To Σεπτέμβριο του 2018 είχα προμηθευτεί το πολύ καλό βιβλίο του Γιώργου Ζάγκαλη «Η Ωδή της Μάνας» που, εκτός από αυτοβιογραφικό, είναι ιστορικό, λαογραφικό και πολιτιστικό ντοκουμέντο που όσοι δεν το έχουν διαβάσει πραγματικά χάνουν.

Όταν, τότε, άρχισα να το διαβάζω και πριν καλά-καλά το ολοκληρώσω έστειλα στον Γιώργο Ζάγκαλη το ακόλουθο μήνυμα:

«Γιώργο καλημέρα.

Άρχισα απ’ το πρωί γιατί έχω άδεια σήμερα, να διαβάζω το βιβλίο σου. Πάω όμως πολύ αργά.

Σε κάθε πρόταση, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε σελίδα σταματώ. Πρέπει να σκουπίζω τα δάκρυα που δεν λεν να σταματήσουν.

Είμαι στη σελίδα 58. Σταμάτησα, δεν μπορώ άλλο. Πνίγομαι από συναισθηματική φόρτιση.

Θα συνεχίσω αργότερα για το υπόλοιπο.

Συνταρακτικό. Όλη η ιστορία συμπυκνωμένη. Απ’ την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη σημερινή.

Η νεώτερη ιστορία μέσα από φωτογραφίες συγκλονιστικών περιγραφών κάνουν και τις πέτρες να δακρύζουν. Γενναία πράξη το βιβλίο σου Γιώργο.

Θα συνεχίσω να το διαβάσω αργότερα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ένα μεγάλο εύγε. Μας κάνεις όλους ψηλότερους. Σε καμαρώνουμε!»

Παρόμοια συναισθήματα ένιωσα όταν την περασμένη εβδομάδα διάβασα το βιβλίο της κυρίας Βαΐτσας Κουφοπούλου-Πιτσιάβα το οποίο μου έστειλε η κυρα-Βάγια και το οποίο έχει τίτλο «Το βιβλίο της ζωής μου».

Eίναι μια όμορφη βιογραφία που μέσα από αυτή φωτογραφίζει με απλές κουβέντες τα βάσανα, τους καημούς και τους αγώνες που έκαναν οι Έλληνες της μεταπολεμικής Ελλάδας για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Γνώρισα τυχαία την κυρα-Βάγια. Είναι μια καλοσυνάτη γυναίκα, με σπινθηροβόλο βλέμμα. Η συμπαθητική και η αφοπλιστική της ευγένεια σε κερδίζει με την πρώτη και την νιώθεις σαν δικό σου άνθρωπο που τον γνωρίζεις χρόνια.

«Α! Της λέω, έχεις και ωραίο όνομα! Βάγια έλεγαν και τη μάνα μου!»

«Από εδώ ο σύζυγός μου, ο Σωτήρης!» μου λέει.

«Και ο σύζυγος», απαντώ, «πολύ ωραίο όνομα έχει! Σωτήρη έλεγαν και τον πατέρα μου!»

«Τον πατέρα μου τον έλεγαν Ηλία» αποκρίνεται ο Σωτήρης.

«Μη μου πείς ότι και τον παππού σου τον έλεγαν Ηλία; Ναι του απαντώ Ηλία έλεγαν και τον παππού μου!»

Μετά από τη γνωριμία και τις απίθανες συμπτώσεις με τα ονόματα αγαπημένων μου προσώπων, ήρθε και το βιβλίο με τη βιογραφία της κυρα-Βάγιας.

Δεν είναι λογοτέχνημα. Ούτε το δημοτικό σχολειό δεν τελείωσε. Είναι όμως μια κατάθεση ψυχής βγαλμένη απ’ το Πανεπιστήμιο της ζωής και οι φωτογραφίες που ζωγραφίζει με το γράψιμό της η κυρα-Βάγια είναι αντιπροσωπευτικές για όλους τους μετανάστες της ηρωϊκής πρώτης γενιάς.

Η κυρα-Βάγια Πιτσιάβα κατάγεται από το χωριό Μελίκη του Νομού Ημαθίας, από μικρή ορφάνεψε από πατέρα και έζησε στη φτώχεια και τη στέρηση.

«Μεγάλωσα. Παντρεύτηκα το Σωτήρη. Δουλειές δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε φως στον ορίζοντα. Ο δρόμος της ξενιτιάς ήταν η μόνη διέξοδος που μας πρόσφερναν» μας λέει η κυρα-Βάγια.

Πήγαν στη Γερμανία.

«Το τρένο ήταν γεμάτο νέους και νέες. Όλοι μας φεύγαμε από την πατρίδα που μας γέννησε, που μας μεγάλωσε που μας γαλούχησε με ιδέες και ιδανικά και πηγαίναμε σε μια άλλη χώρα, στη χώρα που μας προξένησε τόσες καταστροφές, που ήταν υπεύθυνη για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μας, που τους έστειλε απρόκλητα στον άλλο κόσμο!» αναφέρει στη σελίδα 25.

Στη Γερμανία έμειναν 5 χρόνια. Το πρώτο τους παιδί μετά από λίγες εβδομάδες το έστειλαν στην Ελλάδα να το κοιτάει η μάνα της.

Όταν επέστρεψαν δεν τους πλησίαζε και φαρμακώθηκαν μέχρι να τους συνηθίσει. Τις οικονομίες απ’ τη Γερμανία τις έβαλαν στο σπίτι που έκτισαν στο Γιδά. Τα χρήματα τελείωναν. Δουλειές δεν υπήρχαν.Πάλι η ξενιτιά παρουσιάστηκε ως η μόνη διέξοδος.

Αυτή τη φορά δεν ήταν η Γερμανία αλλά η Αυστραλία. Αφού αποχαιρετήσαμε τους δικούς μας με βαριά καρδιά, ανεβήκαμε στο «Πατρίς» και μετά από 36 μέρες φθάσαμε στο Port Melbourne.

Εγώ είχα ξεθεωθεί στο ταξίδι γιατί με έπιασε η θάλασσα. Ο καημένος Σωτήρης τράβηξε περισσότερα γιατί είχε να προσέχει εμένα αλλά και τα δυο μικρά μας παιδιά.Ταλαιπωρία και αγωνία μεγάλη.

Εδώ είχαμε καλύτερη αρχή απ’ ό,τι στη Γερμανία γιατί είχα δυο αδέλφια που είχαν μεταναστεύσει τρία χρόνια ενωρίτερα.

Οι δυσκολίες όμως τεράστιες. «Ταλαιπωρήθηκα πολύ αφήνοντας τα παιδιά μου καθημερινά σε ξένη γυναίκα, όπως έκαναν όλες οι μετανάστριες μητέρες στην Αυστραλία! Άφηνα τα παιδιά με μισή καρδιά και έτρεχα να προλάβω το τρένο να πάω στη δουλειά!» και σπάραζε η καρδιά μου μας μολογάει η κυρα-Βάγια.

Αγοράσαμε σπίτι σε τρία χρόνια, ήρθε και το τρίτο παιδί.

Αναγκαστικά έπρεπε να δουλεύω από το σπίτι. Είχα μάθει μοδίστρα στην Ελλάδα. Για δεκαπέντε χρόνια σκυμμένη πάνω στη μηχανή είχα μετατρέψει τον μπάνγκαλοου σε εργαστήριο κατασκευής ρούχων, ώρες ατέλειωτης δουλειάς.

Ενώ παράλληλα -μας διηγείται η κυρά Βάγια- έπρεπε να κάνω όλες τις δουλειές που έπρεπε να κάνει μια νοικοκυρά στο σπίτι!

Ο Σωτήρης κι αυτός δωδεκάωρα νυχτερινής βάρδιας και με Σάββατα μέσα. Και όλα αυτά «επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού μας ήταν κάποτε να γυρίσουμε στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση…» που έμεινε όνειρο θερινής νυκτός.

Μετά από 15 χρόνια δωδεκάωρα στο REPCO ο Σωτήρης αρρώστησε, «έτσι ήρθαν τα πάνω κάτω»!

Παρά τις δυσκολίες η κυρά Βάγια δοξάζει το Θεό που της χάρισε μια όμορφη οικογένεια. Έχουν με το συζυγό της τρία παιδιά και οκτώ εγγόνια που τα υπεραγαπούν.

Ίσως, λέει, το βιβλίο αυτό τους φανεί χρήσιμο και να πάρουν παραδείγματα, να μην ξεχνούν την ελληνική τους καταγωγή, να έχουν πίστη στο Θεό και η αγάπη για το συνάνθρωπό τους να φωλιάζει πάντα στην καρδιά τους, καταλήγει η Βαΐτσα Πιτσιάβα.

Ολοκληρώνοντας καλό θα είναι οι δάσκαλοι των παροικιακών σχολείων να πάιρνουν αποσπάσματα από τέτοια βιβλία όπως του Γιώργου Ζάγκαλη και της Βαΐτσας Πιτσιάβα και να τα διδάσκουν στα Ελληνόπουλα για να μαθαίνουν για τον Γολγοθά που ανέβηκε η ηρωϊκή πρώτη γενιά.

Όταν οι δάσκαλοι κάνουν με μεράκι τη δουλειά τους και διδάσκουν πράγματα που βίωσαν «οι δικοί μας Χριστοί και οι δικοί μας Άγιοι» θα έχουμε εκατοντάδες και γιατί όχι χιλιάδες μαθητές που θα γράφονται να κάνουν Ελληνικά στο La Trobe και γενικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Αυτό όμως προϋποθέτει ότι οι μεγάλοι οργανισμοί της παροικίας, η Κοινότητα, ο «Δημόκριτος», οι Εθνικοτοπικοί Σύλλογοι να γίνουν φάροι πρωτοβουλιών που να δείχνουν το δρόμο. Είναι προσβολή να δεχόμαστε να πληρώνουμε και να εκλιπαρούμε να συνεχιστούν τα Ελληνικά στο Latrobe και να το παρουσιάζουμε ως Νίκη.

Έπρεπε οι οργανισμοί που προανέφερα, όλοι μας, να κατεβούμε με Πανώ στη Βουλή και να καταδικάσουμε τις Κυβερνήσεις των Λίμπεραλ και των Εργατικών που μας εμπαίζουν με τη ρατσιστική πολιτική της αφομοίωσης.

Πολύ σωστά αναφέρει ο Γιώργος Ζάγκαλης στον «Νέο Κόσμο» της περασμένης Δευτέρας, οι γλώσσες εκτός της Αγγλικής δεν είναι ΞΕΝΕΣ.

Είναι γλώσσες που ομιλούν οι πολίτες αυτής της χώρας και είναι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν οι πολίτες αυτοί -παρά τις θυσίες τους- δεν έχουν ισότιμη και δίκαιη μεταχείρηση.