Το αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού

Εκείνη την αποφράδα μέρα της 13ης Δεκεμβρίου 1943 ξεκίνησε από το σπίτι της έχοντας στην τσέπη της «μιας μέρας ψωμί», σύμφωνα με τη διαταγή των Γερμανών. Το πρωί έφτασε στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της και τους γονείς της. Λίγες ώρες αργότερα αντίκρισε τα άψυχα κορμιά των αδελφών της Σπήλιου και Τάκη και του πατέρα της, Κωνσταντίνου. Ήταν τότε 12 χρονών κορίτσι.

Η Γιώτα Κωνσταντοπούλου βρίσκεται ανάμεσα στους επιζήσαντες του καλαβρυτινού ολοκαυτώματος, ανάμεσα σε εκείνα τα παιδιά που οι Γερμανοί κράτησαν αιχμάλωτους μαζί με τις μητέρες τους στο δημοτικό σχολείο, όσο εκτελούσαν τους άντρες στη Ράχη του Καππή. Μέχρι σήμερα δεν κουράζεται να αγωνίζεται προκειμένου να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη των 500 θυμάτων της εκτέλεσης των Καλαβρύτων από τη γερμανική 117η Μεραρχία Καταδρομών. Παρά τα αθεράπευτα τραύματα που σκάλισαν στην ψυχή της τα γεγονότα, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια της, να δημιουργήσει τη δική της οικογένεια, να προσφέρει σημαντικό έργο στην ιστορική έρευνα σχετικά με τη σφαγή των Καλαβρύτων και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εν γένει. Χάρη στη δική της πρωτοβουλία και τις ακαταπόνητες προσπάθειες της έγινε πραγματικότητα το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος στο μαρτυρικό σχολείο της πόλης ενώ το νέο δημοτικό σχολείο που δημιουργήθηκε ονομάστηκε την περασμένη Τετάρτη, κατά την παραμονή της ιστορικής επετείου σε «Αγλαΐας Κόντη και Ελένης Χάμψα» στη μνήμη των δύο δασκάλων που περιέθαλψαν τα παιδιά μετά την καταστροφή.

Η ίδια ακολούθησε το επάγγελμα της μαίας και, σαν να ήταν γραφτό, προσέφερε τις υπηρεσίες της ώστε να γεννηθούν 500 παιδιά…  όσες και οι ψυχές που χάθηκαν στον μαρτυρικό της τόπο…
Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων μπήκε πρόσφατα στο κέντρο του ενδιαφέροντος όταν η κοινή γνώμη σάστισε με το εκλογικό αποτέλεσμα για τη Χρυσή Αυγή στην περιοχή. Η προσωπική μαρτυρία της κ. Κωνσταντοπούλου στις «6 Μέρες», 69 χρόνια αργότερα, δεν αποτελεί μόνο μια συγκλονιστική παρακαταθήκη για την ιστορική μας μνήμη αλλά ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο για το αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο.

ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

«Τα σήματα της Χρυσής Αυγής, αυτή η σβάστικα, με έχουν κάνει δυστυχισμένο άνθρωπο. Όταν έμαθα πόσοι ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή στα Καλάβρυτα έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Έπειτα, όμως, σκέφτηκα ότι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στα Καλάβρυτα δεν είναι αυτοί που πέρασαν το μαρτύριο, είναι ξένοι. Καλά-καλά ούτε οι νέοι που κατάγονται από εκεί δεν ξέρουν ότι χάθηκαν 500 άνθρωποι στη Ράχη του Καππή. Σε κάθε περίπτωση όμως το καταδικάζω. Μόνο και μόνο που ζουν σε αυτόν τον τόπο θα έπρεπε να ξέρουν…» λέει η κ. Κωνσταντοπούλου.

Επισημαίνει ακόμη ότι χρειάζεται η κατάλληλη πολιτική για να βγει προς τα έξω τι πιστεύουν αυτοί οι άνθρωποι και τι κακό μπορούν να κάνουν: «Εγώ τους φοβάμαι τους χρυσαυγίτες γιατί δεν είναι μόνο εδώ, έχουν κι απ’ έξω στηρίγματα. Θα ήθελα να τον δω το Μιχαλολιάκο και να τον ρωτήσω: «δεν υπάρχουν άλλες ιδεολογίες να βοηθήσεις την πατρίδα σου;». Θα ήθελα να τον ρωτήσω αν έχει πάει καμιά βολτίτσα μέχρι το Άουσβιτς, αν έχουν σκοτώσει τον πατέρα του και τα αδέρφια του, αν όλα αυτά τα δικαιολογεί» λέει η κ. Κωνσταντοπούλου, ενώ τονίζει ότι θεωρεί πια επικίνδυνο να βγει τώρα εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή. Όπως λέει, αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει εγκαίρως πριν αποκτήσει κοινοβουλευτική δύναμη, όπως γίνεται στη Γερμανία όπου δεν επιτρέπεται η συγκρότηση ναζιστικού κόμματος. Αναφερόμενη, δε, στις ρατσιστικές επιθέσεις της Χρυσής Αυγής σχολιάζει: «Λένε ότι οι μετανάστες σκοτώνουν. Όμως όποιος δεν έχει πεινάσει δεν μπορεί να καταλάβει αυτούς τους ανθρώπους. Όποιος πεινάει μπορεί και να σκοτώσει. Καλό θα ήταν να έχει φροντίσει το κράτος από πριν γι’ αυτούς τους ανθρώπους αλλά δεν μπαίνει τάξη έτσι. Η βία μόνο βία φέρνει».

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Η αφήγηση της κ. Κωνσταντοπούλου ξεκινά από την Κυριακή, 12 Δεκεμβρίου 1943, την παραμονή του ολοκαυτώματος. Όπως λέει, όλη η πόλη ήταν ανάστατη. Από την Πέμπτη είχαν έρθει στα Καλάβρυτα από την Πάτρα περίπου 1.000 Γερμανοί με κάπου 250 μηχανοκίνητα, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, αλλά και ζώα. Το απόγευμα της Κυριακής ο γερμανικός στρατός ανακοίνωσε ότι την επόμενη το μεσημέρι θα φύγουν. «Οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να φοβούνται εξαιτίας των γεγονότων που είχαν προηγηθεί και λόγω της συμπεριφοράς των Γερμανών. Σε κάποιους που είχαν συναντήσει τα παιδιά τους που ήταν αντάρτες είχε διαρρεύσει από την Παρασκευή και η πληροφορία ότι οι Γερμανοί θα εκτελέσουν τους άντρες πάνω από 14 χρονών. Κάποιοι είχαν φύγει από την Πέμπτη που είχαν μπει στην πόλη οι Γερμανοί αλλά αρκετοί επέστρεψαν να δουν τις οικογένειές τους. Από το Σάββατο όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεπαν την έξοδο από την πόλη, μόνο την είσοδο».

Αντίθετα με απόψεις που έχουν εκφραστεί ότι η σφαγή αποτέλεσε καθαρά αντίποινα από τη γερμανική πλευρά για τους 83 Γερμανούς στρατιώτες που είχαν χτυπήσει οι αντάρτες, η κ. Κωνσταντοπούλου υποστηρίζει ότι η «επιχείρηση Καλάβρυτα» ήταν ενταγμένη στο ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο των Γερμανών να ελέγξουν την περιοχή στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου καθώς, εκτός των άλλων, είχε διαδοθεί ότι αναμενόταν εκεί απόβαση του συμμαχικού στρατού. Όπως λέει η ίδια, από μέρες συγκεντρώνονταν στην περιοχή Γερμανοί από όλα τα μέρη της Πελοποννήσου.

«Την Κυριακή ακούστηκε ο επιθανάτιος ρόγχος των Καλαβρύτων, όλα έδειχναν ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί. Προκάλεσε αναστάτωση και ο γερμανικός στρατός με τις ενέργειες προετοιμασίας. Ακούγαμε χτυπήματα, μοτοσικλέτες, τις φωνές τους να δίνουν παραγγέλματα όλη νύχτα, βλέπαμε τους φακούς τους και όλα αυτά μας αναστάτωναν ειδικά επειδή είχαν πει ότι θα φύγουν. Μερικοί λένε σήμερα “γιατί δεν φεύγατε;” Πού να πάμε; Ήταν πολύ αργά για να γλιτώσουμε. Θυμάμαι ότι όλα τα τζάκια κάπνιζαν όλη τη νύχτα γιατί οι οικογένειες κάθονταν και συζητούσαν. Θυμάμαι που η μητέρα μου είχε φωνάξει κάποιον γείτονά μας να φτιάξουμε ένα καταφύγιο για να καλύψουμε πράγματα αξίας. Φοβόντουσαν την κλοπή και τη λεηλασία όχι ότι θα τους σφάξουν».
Με το ξημέρωμα οι Καλαβρυτινοί άκουσαν την καμπάνα κι ύστερα τη διαταγή των Γερμανών να συγκεντρωθούν όλοι στο σχολείο, αφού προηγουμένως πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και μιας μέρας ψωμί.

«Εκείνο που θυμάμαι ότι ένιωθα σαν παιδάκι ήταν ότι η φύση η ίδια είχε αγριέψει. Μέχρι και το νερό στα ρυάκια ήταν θολό, ένα άσπρο σεντόνι καταχνιάς είχε σκεπάσει την πόλη. Μεγαλώνοντας, είπα ότι αυτό ήταν το νεκροσέντονo των Καλαβρύτων. Τους έβγαζαν όλους από τα σπίτια μέχρι και τους κατάκοιτους, τους ηλικιωμένους, κάποιους τους μετέφεραν πάνω σε πόρτες. Αλλιώς είχαν πει ότι θα τους κάψουν μέσα στα σπίτια».
Όταν οι Καλαβρυτινοί έφταναν στο σχολείο οι Γερμανοί στρατιώτες χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άντρες. «Στις δεξιά αίθουσες οδηγούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά, στις αριστερά τους άντρες. Τα αγόρια αν ήταν κάτω από 14 πήγαιναν με τις γυναίκες αν ήταν μεγαλύτερα πήγαιναν στους άντρες. Κάποια αγόρια όμως που είχαν ανάστημα χάθηκαν κι ας ήταν μικρότερα. Και άλλα γλίτωσαν, όπως ο αδερφός μου ο Γιάννης που ήταν 14 χρονών, επειδή δεν έδειχναν την ηλικία τους. Είδα τον πατέρα μου που έκλαιγε, ήταν φανερό που πάνε…»

Οι Γερμανοί απομόνωσαν τα γυναικόπαιδα για να οδηγήσουν τους άντρες στη Ράχη του Καππή. Όπως λέει η κ. Κωνσταντοπούλου ήθελαν να τους κρατήσουν αιχμάλωτους στο σχολείο για να απειλήσουν τους αντάρτες ότι θα τους κάψουν ζωντανούς στην περίπτωση που κατέβαιναν στην πόλη. «Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι προσεύχονταν, εγώ φώναζα. Από τα παράθυρα αρχίσαμε να βλέπουμε τις φωτιές που άρχισαν μαζί με τις εκτελέσεις. Το μυαλό μας άρχισε να σαλεύει. Η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται και μέσα στην αίθουσα αποπνικτική. Σπρώχναμε τις πόρτες για να βγούμε έξω».

Λίγες ώρες μετά τον απεγκλωβισμό τους οι γυναίκες με τα παιδιά άρχισαν να εντοπίζουν τους νεκρούς. Η τελευταία πράξη της σκληρότητας διήρκεσε πολλές μέρες με την ταφή. Η κ. Κωνσταντοπούλου θυμάται: «Φυλάγαμε τους νεκρούς μέσα σε κουβέρτες να μην τους φάνε τα σκυλιά, κάτι άγρια σκυλιά που κατέβαιναν από το βουνό. Πήραμε το ψωμάκι από τις τσέπες τους και το φάγαμε. Ανοίξαμε με τα χέρια μας και με ξύλα τους τάφους τους γιατί μας είχαν κάψει τα σπίτια μας και δεν είχαμε εργαλεία. Η μητέρα μου με άφησε να προσέχω τον αδερφό μου, το Σπήλιο, στο νεκροταφείο. Είχε βάλει ένα φιρίκι στα χέρια του για να το πάρει μαζί του στον κάτω κόσμο. Ήμουν τρεις μέρες νηστική, το πήρα από τα παγωμένα χεράκια του, ύστερα τα σκέπασα με την κουβέρτα να μην το δει η μάνα μου και το έφαγα…»

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «6 Μέρες».