Εξ αφορμής των 100 χρόνων από τη γέννησή του, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας ανακήρυξε το 2020 ως «Έτος Αντώνη Σαμαράκη», διοργανώνοντας διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μικρό αυτό αφιέρωμα αποτελεί έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον εκλιπόντα.

Ο λογοτέχνης Αντώνης Σαμαράκης, αν και ολιγογράφος (με μόνο 6 βιβλία στο ενεργητικό του – 2 μυθιστορήματα και 4 συλλογές διηγημάτων) υπήρξε – για πολλούς – κάτι σαν «μύθος» της ελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας. Ίσως ο πιο δημοφιλής και πολυδιαβασμένος πεζογράφος μας.

Αλλά και από τους πιο πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους. Με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1962), Βραβείο Μυθιστορήματος των «12» (1966), Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας (1970, Γαλλία), Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπάλια (1982).

Μεταφράστηκε σε 33 γλώσσες, με 114 ξένες εκδόσεις, ενώ στην Ελλάδα είχαν κυκλοφορήσει 169 εκδόσεις όλων των βιβλίων του, με πωλήσεις 750.000 αντίτυπα (έως το 1996). Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ των Τμημάτων Φιλολογίας των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών και Ιωαννίνων.

Ωστόσο, παρ’ όλες τις προαναφερθείσες περγαμηνές του, δεν υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός και αποδεκτός στο λογοτεχνικό συνάφι των ομοτέχνων του. Οι πιθανότεροι λόγοι είναι οι εξής: Πρώτον, διότι δεν είχε ενταχθεί σε λογοτεχνικές «κλίκες» και σωματεία – πράγμα που εκλαμβανόταν (λανθασμένα πιστεύω) ως σνομπισμός. Δεύτερον, διότι συνήθιζε να απασχολεί συχνά την επικαιρότητα και τα ΜΜΕ – κάτι που ερμηνευόταν ως ναρκισσιστική αυτοπροβολή.

Ιδίως όταν το θεωρούμενο «ισχνό συγγραφικό του έργο» δεν δικαιολογούσε τέτοια υπερβολική δημοσιότητα. Πολύ περισσότερο όταν αυτή αφορούσε παρεμβάσεις σε κοινωνικά, πολιτικά και άλλα, μη λογοτεχνικά, ζητήματα. Τρίτον, διότι η μεγάλη δημοφιλία, οι υψηλές πωλήσεις των βιβλίων του και η μεγάλη δημοσιότητα που απολάμβανε, εύλογα προξενούσαν τη ζηλοφθονία των ομοτέχνων του.

Αλλά και αρκετοί κριτικοί στάθηκαν επιφυλακτικοί απέναντί του. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του έγκυρου Δημοσθένη Κούρτοβικ: «Αν και δημοφιλέστατος στο ευρύ κοινό, ο Σαμαράκης έχει αμφισβητηθεί έντονα από την κριτική.

Του καταλογίζονται κυρίως εντυπωσιοθηρία, ένας αφηρημένος γενικόλογος ανθρωπισμός και μια συχνά κραυγαλέα αισθηματολογία, ενώ τα θέματά του, παρμένα συνήθως από τη δημοσιογραφική επικαιρότητα, δεν τον οδηγούν σε βαθύτερη διαπραγμάτευση.

Είναι όμως ένας συγγραφέας που ξέρει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη, πράγμα που σε συνδυασμό με τα ευανάγνωστα μυθιστορήματά του, εξηγεί τη μεγάλη επιτυχία των βιβλίων του» («Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς – Ένας κριτικός οδηγός», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995).

Τον Αντώνη Σαμαράκη τον πρωτογνώρισα, ως έφηβος, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, χάρη στο γνωστότερο παγκοσμίως μυθιστόρημά του «Το λάθος» (Βραβείο των «12» – Έπαθλο Κώστα Ουράνη). Προσωπικά γνωριστήκαμε μια χειμωνιάτικη ημέρα του 1979 στην τότε οικία του της οδού Ταϋγέτου και Ιππολύτου 48 στην Αθήνα, όπου με περίμενε.

Η ιστορική επίσκεψή του στη Μελβούρνη δυο χρόνια αργότερα (Ιούνιο του 1981, όπου έδωσε δημόσιες διαλέξεις με τεράστια συμμετοχή κόσμου, κυρίως φοιτητών) και η γνωριμία του με τον απόδημο ελληνισμό της Αυστραλίας συνέσφιξε περισσότερο τη φιλική σχέση μας.

Ο «κυρ-Αντώνης» (επέμενε να του μιλάω στον ενικό και να τον αποκαλώ σκέτο «Αντώνη»· συμβιβάστηκα όμως με το «κυρ-Αντώνη») υπήρξε απ’ τους πιο αγαπημένους μου πεζογράφους. Κι ακόμη, πολύτιμος μέντορας (ο οποίος επηρέασε αισθητά το έργο μου) αλλά και φίλος που στήριξε αυθόρμητα το συγγραφικό μου ξεκίνημα.

Η τελευταία μας συνάντησε έγινε στις 3 Ιουλίου 1996 στην νέα του κατοικία, στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι. Είχαμε να ιδωθούμε αρκετά χρόνια και ήθελα πολύ να τον δω αλλά και να μου δώσει μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. «Θα χαρώ πολύ, σε περιμένω…» μου απάντησε.

Η συνάντησή μας αυτή, ωστόσο, υπήρξε περιπετειώδης. Οι λόγοι; Πρώτον, επειδή ο ίδιος βρισκόταν σε άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση λόγω των πέντε μπαϊπάς που είχε κάνει, χάνοντας και το φως το απ’ το ένα μάτι, όπως με πληροφόρησε.

Δεύτερον, εξαιτίας της δικής μου παρορμητικής συμπεριφοράς η οποία έριξε λάδι στη φωτιά, όταν τον… «μάλωσα» που κάπνιζε καθότι σοβαρά καρδιοπαθής. (Το ότι κάπνιζε το συμπέρανα απ’ τα πολλά τσιμπούκια και τον ταμπάκο που είδα πάνω στο τραπέζι). Εμφανώς ενοχλημένος, μου απάντησε ευγενικά ως εξής: «Όπως εσύ είσαι μεταμοντέρνος κριτικός, έτσι κι εγώ είμαι μεταμοντέρνος καπνιστής…»!

Τρίτον, το γενικότερο βαρύ κλίμα επιδεινώθηκε εξαιτίας της… «Ιεράς Εξέτασης» στην οποία τον υπέβαλα – μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κατάστασή του. Ήταν μια καθ’ όλα επώδυνη δοκιμασία (κάτι σαν εγχείρηση χωρίς αναισθητικό) και για τους δυο μας – περισσότερο όμως για εκείνον.

Ήμασταν όμως και οι δυο αποφασισμένοι να προχωρήσουμε και ολοκληρώσουμε το ενσκύψαν δύσκολο εγχείρημα. Τα σημαντικότερα highlights εκείνης της θυελλώδους συνέντευξης, κορφολογούμενα, είναι τα εξής:

Γενικότερα, για τις διάφορες μομφές εναντίον του, μου απάντησε: «Εγώ, αγαπημένε μου φίλε, δεν θα θυσιάσω τη ζωή μου για τους διάφορους ψιθύρους, οι οποίοι λένε το άλφα και το βήτα […] εγώ δεν ασχολούμαι με το τι κάνουν οι άλλοι. Ασχολούμαι με το τι κάνω εγώ. Κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά και η ψυχή μου. Δεν θα χάσω το χρόνο μου ασχολούμενος με τα σχόλια των άλλων».

Για τις επικρίσεις που δεχόταν, λόγω των συχνών εμφανίσεών του στα ΜΜΕ και ιδίως στην τηλεόραση, απάντησε: «[…] εάν έχω δώσει ορισμένες συνεντεύξεις στην τηλεόραση, είναι διότι μου το ζήτησαν αυτοί και διότι τα θέματα ήτανε κοινωνικά και μπαίνανε στον γενικότερο κύκλο των ενδιαφερόντων μου. Και θεώρησα χρέος μου να μιλήσω […] Διότι, σ’ αυτήν τη ζωή θα κριθούμε, κάποτε, με βάση το αν μιλήσαμε ή όχι. […] Ο Σαμαράκης μιλάει έξω απ’ τα δόντια, χωρίς να υπολογίζει εξουσίες και χωρίς να υπολογίζει αν θα χάσει τα λεφτά που παίρνει απ’ το τάδε αξίωμα, ή τη μερσεντές, είτε άλλο».

Για τα φερόμενα ως «υπερβολικά νούμερα των εκδόσεων και πωλήσεων των βιβλίων του», απάντησε: «Εγώ έχω να σου πω πως τα βιβλία μου έχουν ακριβώς την κυκλοφορία που γράφουν».

Για την «ολιγογραφία» και τη «συγγραφική του στειρότητα», απάντησε: «Έχουμε, στην παγκόσμια λογοτεχνία, Άγγλους και Γάλλους συγγραφείς με 300 και 500 βιβλία και δεν έχει μείνει ούτε ένα. Κι έχουμε ανθρώπους, με ελάχιστα βιβλία, οι οποίοι έχουν μείνει».

Για τις διάφορες «ενστάσεις» των κριτικών απέναντι στο έργο του, απάντησε: «[…] δεν έχει καμία απολύτως υποχρέωση ο συγγραφέας να απολογείται στο τι λέει ο άλλος. Αυτός κάθεται στη γωνιά του, δουλεύει, δίνει αυτό που έχει στο μυαλό του και στην καρδιά του. Από κει και πέρα οποιανού αρέσει. […] Η ιστορία δεν γράφεται απ’ όλους αυτούς τους κριτικούς και άλλους οι οποίοι είναι άγνωστοι».

Για τη σχέση λογοτεχνίας, αγοράς, μάρκετινγκ, κριτικών και διανοουμένων, απάντησε: «Εγώ έχω τη σύνταξή μου από το Υπουργείο εργασίας, που ήμουνα 33 χρόνια, και ό,τι παίρνω από τα ποσοστά των βιβλίων μου – επί των οποίων φορολογούμαι ως νομοταγής πολίτης.

Υλικό πλούτο δεν μου έχει αποφέρει η λογοτεχνία. […] Με το γράψιμο ενός λογοτεχνικού έργου – όπως ξέρεις καλύτερα από μένα – ανακαλύπτεις εσύ ο ίδιος βαθύτερα τον εαυτό σου. Απλούστατα είναι μια λειτουργία που είναι έξω από την αγορά. Και ποτέ καμιά κριτική και κανένας κριτικός δεν καθιέρωσε ένα λογοτεχνικό έργο ή ένα έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας. […] Κανένα μάρκετινγκ δεν καθιέρωσε ένα βιβλίο και έναν συγγραφέα.

Η διάδοση ενός βιβλίου γίνεται από στόμα σε στόμα του καθημερινού αναγνώστη. […] Ποιοι είναι το αναγνωστικό κοινό, οι διανοούμενοι; Ποιοι διανοούμενοι; Έχοντας τελειώσει εκείνη την περιπετειώδη συνέντευξη, και συνειδητοποιώντας πόσο τον είχα αναστατώσει με την «Ιερά Εξέτασή» μου, του ζήτησα επανειλημμένα «συγγνώμη». Μου απάντησε ότι δεν έπρεπε να με απασχολεί αυτό το ζήτημα.

Δεν έτρεχε απολύτως τίποτα, και καλά έκανα που τον ρώτησα όλα εκείνα τα «δύσκολα». Κατόπιν μου χάρισε όλες τις τελευταίες εκδόσεις των βιβλίων του, με ιδιόχειρες αφιερώσεις στο καθένα, για να τον θυμάμαι. (Και οι δυο μας, προφανώς, συνειδητοποιούσαμε βουβά ότι εκείνη ήταν η τελευταία φορά που βλεπόμασταν. Θα «έφευγε» επτά χρόνια αργότερα, στις 8 Αυγούστου 2003).

Στο «Αρνούμαι» (διηγήματα), 29η έκδοση (125.000 αντίτυπα), Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1996, η αφιέρωση έγραφε: «Στον Γιάννη, Αγαπημένο μου φίλο και συνάδελφο – Για μια ανθρωπότητα λιγότερο απάνθρωπη. Με την αγάπη μου και με βαθιά εκτίμηση για το έργο του, Αντώνης Σαμαράκης, Αθήνα, 3 Ιουλίου ’96».

Στο «Το διαβατήριο» (διηγήματα), 22η έκδοση (95.000 αντίτυπα), Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1996, η αφιέρωση έγραφε: «Στον Γιάννη, Για το λαμπρό έργο του και την καλή του καρδιά – Για έναν κόσμο με ευαισθησία, αλληλεγγύη, ελπίδα, Με την αγάπη μου, Αντώνης Σαμαράκης, Αθήνα, 3 Ιουλίου ’96».
Αλλά και στα υπόλοιπα βιβλία που μου χάρισε, οι αφιερώσεις του έκαναν λόγο: «Για έναν κόσμο με αγάπη, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη, με ελπίδα, με χιούμορ» («Το λάθος»), «Για ένα κόσμο με ειρήνη, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη» («Σήμα κινδύνου»), «Με την ελπίδα ενός κόσμου με δικαιοσύνη και στοργή για όλους» («Ζητείτα ελπίς»), «Για κάτι άλλο επιτέλους! στη ζωή μας, για ελπίδα, τρυφερότητα, ομορφιά» («Η κόντρα»).

Κατόπιν δέχτηκε πρόθυμα να βγάλουμε μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία στο καταπληκτικό μπαλκόνι του, με «πιάτο» όλη την Αθήνα. Τώρα ήταν ευδιάθετος και αστειευόταν. Με παρακάλεσε να του ταχυδρομήσω την ογκώδη αλληλογραφία του. Πριν φύγω, με αγκάλιασε, με φίλησε συγκινημένος και μου ζήτησε «να μη στεναχωριέμαι και να ξεχάσω ό,τι προηγήθηκε…».

Η μεγάλη έκπληξη όμως ήταν όταν έφτασα στο σπίτι μου. Πριν προλάβω να συνέλθω – ιδιαίτερα αγχωμένος απ’ όσα προηγήθηκαν – χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο «κυρ-Αντώνης». Ξαφνιάστηκα και ανησύχησα. Με ρώτησε πώς ήμουν, εξηγώντας μου πως με τηλεφώνησε για να βεβαιωθεί ότι δεν …στεναχωριόμουν! Με ξαναπήρε άλλες δύο φορές μέσα σε μισή ώρα, ζητώντας μου να του υποσχεθώ πως δεν στεναχωριόμουν, και λέγοντας: «No worries! Έτσι δεν λέτε εσείς εκεί κάτω στην Αυστραλία;…».

Τέτοιας ποιότητας άνθρωπος ήταν ο αλησμόνητος μέντορας και φίλος μου Αντώνης Σαμαράκης. Άνθρωπος των έργων και όχι των θεωριών και των κούφιων λόγων (γραπτών και/ή προφορικών). Απόδειξη, ότι είχε βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο που είχε ανάγκη, δίνοντας ακόμα και το σακάκι του αν χρειαζόταν. Η μέγιστη απόδειξη του ανθρωπισμού του όμως ήταν η έσχατη χειρονομία του να δωρίσει το ίδιο του το σώμα στην Επιστήμη για πειράματα, προς όφελος της ανθρωπότητας!

Καθόλου περίεργο που, όταν τον ρώτησα περί Θεού και μεταφυσικών ζητημάτων, η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: «Ο Βασίλης Βασιλικός [στην τελευταία εκπομπή του «Άξιον Εστί»] είπε ότι είμαι ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Ότι έχω μεταφυσικές αγωνίες. Τώρα, τι θα γίνει στην άλλη ζωή, δεν θα το ρυθμίσω εγώ. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. […] Πιστεύω ότι δεν μπορώ να αποδείξω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Και δεν με αφορά αυτή η απόδειξη. Εγώ θέλω να κάνω αυτό που νομίζω χρέος μου σ’ αυτήν εδώ τη ζωή […] Καθόλου δεν με απασχολεί το πώς θα με θυμούνται μετά θάνατον. […] όλα αυτά, περί αιωνιότητας του συγγραφέα, περί αθανασίας κ.λπ. τ’ ακούω βερεσέ».

Σε μεταιχμιακές εποχές σαν τη σημερινή, που η ανθρωπότητα μετεωρίζεται και ολισθαίνει όλο και περισσότερο στη ρομποτοποίηση και τον παραλογισμό της βαρβαρότητας (με τα σενάρια συνωμοσίας, την αμφισβήτηση, την πλάνη, τις ψευδαισθήσεις, τα “fake news”, τη βία και τρομοκρατία), ο λιτός και καίριος λόγος του Σαμαράκη παραμένει όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος. Για να εμπνέει, να φωτίζει και καθοδηγεί με τις ανθρωπιστικές αρχές του. Γιατί τελικά ο Σαμαράκης δεν ήταν ένας «επαγγελματίας συγγραφέας», όπως πίστευαν πολλοί, αλλά – ουσιστικά – ένας υπέρμαχος των ανθρωπιστικών αξιών. Εξού και η λογοτεχνία δεν ήταν γι’ αυτόν αυτοσκοπός, αλλά μέσον προς επίτευξιν των ουμανιστικών του επιδιώξεων.

(Σημ.: Για την πλήρη συνέντευξη του Α. Σαμαράκη στον Γ. Βασιλακάκο και άλλες λεπτομέρειες, βλ. Γιάννης Βασιλακάκος, «Η περιπέτεια της γραφής: Καταθέσεις/Μαρτυρίες 27 Ελλήνων πρωταγωνιστών», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018).

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας. Υπήρξε αρθρογράφος στην αθηναϊκή εφ. «Τα Νέα», ενώ έχει συνεργαστεί και με: «Το Βήμα της Κυριακής», «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», καθώς και με την αυστραλιανή εφ. «The Age».