Ειδικά τα τελευταία χρόνια υφιστάμεθα πολλαπλώς τις συνέπειες της νεο-οθωμανικής στρατηγικής της γειτονικής μας χώρας.

Ενώ, όμως, οι πολιτικές και στρατηγικές όψεις της δύσκολης σχέσης μας με τους Τούρκους είναι ευρύτερα γνωστές, έστω και από την ιδιαίτερη σκοπιά του κάθε λαού, λιγότερο γνωστές είναι οι πολιτισμικές διαστάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες βέβαια με τη σειρά τους δεν είναι άμοιρες πολιτικών συνεπειών.

Πρέπει να θεωρείται κοινό κτήμα κάθε μορφωμένου ανθρώπου στην εποχή μας η εξής απλή και θεμελιώδης γνώση: οι Τούρκοι στην πορεία της εξάπλωσής τους από τις στέπες της Ασίας έως τα τείχη της Βιέννης διασταυρώθηκαν με τους Έλληνες ως κληρονόμους και συνεχιστές (όχι αποκλειστικούς) του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και κατέκτησαν περιοχές άνθησης του πολιτισμού αυτού σε όλες τις εκφάνσεις του, από τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική έως το θέατρο και τη μουσική, από τη ναυσιπλοΐα έως τη δημοκρατία και τους θεσμούς της, κι από τη ρητορική μέχρι τη φιλοσοφία. Σε τέτοιες περιοχές εγκαταστάθηκαν και «πρόκοψαν» οι Τούρκοι – και εν μέρει παραμένουν εγκατεστημένοι.

Η Ελλάδα και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας βρέχονται από το Αιγαίο, τη θάλασσα του φωτός που ορίζει την αέναη αναζήτηση όσων ζουν στην επικράτειά του. Πρόσφατα η τουρκική αξιωματική αντιπολίτευση, υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, κατηγορούσε τον Ερντογάν ότι παραχωρεί το Αιγαίο στους γείτονες.

Ο Έλληνας όμως, είναι «το θεριό του Λόγου», που εδώ και 2.500 χρόνια γαλουχήθηκε στο Αιγαίο στη βάση μιας θεμελιώδους πολιτικής και κοινωνικής αξίας: «Οὐχ ἑλληνικὸν τὸ προσκυνεῖν» (φράση του ιστοριογράφου Καλλισθένη προς τον Μέγα Αλέξανδρο, δια της οποίας απορρίφθηκε η απαίτηση του βασιλιά να τύχει προσκύνησης όπως οι Ανατολίτες δεσπότες.

Η ίδια ακριβώς αντίληψη εκφράστηκε συνοπτικά πολλούς αιώνες αργότερα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: «Εμείς και στους θεούς όρθιοι μιλάμε»). Οι σημερινοί Τούρκοι πολιτικοί μιλούν για το Αιγαίο ως πεδίο γεωστρατηγικών συμφερόντων, όμως δεν δείχνουν να έχουν την παραμικρή ιδέα για την κλασική κληρονομιά με την οποία είναι συνυφασμένο, θίγοντας έτσι όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά συνολικά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Η Τουρκία βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα ως κράτος που αρέσκεται να δείχνει επιθετικότητα και να προβάλλει στρατιωτική ισχύ απέναντι στους γείτονες, υπογραμμίζοντας έναν εθνικιστικό εγωισμό που στην εποχή μας πια θα έπρεπε να θεωρείται ξεπερασμένος.

Η Τουρκία δεν υπογράφει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και μέσω του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» επιβουλεύεται το Αιγαίο.

Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι είναι δύσκολο να σεβαστούν την μεγάλη προσφορά των Ελλήνων στον παγκόσμιο πολιτισμό και προτιμούν να την αγνοούν ή και να την καπηλεύονται. Συνηθέστατη και χαρακτηριστικότερη καπηλεία είναι η παρουσίαση του Ομήρου ως αρχαίου Τούρκου (εσχάτως προστέθηκε σ’ αυτήν την κατηγορία και ο Αγαμέμνων). Στην Κύπρο η πολιτισμική καταστροφή των κατεχομένων μιλάει από μόνη της.

Η αδυναμία της Τουρκίας να διαλεχθεί ουσιαστικά με τον πολιτισμό των περιοχών που κατέκτησε είναι εύλογο να συντελεί στην ενίσχυση της αίσθησης του πολιτισμικού της χάσματος από τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, στον οποίον σήμερα δεν θέλει μεν να ανήκει, με τον οποίον όμως είναι υποχρεωμένη να εισέρχεται σε σχέσεις επικοινωνίας, ανταλλαγής και αντιπαράθεσης.

Τι δει και τι μέλλει γενέσθαι από τη σκοπιά της Ελλάδας; Απέναντι στη συνήθη και κατά καιρούς οξυνόμενη τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα, οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουν να διατηρούν άσβεστη στην ψυχή τους τη φιλοπατρία, όπως εξ άλλου τους τη δίδαξαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους και ακριβώς ως κληρονόμοι του πολιτισμού των προγόνων, να αναζητούν διαρκώς τρόπους προσαρμογής της τέχνης του πολέμου στα σύγχρονα δεδομένα της τεχνολογικής προόδου. «Όταν οι απόγονοι ευτυχούν, οι πρόγονοι δοξάζονται», όπως γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο βιβλίο Ο Αρχαιολόγος.

Επιπλέον, όμως, για τους σύγχρονους Έλληνες, η αδιαμφισβήτητα κορυφαία σημασία της κλασικής κληρονομιάς για τη συγκρότηση της «κυρίαρχης Δύσης» πρέπει να θεωρείται ισχυρή βάση μιας ήπιας, πλην καίριας ισχύος.

«Η αρχαία Ελλάδα έστησε τον άνθρωπο στα πόδια του», έγραφαν πριν χρόνια οι New York Times και κάθε μορφωμένος Αμερικανός συνήθως γνωρίζει, τη σημασία της κλασικής παιδείας για τη διαμόρφωση των προσωπικοτήτων των πρώτων Αμερικανών προέδρων, όπως και κάθε μορφωμένος Ευρωπαίος γνωρίζει, ότι η πολιτισμική γένεση της Ευρώπης συντελέστηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, στο Καπιτώλιο της Ρώμης και στον Γολγοθά της Ιερουσαλήμ.

Τούτη η επίγνωση της πολιτισμικής υπεροχής των Ελλήνων πρέπει να μετουσιώνεται σε εύστοχες και αποτελεσματικές κινήσεις σε επίπεδο διεθνών σχέσεων και συμμαχιών.

Κάθε φορά που καλούμε τους συμμάχους να μας συνδράμουν στην άσκηση πιέσεων προς την Τουρκία για τη συμμόρφωσή της στο διεθνές δίκαιο, έχουμε φερ’ ειπείν τη δυνατότητα να συνδέουμε τη μόνιμη τάση της Τουρκίας για υπέρβαση πολιτισμικών και ηθικών ορίων με την πολυσήμαντη αρχαιοελληνική έννοια της ύβρεως. Ο πλους του Oruç Reis είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα της ροπής της Τουρκίας προς την διάπραξη πολιτισμικής και πολιτικής ύβρεως.

Η νέμεσις πρέπει να επέλθει αναπόφευκτα, διαφορετικά δεν διατρέχει κινδύνους μόνον η σημερινή Ελλάδα, αλλά και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στο σύνολό του. Εν κατακλείδι, πάντως, ο ασιατικός δεσποτισμός νικήθηκε στο παρελθόν και όμοια τύχη πρέπει να έχει και στο μέλλον.

*Ο Γιώργος Η. Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Freie Universität Βερολίνου και διδάσκων στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το e-mail του είναι: gilio17@gmail.com.

O Δημήτρης Ελέας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και είναι συγγραφέας, ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη.  Το e-mail του είναι: dimitris.eleas@gmail.com.