Με αφορμή τους εορτασμούς για την 200ή επέτειο από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής, Δημήτρης Μπάσης, βρίσκεται στην Αυστραλία για μια σειρά συναυλιών, με τις οποίες θα τιμηθούν τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, με τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Βασίοη Τσιτσάνη και Σταύρου Ξαρχάκου.

Ο Δημήτρης Μπάσης μίλησε με χαρά στον «Νέο Κόσμο» για τις επερχόμενες έξι συναυλίες στην Αυστραλία, για την πανδημία, για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού αλλά και για τα συναισθήματά του απέναντι στους Έλληνες της Αυστραλίας.

Πώς είναι για σας η εμπειρία της καραντίνας;

Αυτό που βιώνω εδώ, την υποχρεωτική καραντίνα ως νόμο της Αυστραλίας για κάθε επισκέπτη που έρχεται από το εξωτερικό, είναι μια διαφορετική καραντίνα από αυτήν που βιώνουμε εμείς εδώ και έναν χρόνο, με κάποια διαλείμματα, στην Ελλάδα.

Είναι τελείως διαφορετικό το να είσαι σε καραντίνα στο σπίτι σου, με την οικογένειά σου, τα παιδιά σου, στον προσωπικό σου χώρο, από το να είσαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο.

Πέρα από τον εγκλεισμό, που είναι και το πιο άσχημο, η καραντίνα έχει και τα θετικά της. Αυτό το δεκαήμερο εδώ στην Αυστραλία, είχα πολύ χρόνο να μιλήσω μέσω βιντεοκλήσεων με πολλούς φίλους με τους οποίους είχα πολύ καιρό να μιλήσω. Βρήκα χρόνο να ακούσω μουσική, βρήκα χρόνο να κάνω ένα «restart».

Είναι όλα στο μυαλό μας. Μπορείς να κάνεις πράγματα και να περάσει ο χρόνος. Μίλησα με την μπάντα μου εδώ στην Αυστραλία για τις πρόβες που μας περιμένουν, για διάφορα μουσικά θέματα που έπρεπε να λύσουμε… Κάπως έτσι πέρναει ο καιρός στην καραντίνα εδώ στο Σίδνεϊ.

Ποιες επιπτώσεις πιστεύετε ότι θα φέρει στη ζωή μας η πανδημία που βιώνουμε;

Είναι λίγο αχαρτογράφητα τα νερά. Σίγουρα, η πανδημία θα φέρει μια δύσκολη επανεκκίνηση στην παγκόσμια οικονομία.

Σίγουρα, θα φέρει αλλαγές στον τρόπο εργασίας. Η τηλεργασία και η δουλειά από το σπίτι νομίζω ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό, θα μείνει, για κάποιες εταιρίες.

Δεν ξέρω πώς θα είναι η συμπεριφορά του κόσμου μετά από τόσο εγκλεισμό. Ανησυχώ για τις επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά, γιατί έχω δύο παιδιά, τα οποία είναι κλεισμένα εδώ και έναν χρόνο κάνοντας τηλεκπαίδευση.

Τα παιδιά είναι γεμάτα ενέργεια, έχουν αποκοπεί από τους φίλους τους, έχουν αποκοπεί από το φυσικό τους περιβάλλον που είναι η εκπαίδευση δια ζώσης.

Εύχομαι να ξεπεραστεί γρήγορα αυτό το πράγμα. Αυτή είναι η ανησυχία μου και πιστεύω ότι σιγά σιγά, αν ξεπεραστεί και η οικονομική κρίση, θα επανέλθουμε. Πιστεύω ότι θα χρειαστεί έναν χρόνο ακόμα.

Φώτο: Supplied

Πώς βιώνει ο καλλιτεχνικός κόσμος στην Ελλάδα την υπάρχουσα κατάσταση;

Ο κόσμος του θεάματος και του πολιτισμού έχει πληγεί από αυτήν την πανδημία περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο σε οικονομικό επίπεδο.

Είναι πολύ δύσκολα, διότι οι καλλιτέχνες βιοπορίζονται από αυτήν την δουλειά.

Δεν υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που να δείχνει ότι θα ανοίξει άμεσα ο κόσμος του πολιτισμού ή αν ανοίξει, θα ανοίξει με πολλούς περιορισμούς. Αυτό μας στεναχωρεί.

Ο καλλιτέχνης είναι δημιουργικός όταν η ψυχολογία του είναι σε καλή κατάσταση. Η αρχή της καραντίνας ήταν δημιουργική για όλους μας. Καθήσαμε στα σπίτια μας, γράψαμε τραγούδια, εμπνευστήκαμε, κανάμε τους προγραμματισμούς μας χωρίς να ξέρουμε την διάρκεια αυτής της κατάστασης.

Τώρα, όμως, που έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος, έχει πληγεί πάρα πολύ ο κλάδος μας. Ο κλάδος αυτός αριθμεί περίπου 120.000 άτομα (μουσικούς, τραγουδιστές, τεχνικούς, ηθοποιούς, φροντιστές, σκηνογράφους, χορογράφους). Το θέαμα είναι ένας πολύ μεγάλος κλάδος και θέλει στήριξη.

Όχι μόνον οι τραγουδιστές, αλλά ακόμη περισσότερο τα άτομα που είναι πίσω από τη σκηνή ή πίσω από έναν καλλιτέχνη, τα οποία είναι άτομα που βιοπορίζονται με δυσκολία αυτήν την περίοδο.

Για άλλη μια φορά, έχουμε την τύχη να σας φιλοξενούμε στην Αυστραλία. Ποια είναι τα συναισθήματά σας, ιδιαίτερα αυτή τη φορά όπου οι Έλληνες γιορτάζουμε αυτήν την τόσο σημαντική επέτειο;

Είναι μια επετειακή χρονιά για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.

Το να σε έχει επιλέξει η ελληνική κοινότητα να κάνεις συναυλίες σε όλη την Αυστραλία, αφιερωμένες σε ένα τόσο μεγάλο γεγονός είναι για μένα πολύ μεγάλη τιμή.

Πραγματικά, ευχαριστώ. Είναι κάτι που το δουλεύουμε έναν χρόνο. Οι συναυλίες που θα παρουσιάσουμε είναι συναυλίες με μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, παίζοντας έργα των Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκοτ και Τσιτσάνη, υπό την διεύθυνση του George Ellis.

Είναι εντυπωσιακό το να αποδίδονται τραγούδια του Τσιτσάνη από μια συμφωνική ορχήστρα, όπως και του Ξαρχάκου, του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκι.

Αν και έχουμε ακούσει τραγούδια του Θεοδωράκη, για παράδειγμα, να παίζονται από μεγάλες ορχήστρες, πιο λαϊκά έργα όπως του Τσιτσάνη δεν συνηθίζεται να παίζονται από μεγάλες ορχήστρες αλλά εκεί νομίζω φαίνεται και το μεγαλείο της μουσικής που έγραψαν αυτοί οι μεγάλοι δημιουργοί.

Αυτοί οι τέσσερις συνθέτες επιλέχθηκαν γιατί θεωρώ ότι είναι οι κολώνες του ελληνικού τραγουδιού. Είναι οι συνθέτες που διαμόρφωσαν την ελληνική μουσική σκηνή στην νεότερη Ελλάδα. Νομίζω ότι θα είναι κάτι πολύ εντυπωσιακό, κάτι το οποίο θα μείνει στους θεατές που θα παρευρεθούν.

Πόσο οξύμωρο πιστεύετε ότι είναι το σχήμα όπου, από τη μια, γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση, δηλαδή στην ουσία την κατάκτηση της ελευθερίας μας, και, από την άλλη, αυτή τη στιγμή οι Έλληνες στην Ελλάδα στερούνται την ελευθερία;

Υπό αυτήν την έννοια, ναι, είναι ένα σχήμα οξύμωρο. Γιορτάζουμε την ελευθερία μας, την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και από την άλλη, στερούμαστε την ελευθερία, έτσι όπως την εννοείτε με την ερώτηση. Όλο αυτό, βέβαια, είναι συγκυριακό.

Ποιος περίμενε ότι θα γιορτάζουμε τα 200 χρόνια και θα μας τύχαινε αυτή η πανδημία;

Ο εγκλεισμός λόγω πανδημίας είναι αναγκαστικός και πρέπει να γίνει. Το ότι βιώσαμε 400 χρόνια σκλαβωμένοι ήταν κάτι τελείως διαφορετικό.

Εγώ βλέπω την επέτειο ως μια μεγάλη γιορτή και ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας καταφέρνουμε να γιορτάσουμε αυτήν την μεγάλη γιορτή. Θα ήθελα να συγχαρώ τις ελληνικές κοινότητες της Αυστραλίας.

Καμαρώσαμε σαν Έλληνες όταν είδαμε την ελληνική σημαία να κυματίζει ψηφιακά επάνω στην όπερα του Σίδνει. Αυτό δείχνει ότι οι Έλληνες της Αυστραλίας κάνουν τα πάντα για να ακούγεται η φωνή της Ελλάδος σε μια μακρινή γωνιά του πλανήτη.

Απ’ ό,τι γνωρίζω, είστε κι εσείς παιδί μεταναστών. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για σας το να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας και να φτάσετε σε σημείο να ερμηνεύετε έργα τόσο μεγάλων συνθετών;

Είναι δύσκολο τα όνειρά σου να γίνουν πραγματικότητα, αλλά όταν κάτι το θες πάρα πολύ και όταν δουλέψεις συστηματικά, νομίζω ότι στο τέλος θα πετύχεις.

Εγώ, ως παιδί μεταναστών, γεννημένος στην Γερμανία από Έλληνες γονείς μετανάστες, μεγάλωσα ακούγοντας πολύ την ελληνική μουσική, γιατί οι γονείς μου ως μετανάστες άκουγαν τα τραγούδια της ξενιτιάς: του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, όλα αυτά τα λαικά τραγούδια της εποχής τους.

Οπότε, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον ακούγοντας πολύ λαικό τραγούδι και έτσι αγάπησα την μουσική και το τραγούδι.

Στην εφηβεία μου, όταν άρχισα να ανακαλύπτω την μουσική, τους συνθέτες και τους τραγουδιστές, άρχισε να ξυπνά μέσα μου η επιθυμία του να θέλω να ασχοληθώ με την μουσική και το τραγούδι.

Κατέληξα πολύ νωρίς (στα 18 μου) να αποφασίσω ότι αυτό που θέλω να κάνω είναι να γίνω τραγουδιστής.

Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έρθει η στιγμή που θα γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη και θα κάνω μαζί του δύο δίσκους, δεν πίστευα ποτέ ότι ο Νικολόπουλος θα μου γράψει τις πρώτες μου επιτυχίες, όπως δεν πίστευα ποτέ ότι θα είμαι επί σκηνής με τον Γιώργο Νταλάρα, την Χάρις Αλεξίου, τον Δημήτρη Μητροπάνο, την Άλκηστις Πρωτοψάλτη, την Γλυκερία, την Ελένη Βιτάλη. Έχω συνεργαστεί με σχεδόν όλους τους σπουδαίους του χώρου.

Αν με ρωτούσε κάποιος στα 18 μου αν θα πίστευα ότι θα γίνει αυτό θα έλεγα όχι. Είχα όμως μέσα μου μια πολύ μεγάλη θέληση να προχωρήσω σε αυτό που αγαπώ, που είναι η μουσική και το τραγούδι.

Μια συνεργασία που αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο ήταν αυτή που κάνατε με τον Γιάννη Κότσιρα και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ποιες συνεργασίες σας, σας έχουν μείνει αξέχαστες;

Η συγκεκριμένη συνεργασία είναι μία από τις σημαντικότερες που έχω κάνει και ήταν και η τελευταία με τον Μητροπάνο πριν φύγει.

Όλες οι συνεργασίες είναι σημαντικές. Όταν το ’98 συνεργάστηκα με την Χάρη Αλεξίου, κάθε βράδυ όταν τελείωνε το πρόγραμμα, δεν το πίστευα ότι μοιράζομαι την σκηνή με την Χαρούλα, γιατί είναι μια τραγουδίστρια που μελέτησα πάρα πολύ από μικρός και την θαύμαζα και κάποια στιγμή καταλήξαμε να ήμαστε μαζί επί σκηνής.

Το αφιέρωμα που είχα κάνει μαζί με τον Μητροπάνο και τον Αδαμαντίδη για το ζειμπέκικο ήταν επίσης μια χρονιά που όλες οι εμφανίσεις ήταν sold out. Έχω ζήσει δυνατές στιγμές σε αυτόν τον χώρο.

Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού. Πιστεύετε ότι υπάρχουν επάξιοι συνεχιστές μεγάλων δημιουργών, όπως ο Θεοδωράκης, Ξαρχάκος κ.ά;

Δεν ξέρω αν θα ξαναβγούν τέτοιοι δημιουργοί σαν τον Θεοδωράκη, τον Χατζηδάκι, τον Ξαρχάκο, τον Τσιτσάνη (αναφέρομαι σε αυτούς που θα τιμήσουμε στις συναυλίες).

Ξέρω, όμως, ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν βάλει τις βάσεις για να δώσουν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας στους συνεχιστές.

Ο χρόνος θα αξιολογήσει και θα κρίνει αν θα υπάρξει ένας επόμενος Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης. Ποτέ δεν ξέρεις.

Θεωρώ όμως ότι υπάρχει συνέχεια. Υπάρχουν καλές φωνές που βγαίνουν και καινούρια τραγούδια που γράφονται και υπάρχουν βεβαίως και οι ρίζες μας που είναι όλοι αυτοί οι δημιουργοί και το παραδοσιακό τραγούδι.

Όλα αυτά μαζί κάνουν το ελληνικό τραγούδι να είναι αθάνατο, ιδιαίτερα το λαικό τραγούδι.

Το κάνουν να συνεχίζει και να είναι προσαρμωσμένο σε νέα πράγματα, έτσι όπως το θέλει η νεότερη γενιά, γιατί το λαικό τραγούδι αλλιώς γραφόταν την δεκαετία του ’50 και αλλιώς γράφεται τώρα.

Έχετε ένα μήνυμα για τους Έλληνες της Αυστραλίας;

Έχω την ευτυχία με αυτήν την δουλειά να έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Από την Νέα Ζηλανδία μέχρι την Βραζιλία, την Αργεντινή, πάντοτε τραγουδώντας σε ελληνικό κοινό, γιατί η Ελλάδα τελικά είναι πολύ μεγάλη.

Όπου υπάρχει ελληνισμός, υπάρχει και μια μικρή Ελλάδα. Πουθενά δεν συγκινούμαι, και το λέω με ειλικρίνεια, όσο συγκινούμαι όταν τραγουδώ για τους Έλληνες της Αυστραλίας.

Ο ελληνισμός εδώ μου δείχνει ότι θα αντέξει και για τα επόμενα 200 χρόνια. Οι ελληνικές κοινότητες είναι πολύ δυνατές. Έχουν κρατήσει το ελληνικό στοιχείο, τα ήθη και τα έθιμά μας πολύ δυνατά. Είχα επισκεφθεί σχολεία στην Μελβούρνη και πραγματικά συγκινήθηκα.

Ένιωσα ότι είμαι στην Ελλάδα και αυτό το κουβαλάω πάντα μέσα μου όταν γυρίζω πίσω. Όταν με ρωτούν για το πώς πέρασα στην Αυστραλία, προτιμώ να λέω για τις εμπειρίες που είχα εκτός σκηνής.

Αυτό που εισπράττω από τους έλληνες με συγκινεί πάρα πολύ. Το μήνυμά μου προς τους Έλληνες της Αυστραλίας είναι να κρατήσουν αυτό το πάθος για την Ελλάδα.

Για πολλές δεκαετίες ακόμα θα χτυπάει η καρδιά της Ελλάδος εδώ δυνατά. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν είναι τόσο έντονο το ελληνικό στοιχείο, όχι από άποψη πληθυσμού, αλλά σε σχέση με το πάθος που έχουν οι Έλληνες για την πατρίδα, απ’ ό,τι είναι εδώ.