Συνομιλίες στο πλέον υψηλό επίπεδο έγιναν την Παρασκευή ανάμεσα στην Καμπέρα και το Facebook, την επομένη του αποκλεισμού ειδησεογραφικού περιεχομένου για τους Αυστραλούς χρήστες του διαδικτύου στην οποία προχώρησε το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, προκαλώντας ένα κύμα αγανάκτησης.

Η Αυστραλία δήλωσε ότι δεν θέλει να εγκαταλείψει το σχέδιο νόμου της που έχει στόχο να υποχρεώσει τους γίγαντες της τεχνολογίας να αμείβουν τα μέσα ενημέρωσης για την αναδημοσίευση περιεχομένων τους.

Την  Πέμπτη, για να δείξει την αντίθεσή του σ’ αυτό το νομοσχέδιο, το Facebook κατέστησε αδύνατη για τους Αυστραλούς την δημοσίευση συνδέσμων με ειδησεογραφικά άρθρα και δεν ήταν δυνατή πλέον η επίσκεψη σελίδων των μέσων ενημέρωσης της χώρας από το μέσο αυτό κοινωνικής δικτύωσης.

Ο υπουργός Οικονομικών Τζος Φράιντενμπεργκ δήλωσε ότι είχε συνομιλία με τον διευθύνοντα σύμβουλο του Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ με στόχο να βρεθεί ένας τρόπος εξόδου από αυτήν την αναμέτρηση.

Ο υπουργός διευκρίνισε ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια του σαββατοκύριακου.

“Συζητήσαμε τα ζητήματα που εκκρεμούν και συμφωνήσαμε ότι οι αντίστοιχες ομάδες μας θα τα αντιμετωπίσουν αμέσως”, σημείωσε ο Φράντενμπεργκ σε μήνυμά του στο Twitter.

Ο Αυστραλός πρωθυπουργός  Scott Morrison κάλεσε παράλληλα το Facebook να δώσει τέλος στις, όπως τις χαρακτήρισε, “απειλές” και να “επιστρέψει στο τραπέζι” των διαπραγματεύσεων.

Ο  Scott Morrison υπενθύμισε ότι το αυστραλιανό σχέδιο νόμου παρακολουθείται στενά από πολλούς ηγέτες σε όλο τον κόσμο και σημείωσε ότι μίλησε γι’ αυτό σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που είχε με τον πρωθυπουργό της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και τον ομόλογό του του Καναδά Τζάστιν Τριντό.

Αυτός ο “δεσμευτικός κώδικας δεοντολογίας” που προωθεί η αυστραλιανή κυβέρνηση και έχει στόχο τη “ροή ειδήσεων” του Facebook και τις αναζητήσεις στην Google εγκρίθηκε αυτή την εβδομάδα από την Βουλή των Αντιπροσώπων.

Τη Δευτέρα θα αρχίσει η συζήτησή του στη Γερουσία και αναμένεται να έχει υιοθετηθεί ως το τέλος της ερχόμενης εβδομάδας.

Το Facebook δείχνει από την πλευρά του να έχει οχυρωθεί στις θέσεις του, κρίνοντας ότι αυτό το νομοσχέδιο “αγνοεί εντελώς” τις σχέσεις που έχει η πλατφόρμα με τα μέσα ενημέρωσης. Το μέσο κοινωνικής δικτύωσης δήλωσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να θέσει σε εφαρμογή περιορισμούς αυτού του είδους.

Από την  Πέμπτη, που τέθηκαν σε ισχύ, ο αριθμός των ανθρώπων που επισκέφθηκε σελίδες αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης έπεσε  τόσο εντός Αυστραλίας αλλλά και στο εξωτερικό, με την επισκεψιμότητα στο εξωτερικό να έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 20% την ημέρα, σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Chartbeat.

Ωστόσο οι χρήστες του διαδικτύου δεν φάνηκε να εγκαταλείπουν το Facebook για την Google, η οποία δεν δείχνει να κατέγραψε αύξηση στην επισκεψιμότητά της.

Ο εκτελεστικός πρόεδρος της News Corp. Australia Μάικλ Μίλερ δήλωσε ενώπιον της Γερουσίας στο πλαίσιο έρευνας, η οποία δεν συνδέεται με το σχέδιο νόμου, ότι οι όμιλοι των μέσων ενημέρωσης δεν έχουν ακόμη υπολογίσει την πλήρη επίδραση της απόφασης του Facebook.

Την Πέμπτη η επισκεψιμότητα από παραπομπές από την πλατφόρμα εξαφανίστηκε, εξήγησε, ενώ “η άμεση επισκεψιμότητα στις σελίδες μας στο ίντερνετ κατέγραψε διψήφια αύξηση”.

Ο Μίλερ ενθάρρυνε επίσης το Facebook να διαπραγματευτεί απευθείας με τα μέσα ενημέρωσης.

“Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για το Facebook”, σημείωσε.

Η  αυστραλιανή γερουσία διεξάγει έρευνα για τον ρόλο της αυτοκρατορίας της News Corp που «ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις στην Αυστραλία».

Η έρευνα έγινε μετά από πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού Kevin Rudd και συγκεντρώθηκαν 500.000 υπογραφές.

Ο πρώην πρωθυπουργός κατέθεσε στην γερουσία ότι η μονοπώληση της ενημέρωσης από το συγκρότημα του Μέρντοχ είναι επικίνδυνη για την δημοκρατία και πώς ο ίδιος τον φοβόταν όταν ήταν πρωθυπουργός. Πρόσθεσε δε πως όσο ανησυχητική είναι η επιρροή του Facebook, άλλο τόσο είναι και του Μέρντοχ.
Ο κ. Μίλερ χαρακτήρισε αβάσιμους τους ισχυρισμούς του κ. Rudd.
Ο αποκλεισμός  του Facebook προκάλεσε την οργή της Καμπέρας, κυρίως διότι πολλές επίσημες σελίδες υπηρεσιών αρωγής επηρεάστηκαν. Οι περισσότερες από αυτές ξαναλειτουργούσαν κανονικά μερικές ώρες αργότερα.

Η Google είχε επίσης απειλήσει να αναστείλει την λειτουργία της μηχανής της αναζήτησης στην Αυστραλία προτού υποχωρήσει την Τετάρτη, αποδεχόμενη να καταβάλει “σημαντικά ποσά” σε αντάλλαγμα για περιεχόμενα του ειδησεογραφικού ομίλου News Corp. του Ρούπερτ Μέρντοχ και σε άλλα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης.

 

ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο καταδικάζουν το Facebook για το block στην Αυστραλία

 

 

 

 

 

 

Πολιτικοί, ειδησεογραφικοί πράκτορες και ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ έχουν στοχοποιήσει το Facebook για την απόφασή του να αποκλείσει όλο το περιεχόμενο ειδήσεων στην Αυστραλία.

 

Οι παραπάνω ομάδες κατηγορούν το Facebook για “απόπειρα εκφοβισμού της δημοκρατίας“. Σύμφωνα με την απόφαση της πλατφόρμας, οι 18 εκατομμύρια Αυστραλοί χρήστες δεν μπορούν να βλέπουν ή να μοιράζονται ειδήσεις. Αυτή η κίνηση έγινε ως απάντηση του Facebook σε νέο προτεινόμενο νομοσχέδιο της Αυστραλίας, το οποίο θα αναγκάζει τις τεχνολογικές εταιρείες (Facebook, Google) να πληρώνουν για το περιεχόμενο εκδοτών και πρακτορείων.

Η Google φρόντισε να συνάψει συμφωνίες με πολλά πρακτορεία πριν από την εφαρμογή του νόμου, ώστε να μπορεί να προβάλει ειδήσεις από και προς την Αυστραλία, αλλά το Facebook ακολούθησε μια πιο επιθετική προσέγγιση.

Αφού ο πρωθυπουργός, Scott Morrison, χαρακτήρισε τις ενέργειες της εταιρείας “τόσο αλαζονικές όσο και απογοητευτικές“, ο Julian Knight, πρόεδρος της Digital, Culture, Media and Sport committee του βρετανικού κοινοβουλίου, δήλωσε ότι αυτή η ενέργεια του Facebook (την οποία ονόμασε bullyboy action) δείχνει την επιθυμία της πλατφόρμας να δείξει ότι μπορεί να μην δίνει σημασία στις νομοθεσίες.

Ο Knight είπε ότι τώρα πρέπει να δουν όλοι πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι τεχνολογικοί γίγαντες, οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για το περιεχόμενο που προβάλουν.

Στην ίδια λογική, ο David Cicilline, πολιτικός των ΗΠΑ, ισχυρίστηκε ότι η κίνηση αυτή “δεν ήταν συμβατή με τη δημοκρατία“.

“Η απειλή να ρίξει μια ολόκληρη χώρα στα γόνατά της για να συμφωνήσει με τους όρους του Facebook είναι η απόλυτη παραδοχή της μονοπωλιακής εξουσίας“, δήλωσε ο Cicilline στο Twitter, δημοσιεύοντας έναν σύνδεσμο για ένα άρθρο σχετικά με την απόφαση του Facebook.

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας αναφέρει ότι ο νέος νόμος αποσκοπεί στην ενίσχυση των αγωνιζόμενων εκδοτών, οι οποίοι έχουν χάσει σημαντικά διαφημιστικά έσοδα από τους εκδοτικούς γίγαντες των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία.

Εκτός από τα συμβατικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, κυβερνητικές σελίδες κλπ, αποκλείστηκαν επίσης, και σελίδες υποστήριξης για την υγεία των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία.

 

Το Facebook είπε ότι θα πάρει πίσω αυτά τα blocks και κατηγόρησε την αυστραλιανή κυβέρνηση για τον παραπλανητικό ορισμό που είχε δώσει σχετικά με το περιεχόμενο ειδήσεων, αν και η κυβέρνηση δεν δέχεται αυτή τη δικαιολογία.

Ο Morrison έγραψε στο Facebook: “Οι ενέργειες του Facebook ενάντια στην Αυστραλία, που διακόπτουν βασικές υπηρεσίες πληροφοριών, όπως υπηρεσίες υγείας και έκτακτης ανάγκης, ήταν τόσο αλαζονικές όσο και απογοητευτικές“.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κυβέρνηση είπε ότι ήταν “ζωτικής σημασίας” για το κοινό της Αυστραλίας να έχει πρόσβαση σε ακριβείς ειδήσεις και πληροφορίες, ιδίως κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας πανδημίας και πρόσθεσε: “Ενθαρρύνουμε το Facebook και την αυστραλιανή κυβέρνηση να συνεργαστούν για την εξεύρεση μιας λύσης“.

Ο Steven Guilbeault, υπουργός στον Καναδά, δήλωσε ότι η κίνηση του Facebook ήταν “εξαιρετικά ανεύθυνη“.

Ο Dietmar Wolff, επικεφαλής της ένωσης εκδοτών ειδήσεων BDZV στη Γερμανία, δήλωσε: “Είναι καιρός οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να περιορίσουν την ισχύ των πλατφορμών“.

Ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων και media groups καταδίκασαν, επίσης, το Facebook. Ο Tim O’Connor από τη Διεθνή Αμνηστία της Αυστραλίας είπε ότι ήταν “εξαιρετικά ανησυχητικό” ότι μια ιδιωτική εταιρεία μπορούσε να ελέγξει την πρόσβαση σε πληροφορίες. “Η δράση του Facebook καταδεικνύει έντονα γιατί το να επιτρέπεται σε μια εταιρεία να ασκεί τόσο κυρίαρχη δύναμη στο πληροφοριακό μας οικοσύστημα απειλεί τα ανθρώπινα δικαιώματα“, δήλωσε ο O’Connor.

Η Elaine Pearson, διευθύντρια του Human Rights Watch Australia, δήλωσε ότι “Η διακοπή της πρόσβασης σε ζωτικές πληροφορίες σε μια ολόκληρη χώρα είναι ασυνήθιστη“.