Ας πούμε πως παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση. Άλλωστε η ζωή μας μοιάζει με θεατρική παράσταση, γραμμένη και σκηνοθετημένη από εμάς τους ίδιους. Και, όπως ξέρετε, έχει απ’ όλα ο… μπαξές. Έχει κωμωδία, δράμα, μελόδραμα, θρίλερ και ό,τι άλλο μας έχει τάξει η μοίρα που μας μοίρανε.
Σκηνή πρώτη: Ας την βαπτίσουμε «Συνάντηση Φίλων».

– Ρε Βασίλη εσύ; Τρόμαξα να σε γνωρίσω αδελφέ. Μια χαρά σε βλέπω, καθόλου δεν άλλαξες. Τι κάνεις ρε άθλιε στο χρόνο και δεν περνάει από πάνω σου καθόλου; Τι βότανα παίρνεις και φαίνεσαι σαν σαραντάρης; Τριάντα χρόνια σε γνωρίζω Βασιλάκη και δε λες να γεράσεις. Να σου συστήσω τη γυναίκα μου, τη Λίλα μου.
– Χαίρω πολύ κυρία μου, Βασίλης Βέμπερ. Μην τον ακούτε τον σύζυγό σας, τον φίλτατο Λευτεράκη γιατί πέφτει σε αντιφάσεις.
– Τι είναι αντιφάσεις Λευτέρη μου;
– Θα σου πω σε λίγο Λίλα μου.
– Αντιφάσεις κυρία Λίλα μου είναι το ότι στη αρχή μου λέει πως τρόμαξε να με γνωρίσει και στη συνέχεια διατείνεται ότι δεν άλλαξα καθόλου και πλέκει διθυράμβους.
– Τι είναι διθυράμβους Λευτέρη μου;
– Θα σου πω αργότερα Λίλα μου.
–  Και το διατείνεται τι είναι Λευτέρη μου;
– Θα σου πω το βράδυ Λίλα μου.
Εγώ Λευτέρη μου και κυρία Λίλα θα πρέπει να σας αφήσω. Έχω ένα ραντεβού και θα πρέπει να είμαι στην ώρα μου. Χάρηκα που σε είδα Λευτέρη και χάρηκα που γνώρισα και την σύζυγο, κυρία μου, χαίρετε.
– Να έλθεις και στο σπίτι Βασιλάκη, στο ίδιο σπίτι μένουμε. Όταν ζούσε η μακαρίτισσα η Τασία είχες έλθει, να έλθεις να φας μεζέ από τα χεράκια της Λίλας μου, να γλύφεις τα δάχτυλά σου.
– Ευκαιρίας δοθείσης, θα περάσω Λευτέρη μου.
– Γυναίκα, ο Βασιλάκης έγινε τα χάλια του. Βερβερίδη τον λέγανε και το έκανε Βέμπερ, άκου Βέμπερ. Υποψιάζομαι ότι το άλλαξε γιατί μιλάει σπασμένα ελληνικά.
– Πώς είναι τα σπασμένα ελληνικά, Λευτέρη μου;

Φίλες και φίλοι, εδώ θα πρέπει να χειροκροτήσετε γιατί κλείνει η πρώτη πράξη και κλείνει και η αυλαία. Διάλειμμα.
Σκηνή Δεύτερη: Ας την βαπτίσουμε «Διάλογος».

Στο βάθος ένα πανέμορφο, τεράστιο σπίτι, σωστό παλάτι. Δύο ζευγάρια μεσήλικων Ελλήνων στο κεφαλόσκαλο. Το ζευγάρι των ιδιοκτητών του… παλατιού, αποχαιρετούν τους φίλους τους.
– Να μας ξανάρθετε. Χωρίς τυπικότητες και ετικέτες, κάντε ένα τηλεφώνημα και ελάτε όποια ώρα και ημέρα θέλετε. Το σπίτι μας για σας ανοικτό.
(Εδώ πέσανε φιλιά και χαιρετούρες, αγκαλιές και πάλι μάτσα-μούτσα.)
– Ευχαριστούμε. Να είστε καλά. Με υγεία και χαρά στο παλάτι σας. Να το χαίρεστε.
(Η πόρτα του ωραίου σπιτιού κλείνει, τα φώτα σβήνουν και το ζευγάρι των επισκεπτών κλείνει τις πόρτες του αυτοκινήτου τους και ξεκινάει)
– Ωραίο σπίτι φτιάξανε. Πολύ ωραίο.
– Ωραίο σπίτι, παιδί ορεινού χωρίου, δεν θα πει μόνο το έξω του σπιτιού, θα πει μέσα έξω.
– Γιατί το μέσα σπίτι τι είχε κοντέσα Μαρίτσα της πόλης και της πρωτευούσης;
– Μάλιστα, είμαι και φαίνομαι. Το μέσα σπίτι, ορεσίβιε, δεν είχε τίποτα. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως, κοινώς χύμα, πεταμένοι, το έχεις ακούσει; Χύμα όλα τα είχε ρίξει η γυναίκα. Απ’ έξω μάρμαρο Πεντέλης, ψευδώνυμο της Σιγκαπούρης και μέσα, στην είσοδο, έτοιμο να πέσει επάνω σου το κακέκτυπο γύψινο άγαλμα του Ερμή που το πήρε από τη… Κίνα. Έπιπλα; Μας κοπανάς ότι τα έφερες από τη Σκύρο, στα έστειλε η μαμά σου και ντρέπεσαι να πεις ότι πήγες μια βόλτα στο Πεκίνο τους έδειξες μια φωτογραφία Σκυριανών επίπλων που είχε δημοσιεύσει το «Ρομάντζο» το 1950 και σου έφτιαξαν Σκυριανό-Κινέζικο.

Αμ η βελέντζα. Δίπλα στο Περσικό χαλί, που παραλίγο να μας πει πως της το έφερε ο Σάχης πριν πεθάνει. Μου κοπανάς τη βελέντζα της θείας σου της Αντιγόνης και μας την τοποθετείς στο μικρό σου καθιστικό για λόγους… συναισθηματικούς. Ποιανού τα λες αυτά κυρία μου; Ξέρεις τι σπίτια και τι έπιπλα «Βαράγγη» και τι πορσελάνες, χαλιά και τι πίνακες έχουν δει τα μάτια μου εμένα, κυρία μου; Είδες καμιά πορσελάνη της προκοπής εσύ άσχετε χωρικέ;
– Είδα πολλές…
– Και που ξέρεις, φλύαρε χωριάτη, από πορσελάνες εσύ; Είχες και στο χωριό σου; Όλες οι πορσελάνες του εκατομμυριούχου φίλου σου και της βλαχάρας συζύγου του, είναι τάλιρο ότι πάρετε. Και οι πίνακες το ίδιο. Οι μισοί πίνακες είναι αντίγραφα της οκάς και οι άλλοι μισοί από το παλιό ημερολόγιο που της έστειλε η φιλενάδα της από τα Τρίκαλα των Παρισίων. Και την τηλεόραση, το πλάσμα, δύο μέτρα κατάπλασμα από το Βικτόρια Μάρκετ το πήραν. Ούτε όνομα δεν είχε, το πρόσεξες; Μη με συγχύζεις και δεν έχω ώρα για συζήτηση. Νύσταξα. Μέχρι να φτάσουμε θα κλείσω λίγο τα μάτια μου. Να οδηγείς προσεκτικά. Όταν πάμε σπίτι θα σου πω και λίγα πράγματα για την κουζίνα τους, την κρεβατοκάμαρά τους, το δωμάτιο των παιδιών και το γραφείο του εκατομμυριούχου. Μίλα μου λίγο να με νανουρίσεις και πρόσεχε πως οδηγείς.
Εδώ κλείνει η αυλαία. Μη φύγετε ακόμη θα σας πει δύο λόγια ο σκηνοθέτης μας. Καληνύχτα και ευχαριστούμε.