Εγκατέλειψαν την Αυστραλία και ζουν εδώ και δυόμισι περίπου χρόνια στο Καστελλόριζο

Ένα σιδερένιο πλαίσιο κρεβατιού, σπασμένο και στραβωμένο. Κάλυκες, από σφαίρες, του πρώτου και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Κουτάλια, πιρούνια, κομμάτια από σιδερένια μαγειρικά σκεύη.

Θραύσματα από οβίδες. Ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί. Όλα δεμένα μεταξύ τους, με διάφανη πετονιά, χορεύουν στον ρυθμό του αέρα που φυσά, κρεμασμένα από το κεντρικό ξύλο στο κιόσκι της αυλής.

Τα πολύχρωμα σπίτια του Καστελλόριζου, πίσω στο βάθος, σαν καμβάς να υποστηρίζουν την σύνθεση της Δέσποινας. Όλη η ιστορία του Καστελλόριζου, συγκεντρωμένη σε μια κατασκευή.

Την κατασκευή της Δέσποινας Τάνερ. «Όλα αυτά, τα βρήκαμε όταν χτίζαμε το σπίτι μας και σκάβαμε για τα θεμέλια. Βρίσκονταν εκεί μέσα στο χώμα» λέει η Δέσποινα.

Η Δέσποινα, με τον Αυστραλό σύζυγο της, Μπράιαν Τάνερ, ζουν εδώ και δυόμιση περίπου χρόνια, στο Καστελλόριζο. Στον τόπο καταγωγής της οικογένειας της Δέσποινας.

Μιας οικογένειας, η οποία παρότι ξεριζώθηκε από το Καστελλόριζο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνον δεν ξέχασε το νησί, αλλά το διατήρησε όσο πιο ζωντανό γίνεται μέσα από τα ήθη και τα έθιμα που διατηρούσε με ευλάβεια. Το διατήρησε ίσως πιο ζωντανό από ότι το έχουν διατηρήσει οι σημερινοί κάτοικοι του Καστελλόριζου.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι η Δέσποινα, το μπιστρό που είχε στο Περθ , το είχε ονομάσει «Μπούκλα», από την ονομασία της πόρπης που κλείνει την ζώνη στην φορεσιά των Δωδεκανήσων.

«Τhe heavenly taste of Nostalgia». «Η ουράνια γεύση της Νοσταλγίας» ήταν ο τίτλος που είχε δώσει η Ρίκα Βαγιάννη, σε μια παρουσίαση της «Μπούκλας» που είχε κάνει το 2012 για το περιοδικό 2Board, εγκαινιάζοντας μια στήλη του περιοδικού για τις ταξιδιωτικές της αναμνήσεις.

Η Δέσποινα, σε εκείνη την συνέντευξη, εννιά χρόνια περίπου πιο πίσω, είχε εκμυστηρευτεί ότι ένα από τα όνειρα της, θα ήταν να ανοίξει μια «Μπούκλα», στο Καστελλόριζο.

Το παλαιό Γαλλικό Στρατόπεδο. Καστελλόριζο.

 

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ

«Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις» έχει γράψει ο Πάολο Κοέλιο στον «Αλχημιστή».

Έτσι και η Δέσποινα, ήθελε πάρα πολύ να επιστρέψει στο Καστελλόριζο. Στο Καστελλόριζο, όπως το είχε στο μυαλό και την ψυχή της και όπως το γνώρισε, για πρώτη φορά σε ηλικία 12 ετών, όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του το 1973, επιστρέφοντας για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην αγαπημένη του πατρίδα.

«Πήραμε τον «Πανορμίτη» από την Ρόδο και φτάσαμε στο Καστελλόριζο αργά την νύχτα» θυμάται η Δέσποινα και συνεχίζει: «Το λιμάνι ήταν ήσυχο και μόλις πατήσαμε στο νησί, ο πατέρας μου έκανε τον σταυρό του και φίλησε το χώμα. Αυτό το ταξίδι με τον πατέρα μου, μου άλλαξε την ζωή.

Δυστυχώς αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ο πατέρας μου επέστρεφε στο Καστελλόριζο, αφού τον επόμενο χρόνο, σε ηλικία 49 ετών, πέθανε από καρδιά. Θυμάμαι ότι με πήγε εκεί που ήταν το σπίτι τους, στην Πέρα Μεριά.

Καθίσαμε σε ένα παλιό καΐκι και μου έβγαλε μια φωτογραφία. Μείναμε και λίγες μέρες στην Ρόδο. Εκεί ήταν κάποιοι φίλοι του. Η Δεσποινούλα με τον αδελφό της τον Χρήστο και την σύζυγο του την Βαλάσια. Είχαν μια κόρη στην ηλικία μου. Ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου.

Το παλαιό Γαλλικό Στρατόπεδο. Καστελλόριζο.

Μέχρι σήμερα έχουμε επικοινωνία. Θυμάμαι έντονα την θλίψη που είχαν από τον πόλεμο. Τα μεσημέρια τρώγαμε όλοι μαζί σε μια σκιερή αυλή με βότσαλα, με μια κληματαριά.

Μου έλεγε πως η Δεσποινούλα, έχασε την όραση της και τα δάκτυλα στο ένα χέρι, όταν έσκασε μια βόμβα και εκείνη κρατούσε το κεφάλι του αδελφού της για να τον προστατέψει.

Ο πατέρας μου με τους γονείς του, αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί και να πάνε στο Περθ της Αυστραλίας, το 1946. Έφυγαν με πλοίο κατ ευθείαν από το Πορτ Σαιντ της Αιγύπτου.

Στο Περθ συναντήσανε τους συγγενείς τους που είχαν ήδη φύγει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πατέρας μου, ήταν ο πιο μικρός από τα έξι αδέλφια του Κομνηνού και της Μαρίας Καννή που ήταν οι παππούδες μου. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του, χάσαμε και τον αδελφό μου σε αυτοκινητιστικό. Το 1981, ήρθα ξανά στο Καστελλόριζο. Από τότε ήθελα να αγοράσω κάτι στο νησί και να κάνω κάτι δικό μου.

Με τον Μπράιαν παντρευτήκαμε το 1983 και το 1985 ήρθαμε μαζί στο Καστελλόριζο. Το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Είχαμε έρθει με τον γιό μας. Μετά, για δεκαπέντε χρόνια, δεν καταφέραμε να έρθουμε ξανά.

Είχαμε τις δουλειές μας στο Περθ και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Το 2005, αγοράσαμε ένα κομμάτι γης και αποφασίσαμε να επενδύσουμε φτιάχνοντας ένα σπίτι εδώ. Ήταν μεγάλη δέσμευση λόγω της απόστασης από την Αυστραλία.

Τελικά, φτιάξαμε το σπίτι και είμαστε πολύ χαρούμενοι. Δεν ήθελα να το φτιάξουμε εκεί που ήταν το σπίτι του πατέρα μου. Συζητήσαμε με τον Μπράιν και αποφασίσαμε να αγοράσουμε κάτι δικό μας και τελικά κάναμε το καλύτερο. Το σπίτι μας το βλέπει όλη την ημέρα ο ήλιος, έχουμε φανταστική θέα στο λιμάνι και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Έχουμε την ευκαιρία, να δούμε το διαφορετικό πρόσωπο του Καστελλόριζου.

Να δούμε πως είναι όλες τις εποχές. Πως είναι τον χειμώνα, πως είναι το βουνό, τα αρχαία πατητήρια, η φύση του, τα βότανα που φυτρώνουν παντού. Όταν ήταν η κόρη μου με τον γαμπρό μου εδώ, σκεφτόμασταν να ανοίξουμε ένα μαγαζί, επάνω στην εστίαση, όπου και εγώ και ο Μπράιαν έχουμε μεγάλη εμπειρία.

Δεν είναι όμως εύκολο να το κάνεις αυτό σε έναν μικρό τόπο».

 

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ

Ο Μπράιαν με την Δέσποινα, έχουν περπατήσει σε όλο το Καστελλόριζο, και έχουν ανακαλύψει την μαγεία αυτού του τόπου. Την μαγεία που της ενέπνευσαν και οι πρόγονοι της, όσο ακόμη εκείνη ήταν στην Αυστραλία.

Μπορεί να γεννήθηκε στο Περθ, όμως η Δέσποινα, είναι το Καστελλόριζο. Όταν βρέθηκα στο νησί το περασμένο φθινόπωρο, έψαχνα να βρω και να δοκιμάσω τα παραδοσιακά γλυκά, κατουμάρι, στριφτό και τον χαλβά της νύφης. Όλοι μου έλεγαν ότι ίσως κάποια μεγάλη γυναίκα σε ηλικία, μπορεί να συνεχίζει να φτιάχνει τα γλυκά αυτά. Τελικά τα δοκίμασα στο σπίτι της Δέσποινας και του Μπράιαν.

Το βασικό συστατικό που χρησιμοποιούσαν σε όλα τα γλυκά, ήταν κοινό. Ήταν η αγάπη για τον τόπο και τις παραδόσεις του. «Όλη η ζωή της οικογένειας, ήταν επικεντρωμένη γύρω από τις ελληνικές ορθόδοξες παραδόσεις. Από τις ονομαστικές γιορτές, μέχρι τις γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων.

Ο πατέρας μου, ήταν ψάλτης στην Ελληνική Εκκλησία, ενώ είδα όλους τους γάμους των ξαδέλφων μου, με παραδοσιακό τρόπο και με τα έθιμα του Καστελλόριζου.

Όλη μου η ζωή, εμπλουτίστηκε από αυτές τις εικόνες.

Πικ νικ με θέα το Καστελλόριζο. Πικ νικ στο παλιό Γαλλικό στρατόπεδο πάνω από το Μανδράκι μαζί με την Δέσποινα και τον Μπράιαν.

Ήμουν πολύ περήφανη για την καταγωγή μου. Όλες αυτές τις γιορτές, τις περίμενα με μεγάλη χαρά. Ο πατέρας μου, αγαπούσε πολύ την Θάλασσα και κάθε Σαββατοκύριακο, πηγαίναμε από νωρίς το πρωί στην Θάλασσα για να ψαρέψουμε χταπόδια και αχινούς.

Στον δρόμο για την θάλασσα, στο αυτοκίνητο, ακούγαμε Ελληνικά τραγούδια και μου έλεγε ιστορίες από το αγαπημένο του Καστελλόριζο.

Θυμάμαι το τραγούδι «Γιαλό γιαλό» που το ακούγαμε συνέχεια. Το όνειρο μου ήταν πάντα, να χτίσω ένα σπίτι εδώ και να ζήσω στο μέρος όπου οι πρόγονοι μου, έζησαν για αιώνες.

Τελικά το όνειρο μου αυτό, έγινε πραγματικότητα. Νιώθω ευγνώμων που εκπλήρωσα αυτό το όνειρο. Το όφειλα στην αγαπημένη μου μητέρα και στον αγαπημένο μου πατέρα, που με μεγάλωσαν με τόση αγάπη για την φύση και την απλότητα. Ο πατέρας μου έφυγε σε ηλικία 49 ετών.

Εγώ είμαι πλέον 59 και νιώθω ευγνωμονώ που κατάφερα να φτιάξω ένα σπίτι στο Καστελλόριζο. Μπορεί να μην είχα την φυσική παρουσία του πατέρα μου, όμως ήταν πάντοτε μαζί μου και συνεχίζει να βρίσκεται μαζί μου. Είναι κομμάτι της ψυχής μου και της καρδιάς μου» λέει η Δέσποινα.

 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΛΟΤΗΤΑΣ

Η Δέσποινα με τον Μπράιαν, ζουν πλέον μια εντελώς διαφορετική ζωή από αυτή που είχαν στην Αυστραλία, όμως χαίρονται κάθε λεπτό που περνά. «Η ζωή εδώ είναι πιο απλή. Δεν ασχολούμαστε με ασήμαντα πράγματα.

Προσπαθούμε να ασκούμαστε κάθε μέρα, να μαγειρεύουμε κάτι καλό, να βοηθούμε κάποιον από την κοινότητα που μπορεί να έχει ανάγκη. Αυτά που μας ενθουσιάζουν πλέον, είναι ένα ηλιοβασίλεμα, όταν εμφανίζεται το φεγγάρι, οι μυρωδιές που αναδύονται μετά από μια καταιγίδα τα αρώματα της φύσης.

Εδώ μου αρέσει να χαζεύω τους ουρανούς. Τα σύννεφα τον χειμώνα είναι πανέμορφα. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή, που βλέπεις την Τουρκία απέναντι και τις σκιές που ρίχνουν τα βουνά στην θάλασσα. Ζώντας εδώ, έχεις την πολυτέλεια της επίγνωσης της φύσης πολύ καλύτερα από ότι στην πόλη» συμπληρώνει η Δέσποινα.

Ο Μπράιαν, είναι ένας έξοχος τεχνίτης και με υλικά που βρίσκει στο νησί, φτιάχνει έπιπλα και κατασκευές. Δίνει ζωή σε πράγματα που φαίνεται ότι δεν έχουν αξία. Αρκετά από τα έπιπλα του σπιτιού είναι δικές του κατασκευές, όπως το τραπέζι στην πίσω αυλή που είναι φτιαγμένο από το πλαίσιο κρεβατιού του νοσοκομείου που είχαν οι Γάλλοι στο νησί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μπορεί το όνειρο της «Μπούκλας» να μην υπάρχει πλέον, όμως η Δέσποινα με τον Μπράιαν, σκέφτονται να δημιουργήσουν δραστηριότητες αγροτουρισμού και οργάνωση Πικ νικ στον ορεινό όγκο επάνω από τον οικισμό του Καστελλόριζου.

Ήδη ο Μπράιαν έχει φτιάξει κάποιες υποδομές για μπάρμπεκιου και Πικ νικ στο παλιό Γαλλικό στρατόπεδο πάνω από το Μανδράκι. Ανηφορίζοντας το μονοπάτι μέχρι το παλιό Γαλλικό στρατόπεδο, ο Μπράιαν μου περιέγραφε το όνειρο του για τον αγροτουρισμό και την διοργάνωση Πικ νικ στο βουνό.

Μιλάει με πάθος και παρότι είναι φορτωμένος με αυτά που ετοίμασε η Δέσποινα στο σπίτι, δεν λαχανιάζει ούτε σταματά. Η αγάπη για το Καστελλόριζο και ιδιαίτερα για το άγνωστο Καστελλόριζο, είναι η δύναμη του. Λίγο αργότερα, με μια μπύρα στο χέρι, κοιτάζουμε τον οικισμό του Καστελλόριζου από ψηλά.

Καθώς ο ήλιος σιγά σιγά χαμηλώνει, μοιάζει σαν ένας πολύχρωμος ζωγραφικός πίνακας.

Η Δέσποινα με τον Μπράιαν, ζουν μέσα στον ζωγραφικό αυτόν πίνακα. Μπορεί η Ιθάκη τους να μην ήταν ακριβώς όπως την ονειρεύονταν, όμως …

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

*Το κείμενο και οι φωτογραφίας που το συνοδεύουν αναδημοσιεύονται (κατόπιν άδειας) από το humanstories.gr