Ο χαρακτηρισμός «ιερά τέρατα» χαρακτηρίζει μεγάλες μορφές της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα. Αντιστοίχως, ο όρος «τέρατα», μεταφορικά, αναφέρεται σε επικίνδυνα άτομα λόγω του διαστροφικού χαρακτήρα και της εγκληματικής τους προσωπικότητας.

Η φράση «ιερά τέρατα» αποτελεί σχήμα οξύμωρο κι εύλογα χρήζει κάποιας διασαφήνισης. Ιδιαίτερα τώρα που στην Ελλάδα (Αμερική, Αυστραλία και αλλού) τα σημεία και τα τέρατα που τεκταίνονται στον καλλιτεχνικό χώρο παίρνουν διαρκώς μορφή χιονοστιβάδας (με τους βιασμούς ανηλίκων και ενηλίκων, τα κυκλώματα παιδεραστίας στο θέατρο, κλπ).

Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, από τα μαθητικά τους κιόλας χρόνια, αντιλαμβάνονται την τέχνη και τον πολιτισμό ως κάτι το όντως ιερό. Ένα χώρο όπου μόνο άνθη του καλού και διόλου «άνθη του κακού» (για να θυμηθούμε τον Baudelaire) καλλιεργούνται. Με απώτερο σκοπό τη διάπλαση, τον εμπλουτισμό και την εξύψωση του ηθικού, πνευματικού και ψυχικού κόσμου του ατόμου.

Γι’ αυτό και η τέχνη, ως εγγενές και αναπόσπαστο στοιχείο του γίγνεσθαι αποτελεί την πεμπτουσία της ψυχο-πνευματικής αγωγής και διαμόρφωσης του ατόμου, αλλά και το βαρόμετρο της πολιτισμικής (αλλά και υλικής) ανάπτυξης κι εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους και των επιτευγμάτων του. Συνεπώς δεν νοείται καλλιέργεια, παιδεία, πνευματική και ηθική αγωγή, χωρίς την ύπαρξη της τέχνης.

Απ’ αυτή την άποψη η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια (για τους λίγους εκλεκτούς, τους πλούσιους και μορφωμένους) αλλά υπαρξιακή ανάγκη για όλους τους ανθρώπους.

Εξού και πριν εκατομμύρια χρόνια οι πρωτόγονοι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να εκφραστούν ζωγραφίζοντας σε σπήλαια. (Βλ. το κλασικό βιβλίο του Ernst Fischer «Η αναγκαιότητα της τέχνης», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972).

Όπως όμως ο πολιτισμός προϋποθέτει την ύπαρξη της τέχνης, το ίδιο και η τελευταία προϋποθέτει την ύπαρξη των φορέων και δημιουργών της (ποιητές, δραματουργούς, μουσικούς, εικαστικούς, κ.ά.).

Αλλά εδώ ακριβώς προκύπτει η μεγάλη σύγχυση – μεταξύ τέχνης και ανθρώπινου παράγοντα. Δηλαδή τέχνης και ηθικής. Διότι οι φορείς της τέχνης και του πολιτισμού δεν είναι… εξωγήινοι ή άγγελοι αλλά άνθρωποι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: αδυναμίες, πάθη, ακολασία, διαστροφές, κλπ.

Μπορεί στα μάτια εκατομμυρίων θνητών κάποιοι διάσημοι και δημοφιλείς δημιουργοί-καλλιτέχνες να περιβάλλονται από το φωτοστέφανο της δόξας και να απολαμβάνουν στάτους ημιθέων.

Ωστόσο, η άλλη, άγνωστη όψη του νομίσματος (της ιδιωτικής τους ζωής), μακριά απ’ τους προβολείς της δημοσιότητας, αποτελεί μια διαφορετική πραγματικότητα. Τη σκοτεινή πλευρά του μύθου τους στην οποία κρύβονται αληθινά τέρατα (εγκληματίες, βιαστές, παιδεραστές, απατεώνες, ναρκομανείς, αλκοολικοί, κλπ.).

Έτσι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο περιβόητος ανθρώπινος «πολιτισμός» ενσωματώνει, μοιραία, στους κόλπους του και κάποια ανθρωπόμορφα τέρατα όπως αυτά των Αδόλφου Χίτλερ, Μάου Τσε Τουνγκ και Ράντοβαν Κάρατζιτς, χάρη στους οποίους γράφτηκαν οι μελανότερες σελίδες της νεότερης Ιστορίας.

Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται και οι τρεις τους, εκτός των άλλων, υπήρξαν και… καλλιτέχνες! Δηλαδή εκλεπτυσμένες κι ευγενικές ψυχές με υψηλά ιδανικά. Ο Χίτλερ ξεκίνησε ως επίδοξος, πλην αποτυχημένος ζωγράφος.

Ο Μάο Τσε Τουνγκ και ο Κάρατζιτς υπήρξαν λάτρεις και σκαπανείς της ποιητικής τέχνης με δημοσιευμένο έργο. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε απ’ το να προβούν σε πρωτοφανείς θηριωδίες και βαρβαρότητες, οι οποίες αμαύρωσαν κι ευτέλισαν στο έπακρο τον ανθρώπινο πολιτισμό, αφήνοντας ανείπωτη τραγωδία και, συνολικά, εκατομμύρια νεκρούς πίσω τους. Ο δε κινέζος ηγέτης, μάλιστα, δεν δίστασε να βαπτίσει το μέγα «επίτευγμά» του ως… «Πολιτιστική Επανάσταση»!

Όλα αυτά τα επικών διαστάσεων απάνθρωπα εγκλήματα διαπράχτηκαν από υποτίθεται… καλλιεργημένα κι αισθαντικά άτομα με παιδεία και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία! Οι ελάσσονες αυτοί καλλιτέχνες μπορεί να μην διακρίθηκαν βέβαια στον χώρο του πολιτισμού, διέπρεψαν όμως με απαράμιλλο τρόπο στη βαρβαρότητα, μένοντας στην Ιστορία ως τα πιο ακραία αρρωστημένα φαινόμενα ψυχο-πνευματικής διαστροφής.

Υπάρχουν όμως και πολλοί μείζονες δημιουργοί-καλλιτέχνες οι οποίοι αν και δεν σχετίζονται με την εξουσία, ανήκουν δυστυχώς στη «σκοτεινή» κατηγορία που προαναφέρθηκε.

Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι στη «μαύρη λίστα» ενός άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου του, ο Robert Schnakenberg περιλαμβάνει 41 απ’ τους σημαντικότερους και πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της εποχής μας στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ακόλουθοι: William Shakespeare, Lord Byron, Honoré de Balzac, Edgar Allan Poe, Charles Dickens, Leo Tolstoy, Emily Dickinson, Oscar Wilde, Virginia Woolf, James Joyce, Franz Kafka, T.S. Eliot, Agatha Christie, F. Scott Fitzgerald, William Faulkner, Ernest Hemingway, Jean-Paul Sartre, William Burroughs, J.D. Salinger, Jack Kerouac, Toni Morrison, Sylvia Plath, Thomas Pynchon και άλλοι. (βλ. «Secret Lives of Great Authors», εκδ. Quirk Books, 2008. Η έκδοση υπάρχει και στα ελληνικά).

Είναι αυτονόητο ότι το έργο ενός δημιουργού σχετίζεται αμεσότατα με τη ζωή του και, συνεπώς, το διαμορφώνει καθοριστικά. Ώς ένα μεγάλο βαθμό, μάλιστα, αν όχι απολύτως, το έργο του δεν αντανακλά απλώς τη ζωή, αλλά είναι η ζωή του (κυρίως στη λογοτεχνία, αλλά όχι μόνο). Αυτό δεν συνεπάγεται βέβαια ότι το έργο του αντανακλά αναγκαστικά και την ηθική της προσωπικής του ζωής.

Η ίδια η Ιστορία, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι οι μείζονες εκπρόσωποι του ανθρώπινου πολιτισμού, οι οποίοι παραβίασαν τους νόμους της χώρας τους και κρίθηκαν (δικαίως ή αδίκως) ένοχοι, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά – με διαπόμπευση, φυλακίσεις, εξορίες, βασανισμούς, ακόμη και με θάνατο (βλ. άρθρο μου ««Αναθεωρώντας τον “πολιτισμό” των αρχαίων Ελλήνων», εφ. Nέος Κόσμος, 14.3.2016).

Από την εποχή του Σωκράτη (ήπιε το κώνειο) ώς την εποχή του Όσκαρ Ουάιλντ (έκανε καταναγκαστικά έργα για σοδομισμό) και πολλών άλλων.

Το όλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι πολλά ΜΜΕ και αρθρογράφοι επιμένουν να μπερδεύουν αδίκως δύο εντελώς ανόμοια πράγματα: τη σκανδαλώδη ζωή ενός δημιουργού-καλλιτέχνη με το καθαυτό έργο του. Αλλά, όπως σωστά ερωτά η γερμανίδα συγγραφέας Τέα Ντορν, «Από πότε η τέχνη είναι σχολείο καθωσπρεπισμού;».

Ευλόγως λοιπόν συσκοτίζεται η όλη κατάσταση και αποπροσανατολίζεται το κοινό, ενώ τα πράγματα είναι τόσο απλά. Εάν ένας καλλιτέχνης (όσο μεγάλος κι αν είναι) βρεθεί αποδεδειγμένα ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος από τη Δικαιοσύνη, εξυπακούεται ότι πρέπει να τιμωρείται όπως όλοι οι άλλοι πολίτες. Είναι μεγάλη και ασυγχώρητη αδικία όμως να διαπομπεύεται και καταδικάζεται ο ίδιος προκαταβολικά (με αναπόδεικτα στοιχεία, φήμες, τηλεδικεία και κυνήγι μαγισσών).

Πολύ δε περισσότερο να απαξιώνεται το καλλιτεχνικό του έργο και να ρίχνεται στην πυρά μαζί με τον ίδιο, τη στιγμή που το πρώτο (το έργο) είναι αυτόνομο από την ηθική του δημιουργού του.

Διαφορετικά θα πρέπει να καταργηθούν όλα τα μεγάλα έργα του παγκόσμιου πολιτισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα. Στην Αμερική γίνονται ήδη κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, με το δήθεν επιχείρημα ότι πολλά κλασικά έργα, όπως π.χ. τα Ομηρικά Έπη και άλλα, είναι ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά, βλάσφημα, προωθούν τις ανισότητες κλπ. Έτσι όμως «προμηνύεται μια νέα ηθική απολυταρχία που δημιουργεί και μια απίστευτη παράνοια», επισημαίνει η Τέα Νορν.

Λες κι ενδιαφέρει κανέναν αν η Σαπφώ ήταν ανώμαλη, ο Καραβάτζο καταζητούμενος για ανθρωποκτονία, ο Ρέμπραντ είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο, ο Σαίξπηρ ήταν παλιάνθρωπος, ο Όσκαρ Ουάιλντ διεστραμμένος, ο Λόρδος Βύρων έκφυλος, κ.ο.κ.

Είναι γνωστό π.χ. ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, για πολλούς (διωκόμενους από τους Ναζί και μη) ήταν εξαιρετικά δύσκολο ν’ ακούσουν Βάγκνερ, καθώς η μουσική του ταυτιζόταν με το ναζιστικό καθεστώς.

Όσο κατανοητή κι αν είναι όμως η απογοήτευση των φαν (και του ευρύτερου κοινού) για τους μεγάλους καλλιτέχνες για τα σκάνδαλά τους που έρχονται στη δημοσιότητα, είναι λάθος να ταυτίζεται το έργο με το δημιουργό του, αφού το ένα δεν σχετίζεται με το άλλο.

Εκτός αυτού, «Εάν αποβάλουμε από την τέχνη όλους εκείνους που έχουν φερθεί ανήθικα, σεξιστικά ή απλά εγκληματικά, που ταυτόχρονα όμως άφησαν σημαντικό ή συγκινητικό έργο, μπορεί ο κόσμος να ήταν λίγο καλύτερος αλλά η τέχνη θα ήταν πολύ φτωχότερη», όπως καίρια επισημαίνει ο Στέφαν Μπεργκ, διευθυντής του μουσείου τέχνης της Βόννης.

Τελικά, αυτό που μετρά στην Ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού δεν είναι ο δημιουργός αλλά το καλλιτεχνικό του έργο – η αξία και σπουδαιότητά του. Κανείς λ.χ. δεν γνωρίζει το παραμικρό για τον Όμηρο – ούτε αν υπήρξε καν τέτοιο πρόσωπο. Αυτό όμως δεν έχει εμποδίσει κανέναν ανά τους αιώνες απ’ το να μελετήσει, να θαυμάσει και απολαύσει τα αριστουργηματικά κι αθάνατα έπη του.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μέσα από την κοπριά ανθίζουν τα πιο όμορφα κι ευωδιαστά λουλούδια. Και, ακόμη, ότι χωρίς το έργο των μεγάλων δημιουργών η ζωή θα ήταν απείρως φτωχότερη, χωρίς συγκινήσεις, ομορφιά και φως.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.