Το έναυσμα για το άρθρο αυτό δόθηκε από μία πρόσφατη συζήτηση που είχαμε μεταξύ μας σχετικά με τις επιπτώσεις των μηδενικών, αν όχι αρνητικών, επιτοκίων στην οικονομική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη δυνατότητα των ασφαλιστικών ταμείων να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των συ-νταξιούχων.

Τα ζητήματα που τίθενται είναι πολλά, πολύπλοκα, και ξεπερνούν τα περιορισμένα όρια του παρόντος.

Για παράδειγμα, ως οικονομολόγοι γνωρίζουμε με σχετική βεβαιότητα ότι, ότι όταν τα επιτόκια κινούνται στη γειτονιά του μηδενός, η νομισματική πολιτική παύει να είναι αποτελεσματική, οπότε όλο το βάρος της ρύθμισης της συνολικής ζήτησης πέφτει επί της δημοσιονομικής πολιτικής.

Αλλά με την αλόγιστη υπερχρέωση στην οποία προχώρησαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατά την μεταπολίτευση καθώς και τα μνημόνια που ακολούθησαν, τα περιθώρια άσκησης προνοιακής συ-νταξιοδοτικής πολιτικής είναι ανύπαρκτα, ενώ παράλληλα το βάρος του δυσθεώρητου χρέους φρενάρει την οποιαδήποτε αισιοδοξία για διέξοδο τα πολλά προσεχή χρόνια από την στενωπό στην οποία έχουμε περιέλθει, παρά τις προσδοκίες για πακτωλό ενισχύσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συνεπώς, χρειάζονται ρηξικέλευθες λύσεις και διάθεση από όλους για αλλαγές με βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Αυτό λοιπόν που θέλουμε να κάνουμε εδώ είναι να εξηγήσουμε γιατί και πως με μηδενικά επιτόκια τα συνταξιοδοτικά ταμεία στην Αυστραλία δημιουργούν για τους ασφαλισμένους τους αποδόσεις οι οποίες θεωρούνται διεθνώς εξωπραγματικές.

Το 1987, επί Εργατικής κυβερνήσεως, δόθηκαν στην Αυστραλία φορολογικά κίνητρα στους πολίτες να γίνουν υπεύθυνοι για την συνταξιοδότησή τους.

Αυτή η επιλογή κρίθηκε ως καλύτερη γιατί τα ιδιωτικά ταμεία συνταξιοδότησης που ήδη λειτουργούσαν είχαν σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις από τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι μπορούσαν και επένδυαν τις αποταμιεύσεις των πολιτών σε χρηματοοικονομικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία υψηλότερων μεν αλλά επιλεγόμενων κινδύνων.

(1) Σε μία χώρα με υψηλή οικονομολογική νοημοσύνη, η επιλογή αυτή έγινε αποδεκτή και επικράτησε πέρα από τον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων σε συνάρτηση, πρώτον, με την παροχή εγγυήσεων προστασίας για τούς οικονομικά αδύναμους πολίτες, και, δεύτερον, με αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις για την διαχείριση των ασφαλιστικών εισφορών εκ μέρους των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων.

Από την μεγάλη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση του 2009 μέχρι τα τελευταία χρόνια της πανδημίας, τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία όχι μόνο λειτούργησαν εξαιρετικά αποδοτικά για τους ασφαλισμένους τους, αλλά απορρόφησαν επίσης σημαντικούς κραδασμούς σε επίπεδο οικονομίας, και συνάμα βοήθησαν τη δημοσιονομική πολιτική, δίνοντας στους ασφαλισμένους τους την ευχέρεια να διαχειρίζονται πιο ευέλικτα κατά τις ανάγκες τους τις ασφαλιστικές τους αποταμιεύσεις.

Για του λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, και ενόψει της σχεδιαζόμενης νομοθετικής μεταρρύθμισης στην επικουρική ασφάλιση, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε προσαρμογή του εν λόγω συνταξιοδοτικού προτύπου στην Ελλάδα, θα αποτελούσε την καλύτερη δυνατή τομή στο γόρδιο δεσμό του ισχύοντος μη διατηρήσιμου συστήματος.

ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ

Οι άνθρωποι παντού και πάντα ξεκινούν τη ζωή με υψηλούς στόχους για «επιτυχία».

Τι σημαίνει ατομική και κοινωνική επιτυχία είναι έννοιες σχετικές. Αλλάζουν με τη χώρα, την εποχή, την κουλτούρα και άλλες παραμέτρους.

Στα χρόνια μας, στις ελεύθερες δημοκρατικές πολιτείες, οι περισσότεροι καταφέρνουν να ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους.

Όμως, κάποιοι, για λόγους που έχουν αναλυθεί, αλλά δεν είναι του παρόντος, φθάνουν στην προχωρημένη τρίτη ηλικία, έχοντας μείνει πίσω στην κλίμακα των απαραίτητων υλικών μέσων για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτούς τους πολίτες το συνταξιοδοτικό σύστημα της Αυστραλίας τους θεωρεί «αδύναμους» και καλύπτει συνταξιοδοτικά κάτω από τους ακόλουθους κύριους όρους και προϋποθέσεις:

1. Σύνταξη παρέχεται στο 67ο έτος της ηλικίας του πολίτη.

2. Για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2020 μέχρι 30 Ιουνίου 2021, σύνταξη δικαιούται ο πολίτης ο οποίος, πέρα από την κατοικία του οποιασδήποτε αξίας, έχει στην κατοχή του αλλά περιουσιακά στοιχεία (εξοχική κατοικία, τραπεζικές καταθέσεις, κλπ.) αξίας μικρότερης των 268.000 δολαρίων, εάν είναι μόνος του, ή 401.500 δολαρίων, εάν πρόκειται για ζευγάρι. Για τους πολίτες χωρίς κατοικία, τα όρια είναι 482.500 και 616.000 δολάρια αντίστοιχα.

3. Οι συνταξιούχοι μπορούν να εργάζονται. Για κάθε δολάριο που κερδίζει ο συνταξιούχος από την εργασία του πάνω από 178 δολάρια ανά δεκαπενθήμερο, η 316 δολάρια αν πρόκειται για ζευγάρι, η σύνταξη μειώνεται κατά ήμισυ δολάριο.

4. Τα ποσά των συντάξεων που ισχύουν για το τρέχον έτος είναι 858.30 δολάρια ανά δεκαπενθήμερο, εάν πρόκειται για άτομο, η 1309.00 δολάρια για ζευγάρι.

5. Οι συντάξεις είναι αφορολόγητες.

Η κάλυψη που παρέχεται από το δημόσιο στα πλαίσια των εν λόγω ρυθμίσεων είναι προσδιορισμένη έτσι ώστε, να είναι μεν επαρκής για αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά ταυτόχρονα και χαμηλή για να δημιουργεί σημαντικά κίνητρα στους πολίτες να προσπαθούν στην ζωή τους να αποφύγουν την ανάγκη να συνταξιοδοτηθούν από το δημόσιο.

Εξαιτίας της αποτελεσματικότητας με την οποία λειτουργούν αυτά τα κίνητρα, το ποσοστό των συνταξιοδοτούμενων από το δημόσιο συνεχίζει να μειώνεται καθώς όλο και περισσότεροι προσφεύγουν στην ιδιωτική συνταξιοδότηση, συσσωρεύοντας και διαχει-ριζόμενοι οι ίδιοι αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ

Από πολλά χρόνια, λίγοι οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Michal Kalecki στην συμβολή του για τις προϋποθέσεις πλήρους απασχόλησης, πρόβλεπαν ότι θα ερχόταν κάποια εποχή στις ελεύθερες οικονομίες της αγοράς όπου τα επιτόκια θα γίνονταν μηδενικά ή και αρνητικά.

Σήμερα ζούμε σ’ αυτήν την εποχή. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αν οι ηγεσίες σ’ αυτές τις χώρες είχαν ανταποκριθεί στις ευθύνες τους και είχαν προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές.

Αυτή η διαπίστωση ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, όπου μετά από μια θεαματική περίοδο κεντρικά προωθούμενης οικονομικής ανάπτυξης μεταπολεμικά, η χώρα κατάφερε να πτωχεύσει το 2009 και να βρίσκεται σήμερα σε δεινή οικονομική κατάσταση εν μέσω πανδημίας.

Παρά τις πιο πρόσφατες απογοητευτικές εμπειρίες, ίσως οι Ελλαδίτες μπορούμε να μάθουμε από την Αυστραλία, η οποία είναι η πρωτεύουσα της ελληνικής Διασποράς.

Το ελπίζουμε γιατί το συνταξιοδοτικό πρότυπο που εφαρμόζει η Αυστραλία από το 1987 προσφέρει αποτελεσματική διέξοδο στο κομβικό ζήτημα του συνταξιοδοτικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, δεδομένης και της προϊούσας γήρανσης του πληθυσμού.

Στην Αυστραλία σήμερα οι πολίτες έχουν και διαχειρίζονται με την βοήθεια ανταγωνιζόμενων ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων 2.9 τρισεκατομμύρια δολάρια, πέραν των καταθέσεων που διαθέτουν στις τράπεζες.

Είναι δε η διαχείριση τόσο επιτυχημένη, ώστε οι πολίτες εν μέσω χαμηλότατων, σχεδόν μηδενικών παγκόσμιων επιτοκίων, επιτυγχάνουν για τα ασφαλιστικά τους κεφάλαια αποδόσεις οι οποίες θεωρούνται εξωπραγματικές αφού κυμαίνονται γύρω στο 5%.

Οι πολίτες έχουν σίγουρα υψηλή οικονομολογική νοημοσύνη και προπάντων διάθεση να διαχειρίζονται οι ίδιοι τις ασφαλιστικές τους αποταμιεύσεις.

Αλλά παράλληλα, βοηθούνται σημαντικά να επιτύχουν από το αυτοδιαχειριστικό συνταξιοδοτικό σύστημα που έχει υιοθετηθεί και εποπτεύεται από την πολιτεία. Ας δούμε σύντομα τις βασικές ρυθμίσεις του:

1. Το δικαίωμα στην ιδιωτική σύνταξη μπορεί να ασκηθεί από τους πολίτες αρχής γενομένης από το 60ο έτος της ηλικίας.

2. Οι εργοδότες συνεισφέρουν ως ελάχιστο 9.5 % των μικτών αποδοχών του εργαζομένου στο συνταξιοδοτικό ταμείο της επιλογής του. (Από τον Ιούλιο του 2021 οι εργοδοτικές εισφορές προβλέπεται ότι θα αρχίσουν να ανέρχονται μέχρι να φθάσουν 12% το 2025).

3. Οι εργοδοτικές εισφορές και οι οικειοθελείς αποταμιεύσεις των πολιτών μέσω των συνταξιοδοτικών ασφαλιστικών ταμείων φορολογούνται με 15 % μέχρι του συνολικού ποσού των 25.000 δολαρίων ετησίως.

(Παράδειγμα: Εάν ο μισθός ενός εργαζομένου μέσα στο έτος είναι 100.000 δολάρια και ο εργοδότης συνεισφέρει 9.500, τότε ο εργαζόμενος, εάν το επιθυμεί, μπορεί να συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό του κεφάλαιο με τον ευνοϊκό φορολογικό συντε-λεστή μέχρι 15.500 δολάρια.

Εάν ο εργοδότης του συνεισφέρει περισσότερα, τότε η συνεισφορά του εργαζόμενου με την προνομιακή φορολογική κλίμακα είναι τέτοια ώστε το συνολικό ποσό να μην υπερβαίνει τα 25.000 δολάρια.

4. Οι συντάξεις που παρέχονται από τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία είναι αφορολόγητες, αλλά μόνο για μέγιστο συσσωρευμένο κεφάλαιο 1.6 εκατ. δολάρια ανά συνταξιοδοτούμενο.

(Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τα κέρδη των ασφαλιστικών συνταξιοδοτικών ταμείων από τα οποία παρέχονται οι ιδιωτικέ συντάξεις φορολογούνται με ένα αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή γύρω στο 7%).

Όπως έδειξε πρόσφατη διεθνής έρευνα (Βλ. https://www.afr.com/wealth/superannuation/these-are-the-world-s-best-and-worst-pension-systems-20191021-p532ks), το συνταξιοδοτικό σύστημα που περιγράψαμε πιο πάνω είναι ένα από τα καλύτερα στον κόσμο.

Μεταφέρει στους πολίτες την ευθύ-νη να σχεδιάσουν το συνταξιοδοτικό τους μέλλον. Να διαχειριστούν οι ίδιοι τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου.

Και το δημόσιο, ενώ από την μια μεριά βοηθάει τους πολίτες να επιτύχουν τα σχέδιά τους, παρέχοντας ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον, από την άλλη παρέχει ένα δίκτυο ασφαλείας σε όσους πολίτες για οποιουσδήποτε λόγους αποτύχουν.

Επιπλέον, θέλουμε να τονίσουμε, ότι ενώ η πολιτεία από καιρού σε καιρό επιφέρει οριακές βελτιωτικές αλλαγές στο σύστημα, έχει παραμείνει απαρέγκλιτα δεσμευμένη σ’ αυτό, γιατί εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών και έτσι πρέπει να συμβαίνει στις ουσιαστικές δημοκρατίες.

*Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

**Τέως Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτώρια της Αυστραλίας.

1. Για τους πολίτες πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η ανάθεση της διαχείρισης των ασφαλιστικών τους εισφορών στο δημόσιο δεν είναι με κανένα τρόπο απαλλαγμένη των επενδυτικών κινδύνων.