«Δεν κλείνουν οι πληγές που άνοιξαν το Μαύρο Σάββατο»

Μία κυρτωμένη γυναίκα από τα χρόνια και τα βάσανα είναι η κ. Μάρθα.

Στα μαύρα ντυμένη, μπήκε στα γραφεία του «Νέου Κόσμου» την περασμένη Δευτέρα. Την κοίταξα φευγαλέα καθώς περνούσα από μπροστά της. Δεν ήξερα ποια ήταν. Στη δική μας μνήμη, βλέπετε, οι άνθρωποι που τραυματίστηκαν με τα πιο οδυνηρά τραύματα που μπορεί να τραυματιστεί ένας γονιός, ένας σύζυγος, ένα παιδί, έχουν σβήσει πλέον. Είδαμε τα πρόσωπά τους λίγο μετά την καταστροφή, κενά από συναισθήματα, τα μάτια τους να κοιτούν με απορία τους τηλεοπτικούς φακούς καθώς προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε γίνει, ακούσαμε την τραγωδία που τους επιφύλασσε η μοίρα να ζήσουν, αλλά εμείς συνεχίσαμε τη ζωή μας, ξεχάσαμε τα πρόσωπά τους, τους αφήσαμε στο δράμα τους. Εκείνοι, όμως, δεν ξέχασαν και δεν θα ξεχάσουν ποτέ.

Ένας απ’ αυτούς τους ξεχασμένους ανθρώπους είναι και η κ. Μάρθα. Είναι η μητέρα του 35χρονου, Δημήτρη Τσιμικλή, που έγινε στάχτη μέσα στο σπίτι του στο Kinglake εκείνο το τραγικό Σάββατο της 7ης Φεβρουαρίου του 2009.

Και η κ. Μάρθα δεν θρηνεί μόνο το γιο της, θρηνεί και την 39χρονη νύφη της, την Τάνια που κάηκε και αυτή ζωντανή δίπλα του. Και δεν ξέχασε, θρηνεί ακόμα.

Στην καρδιά της έχει φωλιάσει ο πόνος, στο μυαλό της η οργή για τα «λάθη» που έγιναν εκείνη τη μοιραία μέρα και ένα βαρύ κατηγορώ συνοδεύει κάθε της λέξη.
Δεν ξέρω αν είναι ο πόνος ή η οργή που όπλισαν με κουράγιο αυτή την τραγική μάνα που περπατά στηριζόμενη σε ένα βοηθητικό πλαίσιο, να κάνει τον κόπο να έρθει στο «Νέο Κόσμο» -υποθέτω το δεύτερο- αλλά τα λόγια της σίγουρα είναι βουτηγμένα στον πόνο.

«ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ ΑΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΝ»

«Έτσι του έλεγα και αυτός δεν με άκουγε» λέει η κ. Μάρθα και θυμάται εκείνες τις μοναδικές στιγμές που κάθε μάνα απολαμβάνει με τα παιδιά της. Τους μικρούς διαλόγους, αυτά τα καθημερινά, τα ασήμαντα πειράγματα που δεν αλλάζουν την ζωή αλλά είναι η ζωή.

«Το είχα δει το κακό το όνειρο» μου λέει. «Είδα τη σκεπή του σπιτιού μου να πιάνει φωτιά. Την είχα πάντα σε κακό τη φωτιά. Νόμισα ότι ήταν για μένα το όνειρο. Πήρα τηλέφωνο τον Δημήτρη μου την προηγούμενη μέρα από το κακό και του το είπα… ‘Θα πεθάνω Δημήτρη μου, το είδα το όνειρο. Να πάρετε τα πράγματα από το σπίτι είναι καινούρια, μην τα αφήσετε εδώ του είπα’. Το όνειρο, όμως, βγήκε αλλού. Χάθηκε ο Δημήτρης και η Τάνια μου. Έτσι άδικα, έτσι απρόοπτα».
Τα λόγια της διακόπτονται από δάκρυα. «Είναι φορές που νομίζω ότι τρελαίνομαι. Τα περιμένω να έρθουν, περιμένω να τα δω στην πόρτα, ο πόνος με κόβει στα δύο και χάνω τα μυαλά μου. Φέρνω στην φαντασία μου τις παλιές καλές μας στιγμές και τα περιμένω. Μετά από λίγο συνέρχομαι από το «χαστούκι» της πραγματικότητας. Δεν έρχονται, έφυγαν για πάντα».

Και ο θρήνος της δεν έχει σταματημό….
«Δεν είχα το κορμάκι τους να το αγκαλιάσω, να τους αποχαιρετήσω, να φιλήσω τα γελαστά πρόσωπά τους, να χαϊδέψω το ξυρισμένο κεφαλάκι του και πάντα του έλεγα…  ‘Άστα Δημήτρη μου τα μαλλάκια σου να μεγαλώσουν’ Όλα μου τα στέρησε η μοίρα».
Στο παραλήρημα του πόνου της, η εικόνα του παιδιού της ζωντανεύει μπροστά της. «Ήταν καλό παιδί ο Δημήτρης μου. Ήταν το στήριγμά μου. Ήταν γαλαντόμος. Μας βοηθούσε όλους όσο και όπως μπορούσε. Ήταν τίμιος άνθρωπος. Αυτός και η Τάνια μας πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά;».
Προσπαθώ να την ηρεμήσω. Το θέμα σίγουρα δεν μπορώ να το αλλάξω, αλλά πιάνομαι από κάποια λόγια που ανέφερε πριν ακόμα μιλήσουμε για το πώς νοιώθει σήμερα και πάω αλλού την κουβέντα…

«ΕΦΥΓΑΝ ΑΔΙΚΑ ΤΟΣΕΣ ΖΩΕΣ»

Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που ανακοινώθηκε το πόρισμα της Ειδικής Βασιλικής Έρευνας για τις πυρκαγιές του Μαύρου Σαββάτου. Πάει, επίσης, καιρός από τότε που η Κριστίν Νίξον παραιτήθηκε από Αρχηγός της Αστυνομίας για να αναλάβει ηγετική θέση στον Οργανισμό Αποκατάστασης των πυροπαθών. Η κ. Μάρθα, όμως, δεν μπορεί να νοιώσει δικαιωμένη. Το μεγαλύτερο «κατηγορώ» της πάει στην πρώην Αρχηγό της Αστυνομίας.

«Όταν ο κόσμος εκεί έξω καιγόταν, και χρειαζόταν τη βοήθειά της αυτή είχε τα ραντεβού της. Ξέρεις πως είναι να νοιώθεις ότι αυτή είναι υπεύθυνη για το μεγάλο κακό που έγινε και η ίδια να σου στέλνει φυλλάδια στο σπίτι. Μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Με ενόχλησε αφάνταστα το ότι της δώσανε τη θέση της υπεύθυνης στον οργανισμό αυτό για την αποκατάσταση των πυροπαθών. Και δεν ενόχλησε μόνο εμένα αλλά και πολλούς άλλους που βρίσκονται στην ίδια θέση, που έχασαν παιδιά, εγγόνια, τις γυναίκες τους ή τους άντρες τους» λέει οργισμένη τώρα η κ. Μάρθα.

«Αν ήταν κάποιος απλός εργάτης σε μία υπεύθυνη δουλειά και την παράταγε για να πάει να συναντήσει ένα φίλο του και γινόταν ένα θανατηφόρο ατύχημα ενόσω έλειπε παράνομα από τη θέση του, θα τον δικάζανε, θα τον τιμωρούσαν όχι όμως την κ. Νίξον και όλους τους υπόλοιπους υπευθύνους. Αυτοί έφυγαν πήγαν στα σπιτάκια τους και κάνουν τη ζωή τους σήμερα. Τα δικά μας παιδιά όμως πήγαν στον άλλο κόσμο με τον πιο φρικιαστικό τρόπο». Η φωνή της κ. Μάρθας έχει δυναμώσει. Στην ουσία φωνάζει, αλλά δεν μπορώ και να της ζητήσω να ηρεμήσει. Θα ήταν τουλάχιστον ανάλγητη μία τέτοια παράκληση.
Και συνεχίζει…

«Θέλω να καταγγείλω και την απονιά, την έλλειψη κατανόησης από την Εκκλησία μας. Δεν είχε γίνει ακόμα η κηδεία των παιδιών μου και ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο για να αναπαυθεί η ψυχούλα τους. Όταν είπα του παπά ότι ήθελα να κάνω το μνημόσυνο και για την Τάνια που ήταν Λιθουανή, μου το αρνήθηκε. Εγώ του λέω ‘πάτερ ο θάνατος δεν τα χώρισε, θα τα χωρίσω τώρα εγώ;’ Τίποτα αυτός. Λες και η νύφη μου δεν είχε ψυχή δεν ήταν και αυτή παιδί μου. Μου μίλησε για κανόνες και νόμους. Το καταλαβαίνω αλλά λίγη ανθρωπιά, λίγη συμπόνια εκείνες τις πολύ δύσκολες στιγμές για μία μάνα που δεν έχει ακόμα βάλει στο χώμα ό,τι απέμεινε απ’ τα παιδιά της! Άλλη μία πληγή και αυτή».

«Συγνώμη σε κούρασα» μου λέει ξαφνικά, λες και εκείνη τη στιγμή ένοιωσε την παρουσία μου. Δεν ξέρω τι να τις απαντήσω. Νοιώθω πως αυτή η συγνώμη είναι τόσο αχρείαστη, μία υπερβολικά αταίριαστη λέξη, ασύνδετη, απόλυτα ανάρμοστη.

«Γιατί ζητάτε συγνώμη» τη ρωτάω.

«Γιατί παιδάκι μου ο πόνος ο δικός μου κουράζει τους άλλους και νοιώθω ότι σε κούρασα».

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» της λέω, δανειζόμενη ένα στίχο του Σεφέρη…

«Πολύ παιδί μου, πάρα πολύ» μου απαντά…