ΔΥΟ νομά σ’ ένα δωμά, όλοι και όλοι και με… παρέα τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, που είχε ξεμείνει στο χωριό από το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, μπήκαμε στον καινούργιο χρόνο.

ΤΟ «μπήκαμε» βέβαια, μια κουβέντα είναι, γιατί πώς μπορείς στις μέρες μας, να καλωσορίσεις το νέο χρόνο χωρίς σαμπάνιες και πυροτεχνήματα.

ΕΤΣΙ, γιορτάσαμε την Πρωτοχρονιά του 2021, όπως ακριβώς γιόρτασαν την Πρωτοχρονιά του 1821 -πριν ακριβώς 200 χρόνια- οι μακρινοί πρόγονοί μας.

ΚΑΙ ενώ εκείνοι τότε, προετοιμάζονταν να αρχίσουν την Επανάσταση, να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, εμείς προετοιμαζόμαστε να εμβολιαστούμε για να απελευθερωθούμε από τον κορονοϊό.

ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ χρονιά τούτο το ’21, από το 1821. Τουλάχιστον, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Σταϊκόπουλος, γνώριζαν και φατσικά τον εχθρό, ήταν καλοί αγωνιστές και έβλεπαν ποιον πολεμούν.

ΕΜΕΙΣ σήμερα, είμαστε διπλά εκτεθειμένοι και πιο ευάλωτοι, γιατί ο εχθρός μας είναι, όχι μόνο άγνωστος και αθέατος, αλλά αδίστακτος και πιο θανατηφόρος.

ΤΕΛΟΣ πάντων, με τέτοιες σκέψεις και συγκρίσεις του τότε και του τώρα, πήγα να κοιμηθω και ξύπνησα στις 8 το πρωί ανήμερα την Πρωτοχρονιά, με τον συνηθισμένο τρόπο.

ΜΕ τα κοκόρια να λαλούν, τα σκυλιά να γαβγίζουν και μια τσαχπίνα σουσουράδα να μου χτυπά ρυθμικά το τζάμι του παραθύρου και της μπαλκονόπορτας.

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ, διαπίστωσα, ότι εκτός της σουσουράδας (που εδώ και μήνες λειτουργεί και σαν ξυπνητήρι όταν έρχομαι στους Ρωγούς) μας επισκέφθηκε η πρώτη και ομορφότερη Αλκυονίδα μέρα της χρονιάς.

(ΑΣ είναι καλά ο Δίας, ο οποίος, θέλοντας να τιμωρήσει την Αλκυόνη, την πανέμορφη κόρη του Αιόλου, που ισχυριζόταν ότι αυτή και ο άντρας της ο Κήυκας, είχαν θεϊκή ομορφιά, μεταμόρφωσε τον Κήυκα σε όρνιο. Όταν γύρισε στο σπίτι η Αλκυόνη και δεν τον βρήκε, τρελάθηκε και έκτοτε συνεχίζει να ψάχνει απελπισμένα για το ταίρι της).

ΕΠΕΙΔΗ τέτοιες μέρες δεν χάνονται ούτε με σφαίρες, ήπια έναν καφέ, αποχαιρέτησα τις ανθισμένες (μεσοχείμωνο) τριανταφυλλιές του κήπου και πήρα τους δρόμους να πω μια καλημέρα και Καλή Χρονιά στην Αλκυονίδα, τους σκύλους και τα γιδοπρόβατα του χωριού.

ΤΟ ότι θα συναντούσα βοσκούς και, μάλιστα, τέτοια ώρα το πρωί, σε τούτο το χωριό, που το ανθρώπινο είδος σπανίζει και όταν βγαίνει στο δρόμο, βγαίνει μόνο με φορ γουίλ ντράιβ, δεν το περίμενα.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, εκτός από τα κοπάδια και τα σκυλιά που τα συνοδεύουν και μου γαυγίζουν με άγριες διαθέσεις από μακριά όταν με βλέπουν, συνάντησα και ιδιοκτήτες κοπαδιών.

Στο ίδιο μέρος, έχω συναντήσει την ίδια προβατίνα (κατι σαν την «κόπρο» δηλαδή) να ακολουθείται από το μικρό κουτάβι που βλέπετε. Ενδεχομένως, η προβατίνα να έχει αναλάβει να διδάξει στο τετράμηνο κουτάβι τι θα πρέπει να κάνει όταν μεγαλώσει και πιάσει δουλειά… Φώτο: Μπάμπης Σταυρόπουλος

ΜΕΤΑΞΥ αυτών, συνάντησα αρκετά έξω από το χωριό τη γειτόνισσα τη Μαρία, με την οποία, αφού ανταλλάξαμε καλημέρα και ευχές, κατέβηκε από το θηριώδη 4χ4 που οδηγούσε και πιάσαμε την κουβέντα.

ΟΤΑΝ τη ρώτησα τι κάνει εκεί, μου είπε ότι βγήκε για να δει πού ήταν το κοπάδι της. Και ποιο απ’ όλα είναι, την ρωτώ. «Αυτό στην απέναντι ράχη» μου απαντά.

ΚΑΙ στην ερώτηση μου, ποιος τα προσέχει και τα βόσκει και αν φοβάται μήπως χαθούν; Χαμογελά η Μαρία και μου λέει:

«ΟΧΙ, τι να φοβηθώ; Τα φυλάνε τα σκυλιά και τα προσέχουν καλύτερα και από τους πιο καλούς τσοπάνηδες».

ΜΟΥ είπε, επίσης, ότι τα σκυλιά ξέρουν, επίσης, πότε θα συγκεντρώσουν τα πρόβατα, που βόσκουν διάσπαρτα στην πλαγιά και πριν νυχτώσει, θα τα φέρουν στη στρούγκα.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα γιδοπρόβατα τα τελευταία 15 χρόνια είναι, κυρίως, τα τσακάλια που με τα χρόνια αυξάνονται όπως τα κουνέλια.

«ΕΤΣΙ και δεν είχαμε τα σκυλιά», πρόσθεσε η Μαρία, «δεν θα έμενε προβατίνα ζωντανή. Θα κάναμε Πάσχα χωρίς αρνάκια στη σούβλα».

ΣΤΗ συνέχεια μου είπε και την ιστορία της «κόπρου». Η «κόπρο» ήταν μια πονηρή και ανυπάκουη προβατίνα που είχε αδυναμία στα φρούτα…

ΕΤΣΙ, την κοπάνησε μόνη ένα σούρουπο από τη στρούγκα, χωρίς να την αντιληφθεί ούτε σκυλί ούτε άνθρωπος, να επισκεφθεί μια άγρια αχλαδιά.

ΕΛΑ, όμως, που την αντιλήφθηκαν τα τσακάλια, με αποτέλεσμα να βρουν τα αφεντικά της το πρωί ό,τι είχε απομείνει από την αχλαδοφάγα κόπρο. Το τομαράκι της και λίγα κόκαλα…

ΚΑΤΙ τέτοια τυχερά έχουν από καιρό σε καιρό, τα πάντα πεινασμένα τσακάλια και παρακολουθούν από μακριά τα κοπάδια, με την ελπίδα να ξεμοναχιάσουν κανένα πρόβατο.

ΕΝΑΣ άλλος τσοπάνης, που συνάντησα κοντά στη στρούγκα του, η πρώτη ερώτηση που μου έκανε, μετά το καλημέρα και την ανταλλαγή ευχών, ήταν «από πού είσαι ρε φίλε, τι κάνεις εδώ;»

ΜΕ το που του είπα ότι είμαι από ένα χωριό της Τρίπολης και πριν προλάβω να απαντησω στο «τι κάνεις εδώ», με ρώτησε «πώς λένε το χωριό; Έχει γιδοπρόβατα;».

«ΝΑΙ, έχει» του λέω, Είναι μεγάλο χωριό και έχουμε περισσότερα αιγοπρόβατα από τους Ρωγούς. «Ε, τότε, είσαι ο άνθρωπος που ψάχνω»…

ΚΑΙ συνεχίζει πριν ανοίξω το στόμα μου: «Ψάχνω καιρό να βρω σκυλιά. Μεγάλα σκυλιά. Από αυτά τα… τα θηρία που τα βάζουν με τους λύκους. Μήπως ξέρεις κανέναν δικό σας να πάρω τρία-τέσσερα κουτάβια, πριν μου φάνε οι λύκοι τα πρόβατα;».

«ΟΧΙ», του απαντώ, «δεν ξέρω και αν μάθω, θα σου πω όταν ξανάρθω. Για πες μου, όμως, τι τα θέλεις τα μεγάλα σκυλιά, αφού λύκοι δεν υπάρχουν στην Πελοπόννησο;»

«Α, έτσι σου ‘παν. Με αυτό το μυαλό, μπορείς να κοιμάσαι, όταν δεν έχεις γιδοπρόβατα. Κάτι δικοί μας μου είπαν ότι πριν δυο βδομάδες σκότωσαν απέναντι στο Χελμό, ένα λύκο ψηλότερο από γαϊδούρι».

«ΚΑΙ πώς έφτασαν οι λύκοι στον Χελμό; Απ’ ό,τι ξέρω, να κολυμπήσουν δεν ξέρουν και από τον Ισθμό της Κορίνθου δεν μπορούν να περάσουν».

«ΑΜ, δεν ήρθαν. Τους έφεραν αυτοί οι “άτιμοι” οι οικολόγοι, που… αγαπούν δήθεν τη φύση και μισούν τα γιδοπρόβατα και τους τσοπάνηδες. Τα ίδια “καθίκια” που έφεραν πριν χρόνια τα τσακάλια που μας ρημάζουν τα πρόβατα και τα αγριογούρουνα, που έχουν καταστρέψει τα σπαρτά και τα χωράφια».

«ΑΥΤΟΙ οι… αλήτες οι χασισέμποροι φταίνε για όλα, που θέλουν τα βουνά και τα χωράφια να καλλιεργούν και να πωλούν μαριχουάνα. Φοβούνται τα γίδια, γιατί όπως λένε τους χαλάνε τα… φυτά. Μονοκαλλιέργειες θέλουν φίλε…».

ΜΟΥ είπε και άλλα πολλά και αν δεν έβρισκα έναν καλό λόγο για να φύγω, ακόμα θα μιλούσαμε…

ΣΥΝΕΧΙΣΑ να περπατάω σκεπτόμενος, ότι σχεδόν εδώ και ένα χρόνο, αγωνιούμε προσευχόμενοι πότε θα έρχονταν τα εμβόλια και τώρα που ήρθαν, δεν έχουμε… σύριγγες και ξηρό πάγο να εμβολιάσουμε το λαό, που περιμένει με την ψυχή στο στόμα…

ΝΑ δείτε που τελικά και να γλυτώσουμε, έστω και ανεμβολίαστοι, από τον κορονοϊό, δεν πρόκειται να γλυτώσουμε από την Ορθοδοξία μας…

ΟΠΟΤΕ, αν σου αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο, ξανακάνε ποδαρικό με το θρησκευόμενο… δεξί, σε καινούργιο χρόνο!

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, η θέα της πατρίδας, από τα ψηλά και απάτητα (από Τούρκους και ιούς…) βουνά της Αχαΐας, παραμένει καθησυχαστική.

Η Ελλάδα, ποτέ δεν πεθαίνει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει -και τρώγοντας Τούρκους και κορονοϊούς- ξανά προς τη δόξα τραβά. Καλή Χρονιά σε όλους…