Οι υψηλά ιστάμενοι Αχαιοί Φιλικοί –Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, κ.ά- από την περίοδο της σύσκεψης της Βοστίτσας είχαν ταχθεί υπέρ της αναβολής της Επανάστασης.

Ήθελαν πρώτα να διαπιστωθεί αν θα υπάρξει ενεργός βοήθεια του ρωσικού στρατού, αν θα αποστέλλονταν πολεμικά εφόδια από τη Φιλική Εταιρία και αν θα επαναστατούσαν προηγουμένως άλλες περιοχές εκτός της Πελοποννήσου.

Ο ιστορικός Φίνλεϊ, σημειώνει ότι συχνά τα γεγονότα που σχετίζονται με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (ΠΠΓ) και τους Αχαιούς προεστούς, αναφέρονται ως τα πρώτα επαναστατικά βήματα.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι άνθρωποι του λαού, με την υποκίνηση των Φιλικών, τόλμησαν να πάρουν τα όπλα, ενώ οι Αχαιοί ηγέτες χρονοτριβούσαν. (Φίνλεϊ, Α΄146)

Πράγματι, ενώ ο ΠΠΓ, ο Κιρκίνης Προκόπιος και ο Ανδρέας Ζαΐμης κατέφευγαν για ασφάλεια στην ορεινή περιοχή των Νεζερών, ο Νικόλαος Σολιώτης και άλλοι, υποκινηθέντες από τον Παπαφλέσσα και άλλους Φιλικούς, έστηναν, μεταξύ 15 και 21 Μαρτίου 1821, ενέδρες και σκότωναν ή διέλυαν αποστολές και ομάδες Τούρκων, κλιμακώνοντας έτσι την πολεμική ατμόσφαιρα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.

Οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί τις διαθέσεις και τις προετοιμασίες των ραγιάδων για επανάσταση, ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά, από τους ΄Ελληνες, άκουγαν τα βίαια γεγονότα κατά των ομοεθνών τους και φοβούνταν μην τους πιάσουν στα σπίτια τους απροετοίμαστους.

Οι Τούρκοι, όμως, είχαν τα όπλα, τον εκπαιδευμένο στρατό και τα κάστρα. Οι ΄Ελληνες ήταν απόλεμοι και γενικά άοπλοι. Παντού στην Αχαΐα υπήρχε μεγάλη αναταραχή και δυσπιστία μεταξύ των δυο εθνοτήτων.

Έτσι, στην Αχαΐα ήταν σχεδόν οι ίδιοι οι Τούρκοι που με τις σπασμωδικές τους κινήσεις άρχισαν την Επανάσταση.

Στις 18 Μαρτίου ο Ιμπραΐμ Αρναούτογλου, βοεβόδας των Καλαβρύτων, πλήρης υποψιών και αισθανόμενος ανασφάλεια, ξεκίνησε να μεταβεί στην Τριπολιτσά. Στη θέση Χελονοσπηλιά κάποιοι από τους συνοδούς του που προηγούνταν έπεσαν σε ενέδρα και δέχτηκαν επίθεση.

Γύρισαν πίσω, ενημέρωσαν τον Αρναούτογλου και αυτός επέσρεψε επίσης στα Καλάβρυτα, πληροφόρησε τις τουρκικές οικογένειες ότι η επανάσταση των ραγιάδων άρχισε και κλείστηκαν μόνοι τους σε τρεις ισχυρούς πύργους.

Στα Καλάβρυτα την ημέρα εκείνη δεν υπήρχε κανείς από τους Έλληνες τοπικούς ηγέτες, αλλά αμέσως μετά πληροφορήθηκε τα γεγονότα ο Σπυρίδων Χαραλάμπης, και έτρεξε με ένα σώμα 600 οπλοφόρων και πολιόρκησε τους Τούρκους στους Πύργους.

Οι εβδομήντα περίπου τουρκικές οικογένειες της Βοστίτσας (Αιγίου) πληροφορήθηκαν την πολιορκία των Τούρκων των Καλαβρύτων και αναστατώθηκαν.

Στη Βοστίτσα δεν υπήρχαν ούτε πύργοι ούτε κάστρο, ούτε ένιωθαν ασφαλείς να κινηθούν προς την Πάτρα. Ήρθαν σε συνεννόηση με τους προκρίτους της Βοστίτσας και εκείνοι τους διευκόλυναν να διεκπεραιωθούν με πλοία, με τα όπλα και τα κινητά υπάρχοντά τους, στην απέναντι ακτή του Γαλαξιδίου και από εκεί οδικώς προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) όπου υπήρχε μεγάλη τουρκική κοινότητα.

Στις 23 Μαρτίου το Αίγιο απελευθερώθηκε αμαχητί.

Στην Πάτρα, όπου οι δυο εθνότητες πληροφορήθηκαν τα γεγονότα των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, η κατάσταση ήταν εμπρηστική. Η Πάτρα την περίοδο εκείνη ήταν μια σφύζουσα εμπορική πόλη με περίπου 12.000 ΄Ελληνες και 6.000 Τούρκους και η οποία στη συνέχεια καταστράφηκε.

Ο Μακρυγιάννης, που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και τις ημέρες εκείνες είχε μεταβεί στην πόλη από την Άρτα για να αντλήσει πληροφορίες περί της επαναστατικής κίνησης, μας δίνει ως ακολούθως την ατμόσφαιρα μιας πόλης που περνά στην επανάσταση:

«Τον Μάρτιο μήνα (13 Μαρτίου), πήρα κάμποσα χρήματα και πέρασα (από την Άρτα) εις την Πάτρα. (…) Αναχώρησα και πήγα σ’ έναν μεγάλον έμπορον πως ψωνίζω πράμα, να σηκώνω κάθε υποψία όσο να εξετάξω τα τρέχοντα εκεί, να μάθω. (…) Του λέγω “…τι ετοιμασίες έχετε;”. “Του Κολοκοτρώνη στείλαμε κάμποσα χρήματα εις Ζάκυνθο … και είναι εις την Μάνη.

Και άλλη ετοιμασία δεν έχομε”. Του λέγω: “Αυτά τα χρήματα, όπου βλέπω θεμωνιά τάλλαρα (και γράφαν και πεντέξι γραμματικοί), δεν τα στέλνεις πουθενά να χρησιμέψουν δια του λόγου σου και δια την πατρίδα;”

Μου λέγει: “Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους”. Είπα κι εγώ: “Μεγάλοι άνθρωποι ξέρετε μεγάλα πράματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα∙ κάμετε ό,τι σας φωτίσει ο Θεός”. (…) Σε δυο μέρες χτύπησε ντουφέκι ‘σ την Πάτρα. Οι Τούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα.

Τότε πήρα καμιά δεκαριά παιδιά από το καράβι με τ’ άρματά τους και βγήκαμε έξω. Εις τη Ντογάνα κουβαλιώνταν ο κόσμος και γιόμισε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως το λαιμό μέσα.

Τότε βλέπω και το φίλο μου τον πραματευτή∙ έφερνε στο ‘να του χέρι την φαμελιά του (τη γυναίκα του) και σ τ’ άλλο τα παιδιά του και τίποτας άλλο από τόσον βιόν οπούχε – όπου θα ξύπναγε ναύρη Ρωμαίϊκον. Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη∙ οι μικροί θα κάμουν μικρά.

Τους πήρα και τους πήγα μέσα εις το καράβι και τους παρηγορούσα. Στάθηκα εκεί και την άλλη ημέρα και πέρασα εις Μισσολόγγι.» (Απομνημονεύματα, σσ. 19-22)

Ο Μακρυγιάννης πέρασε στο Μεσσολόγγι και επέστρεψε στην Άρτα αφού συναντήθηκε με Πατρινούς Φιλικούς και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο που περνούσε στο δρόμο του από την Ιθάκη προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

Στις 21 Μαρτίου περίπου 100 Τούρκοι από το Ρίο βάδισαν προς την Πάτρα, μερικοί σταμάτησαν σε ένα ρακοπωλείο και μεθυσμένοι σκότωσαν τον ρακοπώλη, έκαψαν το μαγαζί και ενωθέντες με άλλους Τούρκους πολιόρκησαν την οικία του Φιλικού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου και έκαψαν πολλές από τις γύρω οικίες. Πολλοί Έλληνες -Πατρινοί και παροικούντες Επτανήσιοι- εξήλθαν ένοπλοι και μετά από μερικές οδομαχίες απώθησαν τους Τούρκους στο Κάστρο και τους πολιόρκησαν.

Οι Πατρινοί για ασφάλεια μετακίνησαν τις οικογένειές τους στα καράβια και από εκεί προς τα Επτάνησα ή άλλα μέρη. Στις οδομαχίες αυτές διακρίθηκε ένας τσαγκάρης, ο Παναγιώτης Καραντζάς, και ορισμένοι παρεπιδημούντες Επτανήσιοι.

O Καραντζάς με τον Επτανήσιο Ν. Γερακάρη, για να δώσουν ευκαιρία στις οικογένειες των Ελλήνων να μετακινηθούν στα καράβια με τα πράγματά τους, «διέσπειραν ανθρώπους εις διάφορα μέρη της πόλεως φωνάζοντας δι’ όλης της νυκτός ‘γρηγορήτε’ επί σκοπώ να υποθέσωσι οι Τούρκοι ότι οι ΄Ελληνες ήσαν πολλοί και να μην επιχειρήσωσι νυκτερινήν έξοδον…». (Τρικούπης, Α΄, 61)

Η Επανάσταση άρχισε από τον λαό αλλά χρειαζόταν ηγεσία και γι’ αυτό έστειλαν στα Νεζερά να ειδοποιήσουν τον ΠΠΓ, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τους άλλους, οι οποίοι στις 23 Μαρτίου έστειλαν τους Κουμανιώτες.

Ο Σταμάτιος Κουμανιώτης σκοτώθηκε μετά την είσοδό του στην πόλη. Στις 24 Μαρτίου κατέφθασαν οι ΠΠΓ, Κερκίνης, Προκόπιος, Ανδρέας Ζαΐμης και άλλοι «επισύροντες πλήθη οπλοφόρων και ‘ροπαλοφόρων’». (Τρικούπης, Α΄, 62) Ο ΠΠΓ έστησε έναν σταυρό στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου και ευλόγησε τους επαναστάτες.

Στις 26 Μαρτίου οι ιθύνοντες Αχαιοί, ΠΠΓ, Ανδέας Ζαΐμης, Παπαδιαμαντόπουλος, Λόντος και άλλοι, «εσχηματίσθησαν και εις επαναστατικόν διευθυντήριον» (Φιλήμων, Ιστορικόν Δοκίμιον, σ. 22)

Το Αχαϊκό Διευθυντήριο απέστειλε στις 26 Μαρτίου διακήρυξη στους Προξένους των Ευρωπαϊκών κρατών στην Πάτρα, τονίζοντας ότι είναι αναγκασμένοι να λάβουν τα όπλα για την ελευθερία τους ή να αποθάνουν και αιτούντες την εύνοιαν και προστασίαν των κυβερνήσεών τους. (Σπηλιάδης, Α΄, 60 ).

Η Πάτρα είναι από τις πρώτες πόλεις που άρχισε τον αγώνα και απελευθερώθηκε, αλλά η ελευθερία της κράτησε μόνο μια εβδομάδα. Ενώ οι έγκλειστοι στο φρούριο θα παραδίνονταν λόγω λειψυδρίας, στις 3 Απριλίου μπήκε ξαφνικά στην Πάτρα ο σρατηγός Γιουσούφ Σέρεζλης, που ανέτρεψε το σκηνικό, έκαψε την πόλη και εξεδίωξε τους επαναστάτες.

Ο Γιουσούφ με το μικρό στράτευμά του μετέβαινε στην Εύβοια, αλλά ο Άγγλος πρόξενος Γκριν, τον ενημέρωσε για τις θέσεις των επαναστατών και τού παρέσχε πολύτιμες άλλες πληροφορίες να επιχειρήσει την επίθεσή του. Λίγο μετά, πλοία του τουρκικού ναυτικού ανατροφοδοτούσαν τους Τούρκους της Πάτρας και αναπτέρωσαν το ηθικό τους. Έτσι η επανάσταση στην Πάτρα απέτυχε.

Τον Απρίλιο καταστράφηκε επίσης η Βοστίτσα από τον Μουσταφάμπεη.

Το Αχαϊκό Διευθυντήριο δεν αποδέχθηκε τη συμμετοχή του Κολοκοτρώνη στη μάχη της Πάτρας μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, για να αποφευχθεί η υπεροχή των στρατιωτικών. Οι κοτσαμπάσηδες αρχηγοί απασχολούσαν δικό τους στρατό. Αφηγείται ο Κολοκοτρώνης:

«Επάνω εις αυτά τα λόγια και άλλα, μούπε (ο Ανδρέας Ζαΐμης) εμπρός εις όλους τους οπλαρχηγούς, ‘Κολοκοτρόνη Κολοκοτρόνη, 6 χρόνια πασχίζεις να ενώσης τα άρματα και ‘υδέ σε άφησα να τα ενώσης ύδέ θέλει σε αφήσω’.

Δεν του ωμίλησε κανείς· του εβάρεσα τα παλαμάκια (εχειροκρότησα) λέγοντάς του, εύγε καλέ πατριώτη οπού δεν αφήνεις να ενωθούν τα άρματα, και αν ήταν ενωμένα δεν έκαιε ο Ιμπραΐμης τα χωριά και να σκλαβώνει τον κόσμο. Είδα ότι δεν είχα διάφορο από αυτούς» (Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, σ. 178)

Μόνο λίγο πριν την εκστρατεία του Δράμαλη επιτράπηκε στον Κολοκοτρώνη να πάει για λίγο στην Πάτρα. Ετσι, ενώ η περισσότερη Πελοπόννησος μέχρι το τέλος του 1822 απελευθερώθηκε, όπως αρχικά και η Πάτρα, το φρούριο των Πατρών μαζί με εκείνα του Ρίου, του Αντιρρίου και της Ναυπάκτου καθώς και η καταστραμένη Πάτρα παρέμειναν στα χέρια των Τούρκων μέχρι το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης.

Η πόλη και το φρούριο απελευθερώθηκαν από τα γαλλικά στρατεύματα του Μαιζώνος, στις 4 Οκτωβρίου 1828 και παραδόθηκαν στην κυβέρνηση του Καποδίστρια. Κατά συντυχία, η Πάτρα απαλευθερώθηκε από την γερμανική κατοχή, επίσης, στις 4 Οκτωβρίου 1944.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.