυμνοί. Είναι πολύ δύσκολο να παίξεις μουσική όταν βρίσκεσαι τόσο εκτεθειμένος.

Και εκεί υπάρχει η αντι-φωνία. Αλλά υπάρχει και μία άλλη ερμηνεία στο έργο μου. Αναφέρεται στην απουσία της γυναικείας φωνής από τη ιστορία της τέχνης, της μουσικής και της γνώσης γενικότερα, ακόμα και από την εποχή του Πλάτωνα, που όριζε το σπίτι ως τον χώρο για τις γυναίκες, και τη γνώση και ηδονή για τους άνδρες.

Στο έργο μου έχουμε τρεις γυμνούς άνδρες, που αντιπροσωπεύουν τον ‘Παγκόσμιο Άνδρα’ (the Virtuvian man), τον γυμνό άνδρα που ζωγράφισε ο Ντα Βίντσι.

Αλλά αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι η Χίλντεγκαρντ είχε ζωγραφίσει αυτόν τον παγκόσμιο άνδρα πριν από τον Ντα Βίντσι. Στο δικό της, όμως, πορτραίτο του άνδρα ζωγράφισε και τον εαυτό της. Έτσι η γυναίκα δεν απουσιάζει.

Έτσι έχεις τρεις άνδρες στο έργο μου να αντιπροσωπεύουν αυτή την εικόνα του “Παγκόσμου Άνδρα”, αλλά είναι γυμνοί, και παίζουν τον ύμνο που έγραψε μία γυναίκα πριν από χίλια χρόνια.

Η αντι-φωνία είναι η απουσία της φωνής όχι μόνο των γυναικών, αλλά και άλλων φυλών εκτός του Δυτικού Ευρωπαίου, των Αβορίγινων αλλά ακόμα και των ζώων. Όπως απουσιάζει και η φωνή Ελληνοαυστραλών καλλιτεχνών. Και φέρνω αυτά τα δύο έργα μαζί.

Δίπλα στους άνδρες βάζω τα άλογα στολισμένα με κουδούνια και κλειδιά, και αυτά τα δύο έργα δημιουργούν τον δικό τους ηχητικό και οπτικό κόσμο που ξετυλίγεται ποιητικά.

Έντυσα τα άλογα με δίχτυα ψαρέματος. Έραψα 5.000 κουδούνια και κλειδιά πάνω σε αυτά τα δίχτυα. Για πέντε μήνες έραβα κάθε μέρα, κατά κάποιο τρόπο τιμώντας τον ‘μόχθο της αγάπης’, και κυρίως της γιαγιάς μου που έραβε για σαράντα χρόνια σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας”. Φώτο: Andrew Kaineder

Αυτές οι ιδέες προϋπάρχουν πριν ξεκινήσετε το έργο σας, ή γεννιούνται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας;

Πιστεύω ότι το ίδιο το έργο αρχίζει να ‘τραγουδάει’ και να αποκτάει τη δική του φωνή. Δεν αναφέρομαι μόνο στις ανθρώπινες φωνές. Αναφέρομαι και στο μέσον, μέσα από το οποίο εκφράζεται η φωνή, η ιδέα.

Δεν τα σκέφτομαι όλα αυτά απαραίτητα όταν ξεκινάω το έργο μου. Το ίδιο το έργο μου μιλάει.

Υπάρχει μία μαγεία σε όλο αυτό, γιατί ακόμα και πολύ αργότερα, όταν έχει πια ολοκληρωθεί το έργο, αποκωδικοποιώ και άλλες ερμηνείες, βγαίνουν άλλες σχέσεις, άλλες συνδέσεις. Όταν δημιουργώ βλέπω μια κίνηση, ένα όραμα και το κατασκευάζω, και αυτό που έφτιαξα μου λέει μετά τι είναι.

Διάβασα ότι σκέπτεσθε να δημιουργήσετε ένα «Σπίτι των Καλλιτεχνών» με τα χρήματα του βραβείου.

Ναι, εύχομαι να ιδρύσω έναν χώρο για καλλιτέχνες που αντιμετωπίζουν την αβεβαιότητα, αυτό που συμβαίνει τώρα δηλαδή, με τις περικοπές στον χώρο της τέχνης.

Θέλω να δημιουργήσω έναν χώρο όπου μπορούν να έρθουν να μείνουν και να δημιουργούν τα έργα τους. Ζω στην ιδιοκτησία της γιαγιάς μου και τη φροντίζω και ελπίζω ότι οι καλλιτέχνες που θα έρθουν θα συνδεθούν και με την κοινωνία των ηλικιωμένων που υπάρχει στην περιοχή.

Έτσι δεν θα είναι μόνο ένας χώρος για τους καλλιτέχνες να δημιουργούν τα έργα τους, αλλά θα αποτελέσει μέρος της κοινότητας και του τοπικού περιβάλλοντος.

Πού βρίσκεται η περιοχή; Πώς είναι το περιβάλλον εκεί;

Είναι στο Wattle Glen, κοντά στη Μελβούρνη, αλλά αρκετά μακριά να νιώθεις ότι έχεις βγει από την πόλη. Υπάρχουν καγκουρώ και η άγρια φύση είναι πανέμορφη. Η γιαγιά μου ήταν από τους πρώτους Έλληνες που εγκαταστάθηκε εκεί τη δεκαετία του ’60.

Μεγάλο μέρος της δουλειάς μου αναφέρεται στη γιαγιά μου. Στη μεταναστευτική ροή, τη νομαδική κίνηση και πώς αυτή αλλάζει τον τρόπο που ακούς, τον τρόπο που εκφράζεσαι στον κόσμο.

Ως παιδί μεταναστών, υπάρχει μία περίοδος που προσπαθείς να ενσωματωθείς στην Αυστραλιανή κουλτούρα και ίσως αντιστέκεσαι κάπως στη «Μητέρα πατρίδα». Αλλά όσο μεγαλώνεις, τουλάχιστον για μένα, ξεκινάει ένα ταξίδι επανασύνδεσης με τον Ελληνικό πολιτισμό.

Η γιαγιά της Στεφάνου, Ειρήνη Πουτακίδη, με τον Buster. Φώτο: Τίνα Στεφάνου

 

Τι συμβολίζει το άλογο με τα κουδούνια και τα κλειδιά στο έργο σου Horse Power;

Τα έντυσα με δίχτυα ψαρέματος. Έραψα 5.000 κουδούνια και κλειδιά πάνω σε αυτά τα δίχτυα. Για πέντε μήνες έραβα κάθε μέρα, κατά κάποιο τρόπο τιμώντας τον ‘μόχθο της αγάπης’ και κυρίως της γιαγιάς μου που έραβε για σαράντα χρόνια σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, με μισθό μικρότερο από τον μισθό των αγγλόφωνων. Μία γυναίκα μόνη που προσπαθούσε να φτάσει το Αυστραλιανό όνειρο.

Έτσι οι αναφορές του έργου μου, τιμούν και θυμούνται ότι η σύγχρονη κοινωνία βασίζεται στις πλάτες των μεταναστών, δημιουργήθηκε πάνω σε ανθρώπινα σώματα και τα σώματα των ζώων. Κι έτσι καθώς κινούνται τα άλογα, σε κάθε βήμα αντηχεί ο μόχθος της αγάπης, που συμβολίζεται από τα κλειδιά και τα κουδούνια

Κοιτώντας το μέλλον, ποιο είναι το επόμενο βήμα; Σκέπτεσθε τη διδασκαλία, παράλληλα με τη δημιουργία μιας κοινότητας καλλιτεχνών;

Μιλώντας για το μέλλον, δεν μπορείς να μην σκεφτείς όλες αυτές τις σύγχρονες συνθήκες που ζούμε, την κλιματική αλλαγή για παράδειγμα, και η τέχνη δεν είναι ξεχωριστό κομμάτι της ζωής.

Ο καλλιτέχνης εμπλέκεται σε όλα αυτά τα προβλήματα, και επομένως, πιστεύω ότι η δημιουργία μιας βιώσιμης κοινότητας που να απαρτίζεται από καλλιτέχνες, που θα υπομείνουν μαζί τις δυσκολίες, είναι σημαντική. Αλλά ναι, θα ήθελα πολύ να διδάξω και εργάζομαι προς αυτή την κατεύθυνση. Ολοκληρώνω το Master μου στο Victorian College of Arts, το οποίο θα εξελιχθεί σε διδακτορικό.

Τότε είμασταν μαζί 11 χρόνια και προτείναμε στην έφορο του Salt Museum στην Κωνσταντινούπολη, να δώσουμε μία 11ωρη μουσική παράσταση, όπου η κάθε ώρα θα αντιπροσώπευε έναν χρόνο από τη σχέση μας. Φώτο: Salt Museum

Παρατήρησα ότι έχετε ταξιδέψει αρκετά και έχετε κάνει παραστάσεις και εκθέσεις στην Τουρκία, αλλά και στην Αυστρία. Πώς προέκυψαν αυτές οι συνεργασίες;

Θα έλεγα ότι προέκυψαν από μία σειρά μαγικών συμπτώσεων. Έζησα στην Κωνσταντινούπολη για δύο χρόνια περίπου, όπου βρέθηκα εντελώς τυχαία. Το ταξίδι μου είχε ξεκινήσει στη ζούγκλα του Αμαζονίου στο Περού και τη Χιλή.

Από εκεί βρεθήκαμε στο Βερολίνο και πριν τελειώσουν τα χρήματα του ταξιδιού αισθάνθηκα ότι έπρεπε οπωσδήποτε, πριν επιστρέψω στην Αυστραλία, να συνδεθώ με την Ελλάδα.

Με τα λίγα χρήματα που μας απέμειναν επιλέξαμε τη Θάσο. Ζήσαμε για λίγο σ’ ένα παράξενο μικρό χωριό, εκατό περίπου κατοίκων, στα βουνά της Θάσου.

Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Αυτό που είναι πραγματικά αξιοσημείωτο για την Ελλάδα είναι ότι παρά την οικονομική ύφεση και την πολιτική αναταραχή, οι παραδόσεις, οι πρακτικές που ακολουθούν στην ύπαιθρο παραμένουν ζωντανές. Παράγεις τα δικά σου προϊόντα, μαζεύεις τις ελιές σου μαζί με όλη την κοινωνία. Είναι πρακτικές που διασώζουν τις τοπικές κοινωνίες παρά τις δυσκολίες που συμβαίνουν γύρω.

Φεύγοντας, αποφασίσαμε να πάμε ανατολικά. Τολμήσαμε και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Την αγαπήσαμε και καταλήξαμε να δίνουμε μία 11ωρη παράσταση, ’11 Years’, στο Salt Museum εκεί.

Έντεκα ώρες παράσταση;!

Με τον σύντροφό μου είμαστε τώρα 17 χρόνια μαζί. Τότε είμασταν μαζί 11 χρόνια και προτείναμε στην έφορο του Μουσείου Salt, να δώσουμε μία 11ωρη μουσική παράσταση, όπου η κάθε ώρα θα αντιπροσώπευε έναν χρόνο από τη σχέση μας.

Και τα καταφέραμε. Αυτοσχεδιάζαμε με τον ήχο για 11 ώρες, και ήταν κάτι μαγικό.

Για περισσότερες πληροφορίες για την Τίνα Στεφάνου, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της www.tinastefanou.com

Από τη παιδική χορωδία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης το 1996, στο μεγαλύτερο βραβείο που απονέμεται σε ανερχόμενο καλλιτέχνη στην Αυστραλία. Φώτο: “Νέος Κόσμος”