Ως προλεγόμενα στο παρόν άρθρο, χρειάζεται να επισημανθεί και τονιστεί ότι η επίσημη Ελληνική Επανάσταση δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία το Μάρτη του 1821.

Αντιθέτως, είχαν προηγηθεί πλήθος κινημάτων και εξεγέρσεων των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού αμέσως μετά την Άλωση της Πόλης, που συνεχίστηκαν αδιάπτωτα καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία διήρκησε 400 χρόνια στη Νότια Ελλάδα και 500 στη Βόρεια.

Τέτοιοι ξεσηκωμοί, όπως τους καταγράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας, ήταν αυτοί του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου [Σκυλοσόφου] (1601-1611), καθώς και τα Ορλοφικά (1769-1770). Πρωτοστάτης των προεπαναστατικών αυτών κινημάτων κι εξεγέρσεων (έως την Επανάσταση του ’21 συμπεριλαμβανομένης) ήταν η Εκκλησία.

Η τελευταία, όπως ήταν φυσικό, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος – τόσο καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας όσο και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, δίνοντας εκατόμβες νεομαρτύρων κληρικών, όπως θα καταδείξουμε.

Η εν σπέρματι Ελληνική Επανάσταση είχε προηγηθεί της αντίστοιχης Γαλλικής (1789-1799) και δεν την μιμήθηκε, ούτε την αντέγραψε. Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην».

Αυτό που συνέβη ήταν ότι, απλούστατα, οι υπόδουλοι Έλληνες, αφουγκραζόμενοι τα φιλελεύθερα μηνύματά της εμπνεύστηκαν απ’ αυτά, χαλυβδώνοντας έτι περαιτέρω τον διακαή πόθο και την αποφασιστικότητά τους για έναν υπέρ πάντων αγώνα εθνικής ανεξαρτησίας.

Ηγετικά πνευματικά τέκνα του αγώνα αυτού υπήρξαν ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Όντως, κατά την προεπαναστατική περίοδο ο κλήρος, μεταξύ των άλλων, πρωταγωνίστησε καταλυτικά και στην πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου γένους, με την ίδρυση τυπογραφείων, σχολείων και σχολών όπου διδάσκονταν και μεταφράζονταν Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, στην διάδοση της εκπαίδευσης και προαγωγής της παιδείας («έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα», γράφει ο μεγάλος δάσκαλος και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός το 1779).

Μέσα από τα σπλάχνα του Κλήρου αναδείχθηκαν σημαίνοντες εκπρόσωποί του, η επιρροή των οποίων υπήρξε ανεκτίμητη για την ανάπτυξη και διατήρηση της ελληνικής γλώσσας κι ελληνικής συνείδησης.

Τέτοιες μορφές ήταν οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμίν Λέσβιος, Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Άνθιμος Γαζής και Νεόφυτος Βάμβας. Μάλιστα, όταν έγινε γνωστό ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον», ο Γαζής (Λόγιος Ερμής, 1814-15) υπερθεμάτιζε ως εξής:
«Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί!

Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν η οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν». Το δε 1818 ο Λόγιος Ερμής συνεχίζει πιο ενθουσιωδώς: «ο έρως της παιδείας ανάπτει έτι επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς.

Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των […] το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα».

Το 1819 το ίδιο περιοδικό πανηγυρίζει για τον ενθρονισμό (τρίτη φορά) του Γρηγορίου του Ε΄ ο οποίος πεπεισμένος ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», ίδρυσε τυπογραφείο στην Πόλη φροντίζοντας για την ανέγερση ελληνικών σχολείων «καθ’ όλον το γένος». Επίσης το ίδιο έτος (1819) με συνοδική εγκύκλιο εξήρε την καθομιλουμένη διάλεκτο ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους».

Χρειάζεται να δηλωθεί απερίφραστα ότι εξαρχής η Ελληνική Επανάσταση του ’21 είχε, πρωτίστως, θρησκευτικό χαρακτήρα και, δευτερευόντως, εθνοαπελευθερωτικό. Αυτό είναι απολύτως αδιαμφισβήτητο, καθώς η βαθύτατη θρησκευτική πίστη των σκλαβωμένων Ελλήνων προείχε και αποτελούσε βασική προϋπόθεση του Αγώνα για ελευθερία κι εθνική ανεξαρτησία.

«Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», έγραφε στην Προκήρυξη της 24ης Φεβρουαρίου 1821 ο Αλεξανδρος Υψηλάντης.

«Για του Χριστού την πίστη την Αγία / Και της Πατρίδος την Ελευθερία», ήταν το μότο όλων ανεξαιρέτως των συμβαλλομένων του Ξεσηκωμού, όπως το διατράνωνε ο ποιητής και αγωνιστής του 1821 Γεώργιος Κλεάνθης από τη Σάμο.

(«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού / και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, / που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης», επικροτούσε πολύ μετέπειτα και ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης).

Το σύνθημα αυτό (πρώτα η Πίστη και μετά η Πατρίδα και η Ελευθερία της) το είχαν εγκολπωθεί όλοι οι πρωταγωνιστές του Εθνοαπελευθερωτικού Αγώνα του ’21, μαζί με το λαό και την Ιεραρχία πρωτοστατούσα («Σαν μία βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό», υπογραμμίζει ο Σεφέρης).

Διότι Πίστη και Ελευθερία ήταν αλληλένδετα και αδιαίρετα. Άλλωστε, το ένα δεν νοείτο, ούτε μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς το άλλο.

Το βαθύτατα θρησκευτικό και ακλόνητα ελληνορθόδοξο φρόνημα των ραγιάδων Ελλήνων αγωνιστών αντανακλάται σαφέστατα σε όλα τα συντάγματα των Εθνοσυνελεύσεων (στελέχη των οποίων υπήρξαν κληρικοί, όπως ο Βρεσθένης Θεοδώρητος – πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας), τα οποία δηλώνουν κατηγορηματικά ότι οι νόμοι του ελληνικού κράτους θα είναι νόμοι «των χριστιανών ημών [Βυζαντινών] αυτοκρατόρων».

Διότι οι αγωνιστές, αλλά και όλοι οι Έλληνες του ’21 ένιωθαν απόγονοι και συνεχιστές της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Γι’ αυτό και στην προκήρυξή τους (που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της Τεργέστης το 1821) ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο Αθανάσιος Διάκος δήλωναν ότι ο αγώνας τους ήταν «αγώνας για τον Χριστό και για τον Λεωνίδα».

Αλλά και σ’ όλες τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες για την Επανάσταση (απομνημονεύματα των αγωνιστών, διακηρύξεις, συντάγματα, επιστολές και άλλο αρχειακό υλικό) διαπιστώνεται το κοινό αίτημα «να ζήσουν [οι Έλληνες] ως άνθρωποι ‘ς αυτή την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν», όπως δήλωνε κατηγορηματικά ο Μακρυγιάννης.

Διόλου τυχαίο, επίσης, είναι και το γεγονός ότι η 25η Μαρτίου (μείζων θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου) είχε επιλεγεί από τη Φιλική Εταιρεία ήδη από τον Οκτώβρη του ’21 ως ημέρα εξέγερσης στην Πελοπόννησο, όπως μαρτυρείται από διάφορους πρωταγωνιστές της Επανάστασης, όπως π.χ. ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Απ’ αυτή την άποψη η Ελληνική Επανάσταση ήταν, ως ένα μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της γενικότερης συμβολής του Κλήρου, όπως σημειώνει ο Φωτάκος (πρώτος υπασπιστής και γραμματικός του Κολοκοτρώνη και μια απ’ τις πρωτογενείς πηγές της Επανάστασης):

«[…] πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς· αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. […] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ό,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει […] και […] είπαν πολλά εναντίον του». Και συνεχίζει:

«Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως […], διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Έθνος των δια να επαναστατήση, ν’ αλλάξη τον δεσπότην της δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων […], ότι άνευ τούτων δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρξωμεν.

Εσυμβούλευσε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως, και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Έθνους.

Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι ιδίων εξόδων και θυσιών, αλλά και με τα ίδια του χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος μαζύ με τους στρατιώτας, και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν δια να ενισχύση τον στρατόν του».

Τούτων δοθέντων, είναι ανυπόστατο το επιχείρημα κάποιων μαρξιστών Ελλήνων ιστοριογράφων (όπως των Γιάννη Κορδάτου, Γιώργου Βαλέτα, Γιάννη Σκαρίμπα, κ.ά.) ότι ο ανώτερος ελληνορθόδοξος κλήρος… απουσίαζε από τον Αγώνα του ’21, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί του ήταν ενάντιοι.

Ακόμη και Οθωμανοί ιστορικοί (Ελλήνων και Φιλελλήνων μη εξαιρουμένων) επιβεβαιώνουν ότι ολόκληρος ο ελληνορθόδοξος κλήρος (ανώτερος και κατώτερος), εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ανταποκρίθηκε σύσσωμος στο κάλεσμα του Εθνικού Αγώνα – πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Φωτάκος επισημαίνοντας:

«Ούτως δε ενεργείτο η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια [δηλ. καταλύματα], τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν».

Κορυφαία δείγματα θυσιών δια μαρτυρικού θανάτου είναι ο απαγχονισμός των Εθνομαρτύρων Πατριαρχών Γρηγορίου του Ε΄ και Κυρίλλου του ΣΤ΄ απ’ την Αδριανούπολη (ο πρώτος καταδικαστείς «ως συνένοχος και κύριος υποκινητής της συνωμοσίας» για την εξέγερση των Ελλήνων).

Και, βέβαια, επισκόπων όπως ο Σαλώνων Ησαΐας (ο οποίος θυσιάστηκε στην Αλαμάνα κηρύσσοντας την Επανάσταση), ο Ρωγών Ιωσήφ (βοηθός του μητροπολίτη Άρτας Πορφυρίου,ο οποίος θυσιάστηκε κατά την ιστορική Έξοδο του Μεσολογγίου ανατινάζοντας τον Ανεμόμυλο, αφού επί ένα χρόνο εμψύχωνε τους πολιορκημένους κοινωνώντας τους τα άχραντα μυστήρια), ο Μεθώνης Γρηγόριος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (ο οποίος όχι μόνο ευλόγησε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα και στην Πάτρα, αλλά ήταν ο πρώτος που κρέμασε ο ίδιος το σπαθί κι εμψύχωσε τους πολεμιστές ψάλλοντας το «Αναστήτωσαν οι Έλληνες»), ο Έλους Άνθιμος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ανδρούτσης Ιωσήφ, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, και άλλοι. Χωρίς να ξεχνάμε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο Παγκώστα (ο οποίος μετέβη στην Πάτμο προκειμένου να υψώσει κι αυτός το λάβαρο του Αγώνα για την ελευθερία.

Δεν ήσαν λίγοι απ’ τον κατώτερο κλήρο (όπως λ.χ. ο Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και ο μοναχός Αθανάσιος Διάκος – για ν’ αναφέρω τους γνωστότερους), αλλά και κάποιοι ιεράρχες οι οποίοι ζώθηκαν τα όπλα και τη στρατιωτική στολή και πολέμησαν ηρωικά σε διάφορα πεδία στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως π.χ. ο Έλους Άνθιμος, ο Παροναξίας Ιερόθεος και ο Αρδαμαρίων Ιγνάτιος.

Ο τελευταίος μάλιστα διέθετε στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε με δικά του έξοδα.

Αλλά και ο κατώτερος κλήρος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι 70 μοναχοί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, για παράδειγμα, ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, πολεμώντας τον Ιμπραήμ και τον Δράμαλη με αρχηγό τον Προηγούμενό τους.

Όπως επισημαίνει ο Φωτάκος, «[…] ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον», ενώ τα καντήλια, αργυρά σκεύη και αφιερώματα δόθηκαν «εις πληρωμήν του ελληνικού στόλου».

Από τον Σαμουήλ στο Κούγκι ώς το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, τα μοναστήρια στάθηκαν «προπύργια της επανάστασής μας», όπως μαρτυρεί ο Μακρυγιάννης, φρούρια και ορμητήρια, κέντρα εφοδιασμού και χώροι περίθαλψης τραυματιών και προσφύγων.

Η συμβολή του Κλήρου λοιπόν υπήρξε πολυδιάστατη και καταλυτική, καθώς τα μέλη του δραστηριοποιούνταν ποικιλοτρόπως στις ανάγκες της επανάστασης, είτε ως απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας και κατηχητές του λαού, είτε ως διαμεσολαβητές στις φιλονικίες των καπεταναίων, είτε με οποινδήποτε άλλο τρόπο μπορούσαν.

Αλλά και η πολιτική συμβολή του Κλήρου στην Εθνεγερσία υπήρξε ανυπολόγιστη, καθώς ιεράρχες όπως ο Ταλαντίου, και αργότερα Αθηνών Νεόφυτος (Μεταξάς), αν και με ταπεινό ξεκίνημα από την Αλαμάνα αξιώθηκε να γίνει ο πρώτος πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου και Αρχιεπίσκος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Γι’ αυτό και ο Ιάκωβος Ρίζος [Νερουλός] – υπουργός των εκκλησιαστικών – γράφει το 1832: «Ποσάκις καθ’ όλον το διάστημα του ιερού αγώνος το ελληνικόν ιερατείον έδωκε δείγματα ηρωικού Χριστιανισμού!».

Όλα τα προαναφερθέντα πραγματολογικά στοιχεία και οι μαρτυρίες καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Ελληνορθόδοξος Κλήρος όχι μόνο πρωταγωνίστησε αλλά και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Ξεσηκωμό του 1821, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο ιστορικός ερευνητής Πέτρος Γεωργαντζής με τα εξής στοιχεία:

Σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στη φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάστηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις».

Εν κατακλείδι: Ο ανωτέρω ιστορικός ερευνητής εκτιμά ότι η συνεισφορά των αρχιερέων πρέπει να θεωρείται ως ισότιμη και ισοβαρής με την αντίστοιχη των γνωστών και μεγάλων οπλαρχηγών της Παλιγγενεσίας.

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα: Ιστορία των Ελλήνων από την Άλωση ώς το ’21», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2010.
-Κωνσταντίνος Σάθας, «Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας 1453-1685» (τ. Α΄ και Β΄), εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2020.
-Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «Απομνημονεύματα», εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, 2009.
Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης», «Δοκιμές» (Α΄ τόμος), εκδ. Ίκαρος (Γ΄ έκδοση), Αθήνα 1974, σσ.228-263.
-Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος), «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. Λαβύρινθος, Αθήνα, 2019.
-Γιάννης Κορδάτος, «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», εκδ. Συλλογή, Αθήνα, 2008.
Γ. Βαλέτας, «Το προδομένο Εικοσιένα» (2η έκδοση), εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1979.
-Γιάννη Σκαρίμπα, «Το ’21 και η αλήθεια», εκδ. Κάκτος, Αθήνα, τόμος Α΄ (1975), τόμος Β΄ (1975), τόμος Γ΄ (1977).
«Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα: Εισαγωγή Ι. Βλαχογιάννη», εκδ. Γαλαξία (Τρίτη Έκδοσις), Αθήνα, 1971.
-Πέτρος Γεωργαντζής, «Η Εκκλησία κατά το 1821», ιδιωτική έκδοση, Ξάνθη, Α΄ τόμος (2002), Β΄ τόμος (2003).
-«Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως», Εν Αθήναις, 1888.
-Δ.Σ. Μπαλάνος, «Αι υπέρ του Έθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.