Το έργο του Γιώργου Χρονά «Ξενοδοχείο Βαλκάνια» (Οδός Πανός, 2η έκδοση 2020) εξελίσσεται στη ρεσεψιόν του και, όπως επισημαίνει στο μονόλογό του ο ρεσεψιονίστ Κέβης (το aler ego του συγγραφέα), πρόκειται για «φανταστικό μοναχικό ξενοδοχείο […] σ’ αυτό το δρόμο που πουλούν μπαχαρικά και τσάι και σχεδόν δεν φαίνεται από τον δρόμο η όψη του. Το σκεπάζουν δέντρα ψηλά, φυλλοβόλα. Κάθε φθινόπωρο τα φύλλα μπαίνουν στην είσοδο και θυμίζουν άλλες πόλεις άλλων χωρών». Το ντεκόρ και η όλη ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου (διακόσμηση, καναπέδες, λάμπες δαπέδου, κλπ) αποπνέουν ένα παλαιικό κλίμα, μια μαγεία, οικειότητα και θαλπωρή. Πρώτον, λόγω της χαρακτηριστικής αισθητικής των δεκαετιών ’60 κι ’70 οι οποίες (κυρίως αυτή του ’60) σημάδεψαν πολλαπλώς και ανεπανάληπτα την ανθρωπότητα. Και, δεύτερον, λόγω της ακτινοβολίας των διάσημων (Ελλήνων και ξένων) πελατών του οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο ελλαδικό και παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Εξού και το προσωπικό του ξενοδοχείου (κυρίως ο ρεσεψιονίστ Κέβης αλλά και, λιγότερο, η καμαριέρα Ρίτα) μάς ξεναγούν, αφηγούμενοι τα καθέκαστα (γοητευτικών κι ευφάνταστων ιστοριών και καταστάσεων) από την παρουσία στο εν λόγω ξενοδοχείο και τον συγχρωτισμό τους με κάποια απ’ τα ιερά τέρατα της τέχνης και του πνεύματος.

Συγκεκριμένα: Για την τυχαία συνάντηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και Τένεσι Ουίλιαμς, κατά την οποία ο πρώτος βοηθά τον μισομεθυσμένο και χαμένο Ουίλιαμς να τακτοποιηθεί στο ξενοδοχείο. Παράλληλα, συζητούν περί ανεύρεσης του έρωτα και της ανθρωπιάς – με τον Χριστιανόπουλο να ισχυρίζεται ότι ο κόσμος είναι κακός και αδιάφορος, ασχολούμενος με τα δικά του.

Επίσης, για την αναπάντεχη συνομιλία μεταξύ Κέβη και Κώστα Ταχτσή, όταν ο δεύτερος επισκέπτεται το ξενοδοχείο για να ξαναζήσει – όπως λέει – τα παλιά,  βλέποντας την πόλη σαν σκηνικό της ζωής. Στο μεταξύ, παραγγέλνει «βραστή σαλάτα χωρίς παντζάρια και καρότο, με λάδι και άφθονο λεμόνι», ενώ στην καμαριέρα χαρίζει ένα φουλάρι.

Γίνεται, ακόμη, αναφορά στην επίσκεψη του Μίνου Βολανάκη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κέβη, «Ήταν ασκητής της τέχνης ή της ζωής – δεν έχει καμία διαφορά» και πήγε στο ξενοδοχείο λόγω κάποιων έργων που γίνονταν στη γειτονιά του. Στο σαλόνι – πρόσθεσε – διάβασε δυνατά μεταφράσεις του από τα ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας, ενώ σε μια τηλεφωνική του συνδιάλεξη είπε πως θα απουσίαζε από κάποια σύσκεψη επειδή μελετούσε τον Μάνφρεντι του Μπάυρον και το Μπαλκόνι του Ζενέ.

Κατόπιν, από την καμαριέρα Ρίτα, πληροφορούμαστε πώς και γιατί η Έλη Λαμπέτη προτίμησε το ξενοδοχείο τους και γιατί λατρεύει το ρόλο της στο Λεωφορείον ο πόθος. Επίσης, τους λόγους που δεν μπόρεσε να μείνει στο δωμάτιό της κι επέστρεψε στην είσοδο του ξενοδοχείου, τους συνοψίζει ως εξής: «Όχι δεν με πιάνει ύπνος! Κάτι πουλιά! Κάτι μαύρα πουλιά! […] Ήρθαν στο παράθυρο και ήθελαν να μπουν στο δωμάτιό μου. Μόλις που πρόλαβα να τα κλείσω. Κι αυτά χτυπάγανε τα τζάμια με τα ράμφη τους. Κάτι τρομερό. Θα κοιμηθώ εδώ. Μια κουβέρτα παρακαλώ! Εδώ στον καναπέ θα πλαγιάσω!».

Εν συνεχεία, παρελαύνει ο Γιώργος Ιωάννου, δηλώνοντας ότι θα έμενε δυο μέρες στο ξενοδοχείο, λόγω των έργων και της διακοπής ρεύματος στη γειτονιά του. Όπως εξηγεί στον Κέβη, προτιμά τέτοια ξενοδοχεία επειδή σ’ ένα απ’ αυτά βίωσε τη σπάνια εμπειρία του επιτάφείιυ της Μεγάλης Παρασκευής τονίζοντας: «Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ο ουρανός συννεφιάζει. […] Το πολύ κάποιες σταγόνες να πέσουν. Έτσι σαν δάκρυα. Ερωτευμένων που χώρισαν. Που έγιναν παρελθόν. Για έναν Χριστό εσταυρωμένο». Ζήτησε ζεστό τσάι, με μέλι. Και ένα παξιμάδι ολικής, λόγω δίαιτας. Του έδωσαν το δωμάτιο που έμειναν οι Βαμβακάρης, Πεσσόα και Κουμανταρέας.

Μια άλλη απροσδόκητη επίσκεψη-ινκόγκνιτο είναι αυτή του Μάικλ Τζάκσον. Όπως εκμυστηρεύεται στον Κέβη, ο γιατρός του τον συμβούλεψε να αποφεύγει ν’ ακούει τα λόγια θαυμασμού γιατί θ’ αρρωστήσει, ενώ δεν απέφυγε να του μιλήσει και για τα δύσκολα χρόνια που έζησε με τον πατέρα του. Τέλος, ζήτησε ν’ ακούσει ντόπια μουσική.

Ανάμεσα στους θαμώνες του «Ξενοδοχείου Βαλκάνια» είναι και η Τζένη Βάνου η οποία καταφθάνει ερείπιο απ’ την κούραση, παρέα μ’ ένα νεαρό κι εξομολογείται: «Αυτή η πόλη με μεθάει. Εδώ έζησα. Εδώ καταστράφηκα. Βρήκα ό,τι γύρευα. Εδώ έχασα ό,τι είχα αποκτήσει. Ευτυχώς που υπάρχει αυτό το ξενοδοχείο. Ένα πιάτο φαγητό θα το κερδίζω από το τραγούδι […] Δεν υπάρχει δραχμή. Μην περιμένετε πληρωμή. Ελάτε στο μαγαζί που τραγουδάω. Θα τα βρούμε. Πληρώνομαι κάθε Πέμπτη. Κάτι δεκάρες για φαΐ».

Άλλος επώνυμος απ’ το χώρο της μουσικής που δίνει το παρών στη ρεσεψιόν του θρυλικού ξενδοχείου είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν διστάζει να μιλήσει στον Κέβη για τις ώρες που κοιμάται, τη φοβία του για τη θάλασσα, για την αρχιτεκτονική της υποδοχής και για το πόσο λατρεύει τη δεκαετία του ’70 που ήταν νέος. Ευκαιρίας δοθείσης, η Ρίτα του εκμυστηρεύεται γιατί ακούει όλη μέρα τη μουσική του, λέγοντας: «Με πηγαίνει εκεί που δεν πήγα εγώ.  Στη νύχτα, στη σιωπή, στον έρωτα που είναι απροσδιόριστος κι έρχεται άγνωστη ώρα».

Το όλο ντεκόρ του αλλόκοτου αυτού ξενοδοχείου έρχεται να συμπληρώσει η παρουσία του κατ’ εξοχήν συγγραφέα του παράδοξου, Έντγκαρ Άλαν Πόε. Όλα τα καθέκαστα της επίσκεψης και περιπέτειας του Αμερικανού συγγραφέα (που χάθηκε στην κρεαταγορά και πήγαν και τον πήραν, κλπ)  γνωστοποιούνται απ’ την  καμαριέρα Ρίτα, όπως αυτή τα πληροφορείται απ’ το ημερολόγιο του ξενοδοχείου. Στον ρεσεψιονίστ εξομολογείται ότι δεν ήταν κουρασμένος και ότι χάρη στο ποτό έμενε μέρες άγρυπνος. Η καμαριέρα διαβάζει αχόρταγα γι’ αυτόν.( Ότι «ήθελε να κάνει ένα περιοδικό», ότι «Η ζωή του ήταν προέκταση της τέχνης του. Ζοφερή…», κλπ).

Τη λίστα των επιφανών θαμώνων του μυστηριακού ξενοδοχείου ολοκληρώνει η χαρισματική Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, η οποία το επισκέπτεται προκειμένου να απομονωθεί και να μελετήσει το ρόλο της Εκάβης, απ’ τις Τρωάδες του Ευρυπίδη, χωρίς να την ενοχλούν. Ζητά απ’τον Κέβη και τη Ρίτα να τη διορθώνουν, παρακολουθώντας το κείμενο του έργου.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, μέσω της ματιάς του «εκπροσώπου» του ρεσεψιονίστ Κέβη (και λιγότερο της καμαριέρας Ρίτας) επιλέγει να ζωντανέψει το πέρασμα των προαναφερθέντων θρυλικών πελατών απ’ αυτό το ονειρικό ξενοδοχείο επειδή αυτοί είναι και δικοί του ήρωες (ινδάλματα). Κι επειδή, προφανώς, έχουν αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας. Γι’ αυτό και με αδρές πινελίες απαθανατίζει κάποια λεπτοδουλεμένα στιγμιότυπα-μινιατούρες της καθημερινότητάς τους και τους γήινου εαυτού τους, μεταμορφώνοντάς τους σε προσιτές, οικείες και αξιαγάπητες φιγούρες. Με τις όποιες αδυναμίες, ελαττώματα και ιδιορρυθμίες τους, αλλά και με την κατανόηση, την καλοσύνη κι ευγένειά τους. Στοιχεία που προσθέτουν μια ξεχωριστή, ανθρώπινη αύρα στην αίγλη και το μύθο που τους περιβάλλει – κυρίως στα μάτια των κοινών θνητών (του προσωπικού του ξενοδοχείου Κέβη και Ρίτας), καθώς και των ανωνύμων αναγνωστών του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Κέβης υπαινίσσεται ότι ο ρόλος των επωνύμων – στην προκειμένη περίπτωση – θα ήταν ανύπαρκτος, χωρίς τη δική του παρουσία. Εξού και η αυτοαναφορικότητά του είναι ειλικρινής και συγκινητική όταν δηλώνει: «Ίσως πιω και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί που κάνει καλό στην καρδιά. Και πρέπει να την προσέχω. Γιατί είναι μεγάλη. Η θέση μου σημαίνει – αγάπη. Να δίνω και να παίρνω. Όχι λόγια αλλά πράξεις». Ακόμη κι όταν δυσανασχετεί κάποτε με τις υπερβολικές απαιτήσεις των πελατών, φροντίζει να ανταποκρίνεται στο 95% των αιτημάτων τους. Τελικά αγαπά τη δουλειά του – και όχι μόνο επειδή ζει απ’ αυτήν. Αλλά και διότι, όπως λέει, «Συνέχεια μαθαίνω. Και τον εαυτό μου και τους άλλους – τους πελάτες. Για μένα όλος ο κόσμος, όλες οι πόλεις είναι οι πελάτες μας». Διότι δεν συνυπάρχει απλώς δίπλα στους «επώνυμους», αλλά συνδέεται συνδιαλεγόμενος διαδραστικά και επωφελώς αμοιβαία μαζί τους.

Αυτό το γενικότερο μαγικό σκηνικό του «Ξενοδοχείου Βαλκάνια», με τον ιδιότυπο ονειρικό ρομαντισμό του, αναβιώνει σπαρταριστά ο συγγραφέας χάρη στο ποιητικό – κυρίως – ταμπεραμέντο του, αλλά και την δημοσιογραφική του ιδιότητα, καθώς επί μια 35ετία υπηρέτησε στην ΕΡΤ ως φιλόξενος οικοδεσπότης αμέτρητων πολιτιστικών εκπομπών. Με διηγήσεις μυθικών προσώπων της τέχνης, νοσταλγικών κι αισθαντικών μουσικών κομματιών και ηχοχρωμάτων, κάνοντας «σαν μαγεμένο το μυαλό να φτερουγίζει…».

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας (23 βιβλίων) και μεταφραστής λογοτεχνίας (5 βιβλίων). Υπήρξε αρθρογράφος στην αθηναϊκή εφ. «Τα Νέα», ενώ έχει συνεργαστεί και με: «Το Βήμα της Κυριακής», «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», καθώς και με την αυστραλιανή εφ. «The Age».