Χάζευα την εφημερίδα της περασμένης Δευτέρας και είδα φωτογραφία και διάβασα τα σχετικά με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Συμπάροικος υποψήφιος για βραβείο του ΟΗΕ» Αναφερόταν στον Παναγιώτη Μουσαφειριάδη και μου τον έβγαλαν Μουσαφεριάδη.

Τον θυμάμαι πιτσιρίκο όταν τον είχα βραβεύσει με το πρώτο βραβείο, στα «Βραβεία Κλασσικής Μουσικής Αθανάσιος Καραμπάτσας». Τότε εκείνος, νεαρούλης, αναδυόμενο μουσικό αστέρι, χαριτωμένος και με πυκνό μαλλί, κι εγώ, εξ αιτίας του Τάκη Ευστρατιάδη, πρόεδρος του Ιδρύματος με το ίδιο χυτό μαλλί, όχι τόσο άσπρο, να καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι.

Είναι που είναι, η μικρή μου αποθήκη σκέτη Χιροσίμα, την έκανα χειρότερη ψάχνοντας για τις φωτογραφίες με τη θεαματική εμφάνιση του Μουσαφειριάδη και την ανεπανάληπτη δική μου. Είμαστε όλοι άτυχοι. Δεν βρήκα τις φωτογραφίες.

Καλή τύχη Παναγιώτη. 
Και έχεις και του συμπαθέστατους γείτονές μου, που τους έχω βαφτίσει ΠΖΖ (πραγματικά ζωντανό ζευγάρι) και επειδή δεν ξέρω αν μου επιτρέπουν να αναφέρω τα ονόματά τους, δεν τα αναφέρω. Τους συνάντησα προχθές το απόγευμα και μου τη… βγήκανε. Τους συναντούσα παλιότερα, συχνά, στον απογευματινό περίπατο και λόγω αλλαγής του δικού μου ωραρίου, χαθήκαμε. Εξακολουθούμε να αθλούμεθα, εξ όσων διαπίστωσα, προκειμένου να διατηρήσουμε το στυλ και την …φρεσκάδα μας, αλλά σε διαφορετικές ώρες.

 Εχθές, λόγω φόρτου εργασίας, διάλεξα να βγω για την καθιερωμένη άσκηση της κορμάρας μου, λίγο ενωρίτερα. Συναντηθήκαμε και η «επίθεση» εκ μέρους του γείτονα και φίλου ήταν άμεση: «Μας μπερδεύεις Κωνσταντίνε. Εμείς περιμένουμε να γράψεις κάτι ευχάριστο, κάτι χιουμοριστικό και εσύ, τον τελευταίο καιρό, όλο για θάνατο μιλάς, για πόνο, για την κ. Κλημεντίνη την αδικοχαμένη, για τον Καβάφη και για τα Νεκροταφεία της Αλεξάνδρειας. Τι θα γίνει; Θα γράψεις τίποτα ν’ ανοίξει η καρδιά μας ή έτσι θα μας το πας φέτος;» Βέβαια, άνοιξα αμέσως το φιλοσοφικό κουτί της… αντεπίθεσης και πέταξα κάτι αμυντικά μεγάλης εμβέλειας: «Χωρίς το θάνατο πως είναι δυνατόν να χαρούμε δύο κουταλιές ζωής; Χωρίς να γευτούμε μια χούφτα λύπη πώς να χορτάσουμε μια στάλα χαρά;» Ετοιμαζόμουνα να συνεχίσω να λέω αηδίες, περιορίστηκα να γελάσω, τους καληνύχτισα και συνέχισα τη βραδινή μου άσκηση. Γυρίζοντας, ακμαιότατος και σφριγηλός, ήθελα να πέσω για… ύπνο.

Ας ρίξω μια ματιά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή να δω μήπως έχει έλθει κάποιο ενδιαφέρον ηλεκτρονικό μήνυμα (αυτό που λέμε ελληνικά e-mail ).
Να μια σειρά ανέκδοτα από τον φίλο Τάσο:
– Γιατρέ μου πιστεύω πως έχει ελαττωθεί η όραση μου…
– Σας πιστεύω κύριε, εδώ είναι ταχυδρομείο.
Και κάποιος… συμπάροικος (λέει το ανέκδοτο) βγήκε στον μεγάλο ελληνικό δρόμο και φώναξε…. «αφήστε με να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα να γεμίσει ο κόσμος εξυπνάδα.»
Και η φίλη και συνάδελφος, η Έφη, μου έστειλε τις απόψεις του γνωστού Σεφ της Ελλάδος, του Ηλία Μαμαλάκη, σχετικά με το Κυριακάτικο τραπέζι (της παλιάς καλής εποχής) που «έδενε» οικογένειες. Κι’ ο συνειρμός, αυτός ο άθλιος συνδετήρας των αναμνήσεων, ξεδίπλωσε τη μνήμη και την έτρεξε προς τα πίσω, πολύ πίσω. Είναι η μόνη μέρα, η Κυριακή, που ο πατέρας κοιμάται λίγο παραπάνω. Ο μεγάλος θα πάει, πρωί–πρωί, το φαγητό στο φούρνο της γειτονιάς. Είναι μπούτι με πατάτες, λεμόνι, βούτυρο γάλακτος και τα σχετικά σκόρδα αλατοπίπερα και έτσι ή είναι γκιουβέτσι μοσχαράκι με σάλτες και τα υπόλοιπα συν τα μακαρόνια ή τη μανέστρα χωριστά σε σακούλα. Κατά τη γνώμη της μάνας και των άλλων κυριών της γειτονιάς, πάντα, ο φούρναρής μας, ο κ. Κώστας, «έκλεβε» πατάτες, κομμάτια κρέας, και μερικές πιρουνιές μανέστρα. Από ταψί μπακλαβά, γαλακτομπούρεκο και τυρόπιτα ή σπανακόπιτα, δυστυχώς, δεν μπορούσε. Αλλά τι να κάνεις; Είναι καλός φούρναρης και όπου και να πας ίδιοι είναι. Δε βαριέσαι. Μετά το φούρνο, τρέχοντας επιστροφή…
«-φόρα τα καλά σου, τα έχω στην καρέκλα, πάρε και τον αδελφό σου και πηγαίνετε στην εκκλησία. Θα συμμαζέψω λίγο, θα φτιάξω ένα καφέ του πατέρα σας και θα έλθω κι’ εγώ στην εκκλησία. Θα γυρίσουμε μαζί. Να θυμηθείς να φέρεις το ράσο και τη λουρίδα που βάζεις σταυρωτά να τα πλύνω. Όχι αυτά που κοροϊδεύω, παπαδάκι με βρόμικο ράσο. Κάντε ησυχία. Μια Κυριακή έχει μείνει να κοιμηθεί μια στάλα παραπάνω ο πατέρας σας.»
-Είχε κόσμο;
 -Είχε πολύ κόσμο. Είχε και δύο μνημόσυνα. Φέραμε και λίγα κόλλυβα, θέλεις λίγα;
-Τι λες γυναίκα κόλλυβα θα φάω τέτοια ώρα; Πλησιάζει μεσημέρι, βγάλε λίγο τυρί και δύο ελιές να πιούμε ένα ούζο.
-Το είχα στο μυαλό μου. Πήρα λίγες σαρδέλες και λίγο σαλάμι αέρος, φρέσκο αγγούρι, μη σε νοιάζει, Κυριακή είναι να πιεις να φας να ξαπλώσεις λίγο το μεσημέρι να ξεκουραστείς και το βράδυ βλέπουμε.

Κι ερχόταν το φαγητό από το φούρνο, η μάνα είχε φτιάξει τη σαλάτα, θα φέρει και το κρασί και ο μικρός ο αδελφός κι’ εγώ, καθισμένοι, αμίλητοι περιμέναμε να πλύνει τα χέρια ο πατέρας, να καθίσει ο πατέρας, να σερβίρει η μάνα όλους και να καθίσει και εκείνη ….. Σταμάτησα το ξεδίπλωμα της μνήμης που πονάει, αυτού του άθλιου θυμητικού που σε κουράζει και σε υποχρεώνει σε συγκρίσεις του χτες με το σήμερα.

 Άκουσα τη γυναίκα μου να με ρωτάει αν θέλω να φάμε.
Όχι δε θέλω. Μου κόπηκε η όρεξη.