«Ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά πιο ξένοιαστα, ειδικά για εμάς τα παιδιά, τα έχω στη μνήμη μου σαν ένα όνειρο…», δήλωσε στον «Νέο Κόσμο», ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος, κληθείς να μοιραστεί τις θύμησες του από γιορτές των Χριστουγέννων στο χωριό του Ψαράδες των Πρεσπών, πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο.

Πιο «ζωντανά» διατηρεί στο μυαλό -και την καρδιά του- τα πατροπαράδοτα κάλαντα, αλλά και τη μεγάλη φωτιά, στην κεντρική πλατεία του χωριού, ενώ τα γύρω βουνά είχαν ντυθεί στα «λευκά».

«Όλοι μάζευαν ξύλα…τα τοποθετούσαν σε σχήμα δέντρου και το βράδυ των Χριστουγέννων άναβαν τη φωτιά. Γύρω της συγκεντρωνόταν η νεολαία και τραγουδούσαν τα κάλαντα».

Στη συνέχεια περνούσαν από κάθε σπίτι του χωριού για να… «τα πουν» και να πάρουν ό,τι μπορούσε να προσφέρει κάθε νοικοκυριό.

Στο τέλος η νεολαία του χωριού ζητούσε ξύλα για να τα ρίξουν στη φωτιά του δέντρου στην πλατεία, ώστε να συνεχίσει να καίει.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος σε νεαρή ηλικία. Φώτο: Supplied

Υπήρχαν ωστόσο σπίτια που δεν προσέφεραν τίποτε, ούτε καν άνοιγαν τις πόρτες. «Αυτούς τους τιμωρούσαν», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. Όταν έπεφταν να κοιμηθούν τους κλέβανε ξύλα από τους αχυρώνες, όπου τα είχαν μαζεμένα, να έχουν να καίνε το χειμώνα.

«Ήταν μία οικογένεια, θυμάμαι, που είχε αρκετή οικονομική άνεση, αλλά ποτέ δεν προσέφερε τίποτε. Έκλεινε τον προαύλιο χώρο ώστε να μην μπορεί κανείς να πλησιάσει στο σπίτι τη βραδιά των Χριστουγέννων. Μία χρονιά λοιπόν, τους κλέψανε τη βάρκα. Την κουβάλησαν κοντά στη φωτιά και εκεί, μπήκανε μέσα και τραγουδούσαν τα κάλαντα. Ετοιμαζόντουσαν να τη ρίξουν στις φλόγες, αλλά ήταν καίρια η επέμβαση του προέδρου του χωριού, που απέτρεψε τα χειρότερα».

Η φωτιά στην πλατεία έκαιγε μέχρι τα ξημερώματα και σύμφωνα με το έθιμο, λέει ο κ. Παπαδόπουλος, όλες οι κοπέλες του χωριού, έπρεπε να πάρουν αναμμένα κάρβουνα στο σπίτι τους προερχόμενα από την εστία αυτή, κουβαλώντας τα συνήθως με κάποιο φτυάρι. Με αυτά έπρεπε να ανάψουν τη φωτιά στο τζάκι της οικίας τους.

Υπήρχαν ωστόσο τα παλικάρια, που είχαν «αποστολή» να μην τις αφήσουν να το πράξουν ανεμπόδιστα. Κρυβόντουσαν και ήθελαν να ρίξουν χάμο τα κάρβουνα που μετέφεραν οι κοπέλες.

Λέγανε ότι όποια κοπέλα καταφέρει να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι με κάρβουνα από το δέντρο που κάηκε στην πλατεία θα ήταν τυχερή και του χρόνου θα τη ζητούσαν σε γάμο. Γι’ αυτό και όταν τους έριχναν τα κάρβουνα επέστρεφαν να πάρουν πάλι. Αυτό γινόταν κατ’ επανάληψη μέχρι η προσπάθεια να στεφθεί με επιτυχία.

Την επόμενη, ανήμερα τα Χριστούγεννα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού έδιναν το παρών στην εκκλησία. Κάθε νοικοκυρά προσέφερε τη «λειτουργιά». Όλοι φορούσαν τα καλά τους ρούχα και με κατάνυξη άκουγαν τις ψαλμωδίες.

«Μετά τον εκκλησιασμό επιστρέφαμε στα σπίτια μας για να γιορτάσει ο καθένας με την οικογένειά του. Το γεύμα για κάποιους ήταν πιο πλούσιο. Αρκετές οικογένειες ωστόσο δεν είχαν τη δυνατότητα. Αλλά η χαρά για τη Γέννηση του Θεανθρώπου ήταν μεγάλη», λέει ο κ. Παπαδόπουλος.

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, στα 80α του γενέθλια με τη σύζυγό του, Βασιλική και τα παιδιά του, Πασχαλινή-Βαλ και Νίκο. Φώτο: Supplied

Ακολουθούσε το γλέντι στην πλατεία του χωριού. Με μπόλικο τσίπουρο και κρασί. Μετά από λίγη ώρα το κέφι «άναβε» και ξεκινούσε να παίζει η γκάιντα.

«Μία χρονιά, θυμάμαι είχε τόσο χιόνι που σκέπασε σχεδόν τα πάντα. Το γλέντι πραγματοποιήθηκε κανονικά. Κέφι, χορός. Μία παρέα, όλοι λεβεντόπαιδα, δε σταματούσαν να χορεύουν. Αλλά πατούσαν επάνω στα χιόνια. Μούσκεψαν τα παπούτσια τους… και στο τέλος έβγαλαν και τις κάλτσες. Το περιστατικό αυτό έμεινε στην ιστορία των χριστουγεννιάτικων γλεντιών στο χωριό Ψαθάδες  ‘χορός ξυπόλητος στο χιόνι’».

«Υπήρχε φτώχεια στα μέρη μας, νομίζω όμως ότι το πληθυσμός διασκέδαζε πιο χαρούμενα και ο σεβασμός μεταξύ των κατοίκων ήταν δυνατός. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια των πολέμων, πρώτα ο Β’ Παγκόσμιος και στη συνέχεια ο Εμφύλιος. Ήταν καταστροφικοί για τον τόπο μας. Σα να μην έφταναν οι απώλειες ανθρωπίνων ζωών στις μάχες, ξεκίνησε η φτώχεια και ο ξεριζωμός…Συγχωριανοί έφυγαν για Αμερική, Καναδά, Βέλγιο, Γερμανία και Αυστραλία. Η Πρέσπα σχεδόν άδειασε…».

Αλλά, τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος, «ο Έλληνας όσο μακριά και αν βρίσκεται από τον τόπο γεννήσεως και την πατρίδα του, σε όποιες καιρικές συνθήκες ζει, δε θα ξεχάσει ποτέ ποιος είναι και από πού ήρθε».