Αν από τα νεανικά μου χρόνια διέθετα τη βιβλιοθήκη του Πλούταρχου ( π. 50-120 μ.Χ.) και είχα προ οφθαλμών ολόκληρο το πνευματικό υλικό της κλασικής και μετακλασικής Ελλάδας, θα «έχτιζα» τον εγκέφαλό μου πάνω σε πιο στερεά ελληνικά θεμέλια.  Η βιβλιοθήκη που έχω στήσει στους τοίχους του σπιτιού μου, φιλοξενεί μεν «Τα Άπαντα των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων» (έκδ. Πάπυρος), αλλά αυτά τα «Άπαντα» δεν είναι άπαντα. Υπάρχουν πολλά κενά.   

Βέβαια, στον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή έχω εγκαταστήσει τον «Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας» – μια τεράστια ψηφιακή βιβλιοθήκη στην οποία βρίσκει κανείς τα πραγματικά «Άπαντα» των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και σπαράγματα χαμένων τραγωδιών και άλλων συγγραμμάτων.  Όμως τα βιβλία αυτά δεν «πιάνονται», μόνο βλέπονται.  Δηλαδή, δεν μπορώ ν’ απλώσω το χέρι στο ράφι της ψηφιακής βιβλιοθήκης, να τραβήξω ένα βιβλίο και να το διαβάσω το βράδυ στο κρεβάτι μου.

Υπάρχει και το άλλο: Με τις εφτά δεκαετίες που στοιβάχτηκαν στην πλάτη μου, δεν έχω πλέον το κουράγιο να διαβάζω τόσο όσο θα ήθελα.  Τα καπάκια των ματιών γρήγορα βαραίνουν, ο νους δραπετεύει και γυροφέρνει σε άλλους χώρους και χρόνους . . .  Έτσι, αντί να χτίζω τον εγκέφαλό μου, τον κατεδαφίζω.  Όμως βρήκα τη λύση!

Η ΛΥΣΗ

Ποια είναι η λύση;  Η μουσική!  Και όταν λέω «μουσική» δεν εννοώ να κάθομαι και ν’ ακούω κλασική μουσική με τις ώρες: εννοώ να κάθομαι και να παίζω κάποιο όργανο – μουσικό, βέβαια!  Το μουσικό όργανο που επέλεξα είναι η κλασική κιθάρα.  Μαζευόμαστε, λοιπόν, στο σπίτι μου – είμαστε όλοι οψιμαθείς – και ψηλαφίζουμε νότες!  Πραγματική ευδαιμονία!

Η στροφή προς τη μουσική έγινε όταν στα χέρια μου έπεσε το βιβλίο τού καθηγητή Κλινικής Νευρολογίας Oliver Sacks, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Musicophilia (έκδ. Picador, 2007).  Έμαθα ότι η μουσική καταλαμβάνει περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου μας απ’ ό,τι η γλώσσα.  Ότι είμαστε όλοι μουσικά όντα.  Στην κοιλιά της μάνας μας νιώθουμε τον πρώτο ρυθμό – τον ρυθμό της καρδιάς!  Όταν στο άλλο άκρο της ζωής έχουμε ξεχάσει ακόμη και το όνομά μας, δεν έχουμε ξεχάσει τα λόγια κάποιου τραγουδιού!  Τέλος, η μουσική είναι αυτή που μας βγάζει από την κατάθλιψη και μας ρίχνει στο χορό.    
Προς επίρρωση των όσων λέμε εδώ, παραθέτω αποσπάσματα σχετικής μελέτης που διάβασα πριν από λίγες μέρες. 

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

«Τα παιδιά που αρχίζουν να μαθαίνουν ένα μουσικό όργανο πριν από την ηλικία των επτά ετών, αναπτύσσουν τις κινητικές τους δεξιότητες ταχύτερα από άλλα.  Στην ηλικία των έξι έως επτά ετών υπάρχει ένα «παραθυράκι», όπου η μουσική εκπαίδευση αλληλεπιδρά με τον ρυθμό ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων των παιδιών, προκαλώντας έτσι μακροπρόθεσμες αλλαγές στον εγκέφαλο.

»Η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου απαιτεί συγχρονισμό ανάμεσα στις κινήσεις των χεριών και στα οπτικοακουστικά ερεθίσματα που δέχεται ο οργανοπαίκτης.  Όσο νωρίτερα αρχίσει μαθήματα ένα παιδί, τόσο μεγαλύτερο είναι το δέσιμο μεταξύ των δύο.
»Η εκμάθηση ενός οργάνου ενισχύει τη φυσιολογική ωρίμανση της σχέσης ανάμεσα στις κινητικές δεξιότητες και στις αισθητηριακές περιοχές του εγκεφάλου, δημιουργώντας μια βάση επάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η περαιτέρω ανάπτυξή της.

»Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι όσοι ξεκινούν νωρίς έχουν κάποιες δεξιότητες και αλλαγές σε περιοχές του εγκεφάλου που τους συνοδεύουν εφ’ όρου ζωής.  Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα γίνουν καλύτεροι μουσικοί από άλλους. Οι μουσικές επιδόσεις απαιτούν ικανότητες, όπως επίσης επικοινωνία, ενθουσιασμό, προσωπικό στιλ και πολλά άλλα μη μετρήσιμα στοιχεία. Η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου σε μικρή ηλικία θα μπορούσε να ευνοήσει την έκφραση της ιδιοφυΐας, αλλά δε μας κάνει αυτομάτως ιδιοφυΐες στη μουσική».

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

«Με τη βοήθεια απεικονιστικών μεθόδων, οι ερευνητές μελέτησαν τον εγκέφαλο 36 μουσικών – που ασχολούνταν με τη μουσική περίπου τα ίδια χρόνια – κατά την εκτέλεση (μη μουσικών) ασκήσεων κινητικών δεξιοτήτων.  Οι μουσικοί μοιράστηκαν σε δύο ομάδες: εκείνους που είχαν ξεκινήσει να μαθαίνουν μουσική πριν από την ηλικία των επτά ετών και σε εκείνους που είχαν ξεκινήσει αργότερα.  Στη μελέτη συμπεριλήφθηκε ακόμη μια ομάδα εθελοντών που δεν είχε διδαχθεί ποτέ μουσική.
»Βάσει των αποτελεσμάτων φάνηκε ότι οι εθελοντές που είχαν αρχίσει να μαθαίνουν μουσική πριν από τα επτά εμφάνιζαν μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς τον συγχρονισμό των κινήσεων τους, συγκριτικά με τους υπόλοιπους.  Οι απεικονίσεις του εγκεφάλου αποκάλυψαν συσσωρευμένη λευκή ουσία στο μεσολόβιο – μεγάλη δέσμη νευρικών ινών που συνδέουν τις κινητικές περιοχές του δεξιού και του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου.

»Αντίθετα, οι εξετάσεις των εθελοντών που ακολούθησαν τη μουσική σε μεγαλύτερη ηλικία και εθελοντών που δεν είχαν μάθει ποτέ μουσική δεν εμφάνιζαν καμία διαφορά ως προς την ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου τους.  Κάτι τέτοιο, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, ενδεχομένως να σημαίνει ότι οι αλλαγές αυτές προκαλούνται νωρίς ή αλλιώς ποτέ».

ΑΤΥΧΟΙ ΤΥΧΕΡΟΙ

Εντάξει, εμείς δεν είχαμε την τύχη να παίζουμε το μουσικό μας όργανο από την τρυφερή ηλικία των έξι ετών, γιατί δεν ζήσαμε στα χρόνια του Περικλή και του Σωκράτη.  Θα το ρίξουμε στο κλάμα;  Όχι, βέβαια.  Θα το ρίξουμε στο τραγούδι – και αυτό κάνουμε!  Οι κιθάρες μας τραγουδούν κι εμείς ακολουθούμε.  Έτσι «χτίζουμε» τον εγκέφαλό μας – ένα «χτίσιμο» πιο ωφέλιμο από το χτίσιμο ενός παλατιού!