Ο Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστός σε όλους μας και ως Μποστ, γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από ένα πέρασμα στη Ρουμανία, η οικογένειά του πήγε στην Ελλάδα και το 1939 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από 6 μήνες. Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε το 1945 και είχε τίτλο «Ο Άγιος Φανούριος». Το 1952 έπιασε δουλειά στην «Καθημερινή» και το 1954 ξεκινά να εργάζεται στις Εικόνες. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στον «Ταχυδρόμο». Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς κι ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια κι αφιερώσεις.
  Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα περιοδικά «Ομάδα», «Θεατής», «Ελευθερία», καθώς και με την «Αυγή». Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις. Δοκίμασε αρκετές φορές να θέσει υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να εκλεχτεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε 15σύλλαβο.

Έφυγε από τη ζωή στις 13 Δεκέμβρη 1995. Το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του πρόλαβε να χαρεί την απόλυτη αποθέωση από το αθηναϊκό κοινό ανεβάζοντας το «Ρωμαίος & Ιουλιέτα» του στο Ηρώδειο.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα πολύ προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στη ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, η οποία τελικά έφτασε το 1976. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές κι έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν “ύποπτη”, κατά δήλωση του ιδίου. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της, δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης, συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

Ο Μποσταντζόγλου με τη σάτιρά του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, την πολιτική ορθότητα -που λέμε σήμερα- , την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, αλλά και την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της χώρας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί όλες τις παρατάξεις. Σε πολλά από τα κείμενά του, γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.

Ο Μποστ ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από τη λαϊκή ζωγραφική και κυρίως από το Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του ’21 και ιστορικά πρόσωπα. Είναι γεγονός πως πάλεψε κι αυτός από τη δική του σκοπιά και παράλληλα μάς γέμισε γέλιο και χαρά, αλλά και τον απαραίτητο προβληματισμό.

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Αυτές τις μέρες γίνεται μία μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα -τυχεροί όσοι πάτε να την δείτε- και επικεντρώνεται στη γελοιογραφική σάτιρα του Μέντη Μποσταντζόγλου, στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο και οι ομοιότητες με το σήμερα είναι παραπάνω από εμφανείς. Οι Γάλλοι λένε το περίφημό τους «Σερσέ λα φαμ» (Ψάξτε για τη γυναίκα), δηλ. για κάθε πρόβλημα η αιτία είναι η γυναίκα. Στο πνεύμα αυτό η Έκθεση έχει έναν μποσταντζόγλειο τίτλο «Σερσέ να φαμ ! Ο Μποστ του Τύπου».

Η Έκθεση είναι ανοιχτή από τις 5 Απριλίου έως 19 Μαΐου. Θα υπάρχουν και μερικές παράλληλες εκδηλώσεις όπως: Α) Ημερίδα με θέμα «Ξαναθυμόμαστε τον Μποστ», στις 14 Απριλίου. Β) Bost Live! στις 20 Απριλίου. (Αμφιβάλλω πάρα πολύ εάν ο Μποστ θα έδινε την έγκρισή του στο ξενόγραφτο τίτλο. Ίσως θα προτιμούσε το Μποστ Λαβ!). Εδώ θα γίνει μια δραματοποίηση γελοιογραφιών του από φοιτητές του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Γ) Θα γίνουν και διάφορες ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα.

ΚΑΙ Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Όλα τα ανωτέρω μάς τα έφερε στη Μελβούρνη σήμερα διαδικτυακά ο Ελληνικός Τύπος. Συνάμα όμως έφερε και μνήμες και θύμησες των περασμένων δεκαετιών. Ως μαθητής Γυμνασίου στα τέλη του 50 και αρχές του 60, για μένα προσωπικά ήταν ο γελοιογράφος που είχε πιάσει το σφυγμό του μέσου και καθημερινού Έλληνα της εποχής αυτής. Από την προσωπική μου βιβλιοθήκη έβγαλα έναν τόμο του, τα «Σκίτσα του Μποστ» με ίσως 200 γελοιογραφίες του και τις ξεφύλλισα. Ο Μποστ με τα σκίτσα του -όπως ο Σουρής με τα ποιήματά του- λες και περιγράφει τη σημερινή μας πραγματικότητα. Η διαχρονικότητά του τον εξυψώνει στα ουράνια. Λες και ξαναέζησα τα χρόνια εκείνα που σαν μαθητές του Γυμνασίου, αλλά και μεγαλύτεροι, μπορούσαμε να γελάμε με τη μιζέρια μας.

Με αυτές τις σκέψεις αφιερώνω το σημερινό μου πόνημα σε ένα μεγάλο μας σκιτσογράφο που έπιασε το σφυγμό μας και έζησε μαζί μας τις χαρές και λαχτάρες μας. Το παρακάτω σκίτσο ας μάς θυμίσει το μεγάλο μας συνάνθρωπο που και εμείς ζήσαμε μαζί του!