To 2020 αποτέλεσε μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά για όλο τον κόσμο.

Η πανδημία που ενέσκηψε, μας ανάγκασε να αναθεωρήσουμε άρδην τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, ζούμε, εργαζόμαστε κι αλληλεπιδρούμε με τους γύρω μας.

Πώς θα μπορούσε ως εκ τούτου να μείνει ανεπηρέαστη η εκπαίδευση; Η αναγκαστική και βεβιασμένη μετάβαση στην ηλεκτρονική μάθηση αποτέλεσε πραγματική πρόκληση για όλους τους τομείς της εκπαίδευσης, είτε επρόκειτο για τα ημερήσια σχολεία είτε για τα προγράμματα γλώσσας και πολιτισμού που λειτουργούν απογεύματα ή Σάββατο πρωί.

Πέρα από τα πρακτικά ζητήματα, πολλά είναι επίσης τα ερωτήματα ουσίας που προέκυψαν κατά τη μετάβαση αυτή, και τα οποία έχρηζαν άμεσης απάντησης: τι σημαίνει διδάσκω ή μαθαίνω μια γλώσσα μέσα από έναν υπολογιστή; Αρκεί απλώς να μεταφέρω στο ηλεκτρονικό περιβάλλον μάθησης αυτό που έκανα στο σχολείο; Μπορεί η ηλεκτρονική τάξη να υποκαταστήσει πλήρως τη φυσική;

Στην προσπάθειά τους να οργανώσουν τη μετάβαση στην ηλεκτρονική μάθηση, τα σχολεία έπρεπε να δώσουν απάντηση στα ερωτήματα αυτά και παράλληλα να αναστοχαστούν για τα προγράμματα και τις παιδαγωγικές προσεγγίσεις που εφαρμόζουν, όπως επίσης και για το επίπεδο της τεχνολογικής εγγραμματοσύνης του εκπαιδευτικού τους προσωπικού.

Η διαδικασία αυτή σαφώς έφερε στην επιφάνεια ορισμένες εγγενείς αδυναμίες του συστήματος καθώς και την ανάγκη για αναθεώρηση κάποιων τακτικών και προσεγγίσεων, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται περισσότερο στις μαθησιακές ανάγκες και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σημερινών παιδιών.

Κατέδειξε επίσης πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει η τεχνολογία ως πολύτιμο μέσο και εργαλείο για την εφαρμογή και αναβάθμιση των προγραμμάτων ελληνομάθειας είτε στο πλαίσιο των υφιστάμενων σχολείων και προγραμμάτων είτε και ανεξάρτητα από αυτά.

Περισσότερο από κάθε άλλο, ωστόσο, η μετάβαση στην ηλεκτρονική μάθηση ανέδειξε την αξία και τη σοβαρότητα του έργου που επιτελείται στον τομέα της γλωσσικής εκπαίδευσης και τις ικανότητες του εκπαιδευτικού προσωπικού που στελεχώνει τα σχολεία αυτά.

Απέδειξε στην πράξη πόσο έτοιμη ήταν η σχολική μας κοινότητα να πραγματοποιήσει αυτό το άλμα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η ικανότητα προσαρμογής και ανταπόκρισης στα νέα δεδομένα τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών και των μαθητριών μας ήταν αξιοσημείωτη.

Η δημιουργικότητα και η φαντασία που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής μάθησης όλο αυτό το διάστημα, και οι εναλλακτικές μορφές έκφρασης που γεννήθηκαν κατάφεραν θεωρώ να αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη της φυσικής παρουσίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτικού και παιδιών αλλά και των ίδιων των παιδιών μεταξύ τους.

Καταδείχτηκε επίσης η σπουδαιότητα και η αποτελεσματικότητα της συνεχούς επιμόρφωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού τα τελευταία χρόνια και η κατάρτισή του στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στα προγράμματα ελληνομάθειας.

Επίσης, εμπεδώθηκε η αξία της συνοχής μιας σχολικής κοινότητας και της συνεργασίας όλων των μελών της – σχολείου, εκπαιδευτικών, οικογενειών – για την επίτευξη των κοινών στόχων.

Η περίοδος αυτή της κρίσης έδωσε ακόμα την ευκαιρία σε νέα προγράμματα να δημιουργηθούν, προγράμματα εξαρχής σχεδιασμένα για το περιβάλλον της ηλεκτρονικής μάθησης, που θα καλύψουν μεγάλο μέρος από τις ανάγκες που θα προκύψουν στο άμεσο μέλλον.

Έδωσε επίσης την δυνατότητα στα υφιστάμενα προγράμματα να επεκτείνουν τον χρόνο των μαθημάτων και σε δεύτερη μέρα μέσα στην εβδομάδα, ώστε τα παιδιά να έχουν συχνότερη έκθεση και επαφή με την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό.

Η πολύτιμη εμπειρία και γνώση που αποκτήθηκαν όλο αυτό το διάστημα από την εξ αποστάσεως λειτουργία των προγραμμάτων ελληνομάθειας και η επιβεβλημένη από τις ανάγκες αναθεώρηση των παιδαγωγικών προσεγγίσεων θεωρώ ότι μόνο ελπιδοφόρες μπορεί να είναι για το μέλλον της ελληνομάθειας.

Η συνεχής εξέλιξη και προσαρμογή στα νέα δεδομένα και στις καινούργιες ανάγκες που αυτά γεννούν είναι άλλωστε ένας βασικός παράγοντας για την επιβίωση και την ανάπτυξη μέσα στο ανταγωνιστικό και γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον της σύγχρονης κοινωνίας.

Συνοψίζοντας, η μετάβαση στην ηλεκτρονική μάθηση το 2020 μπορεί μεν να έφερε στην επιφάνεια κάποιες αδυναμίες εφαρμογής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αποτέλεσε ωστόσο μια μοναδική ευκαιρία για την αναθεώρηση μεθόδων και πρακτικών, τον εμπλουτισμό των προγραμμάτων με νέα θέματα και δραστηριότητες, και την κατάκτηση από πλευράς εκπαιδευτικών ενός πολύ υψηλού επιπέδου τεχνολογικής εγγραμματοσύνης.

Κατέδειξε επίσης πόσο σημαντική είναι η συνοχή της σχολικής κοινότητας και η στενή συνεργασία των μελών της – σχολείου, εκπαιδευτικών, μαθητών και οικογένειας – για την εξεύρεση λύσεων και τη δημιουργική αξιοποίηση των ευκαιριών που κάθε κρίση δημιουργεί.

*Ο κ. Τζιμπραγός είναι Διευθυντής των Σχολείων Γλώσσας & Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.