Στο Alphington Grammar η παρουσίαστη του βιβλίου: «Ίμβρος και Τένεδος, το Εκκρεμές ενός Διαφυλετικού Δράματος»

Την Παρασκευή, 28 Μαΐου στις 6.30μμ, στην αίθουσα «Νίκος Ανδριανάκος» του Ημερήσιου Σχολείου μας Alphington Grammar, θα παρουσιαστεί από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Παναγιώτη Γκογκίδη, το νέο βιβλίο του Καθηγητή Αναστασίου Τάμη που εκδίδεται από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών (ΑΙΜΣ), μέσα στα πλαίσια των Εορτασμών των 200 Χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.

Την εκδήλωση αυτή συνδιοργανώνουν το ΑΙΜΣ, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Ελληνικών Ερευνών, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας, η Κυπριακή Κοινότητα Μελβούρνης, ο Σύλλογος Ιμβρίων, ο Σύλλογος Λημνίων, η Επιτροπή Εορτασμών των Διακοσίων Χρόνων από την Εθνεγερσία, και η Ομοσπονδία Αρκάδων.

Το νέο βιβλίο με τίτλο «Ίμβρος και Τένεδος, το Εκκρεμές ενός Διαφυλετικού Δράματος» αναφέρεται στην περίοδο 1912-2020 μέσα από τα αρχεία που συνέλεξε και ταξινόμησε ο ιστοριοδίφης και λόγιος Ίμβριος Παναγιώτης Καλαϊτζής.

Στο περιεχόμενο του βιβλίου, αφού δίδεται η ιστορική υποδομή των νησιών αυτών από την αρχαιότητα και την Αθηναϊκή κληρουχία, μέχρι το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους στη συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά στην περίοδο της απελευθέρωση τους από τον Ελληνικό Στόλο (Οκτώβριος 1912), την παραμονή τους στην Ελληνική Κυριαρχία μέχρι τον Οκτώβριο του 1923, και την επιστροφή τους στην τουρκική κυριαρχία, μέχρι και τις ημέρες μας.

Αναλύονται διεξοδικά τα δέκα χρόνια της ελευθερίας, η ελληνική διοίκηση, οι σχέσεις των Ιμβρίων και Τενεδίων ως Έλληνες και Έλληνες πολίτες με την Ελλάδα, η συμμετοχή τους στο Α Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, οι σχέσεις τους με τους Τούρκους, οι συνεργασία τους σε θέματα πολιτισμού, εκκλησίας, εκπαίδευσης και διοίκησης με τη Λήμνο και τη Λέσβο.

Ακολουθεί το τραγικό οδοιπορικό της Εξόδου των 10.000 περίπου Ιμβρίων (η Ίμβρος ήταν το μόνο νησί του Αιγαίου που δεν είχε Τούρκους κατοίκους) και 4.500 Ελλήνων της Τενεδίων μετά το 1927, όταν πλέον εκδηλώθηκε ότι η Τουρκία δεν σεβάστηκε την υπογραφή που έβαλε ο Ινονού στη Λωζάννη (Ιούλιος 1923) και δεν εφαρμόστηκε η αυτοδιοίκηση και η αυτονομία των νησιών, ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Μοντρέ (1936) για τα Δαρδανέλλια.

 

Οι ηγέτες της Τουρκίας και της Ελλάδας Ισμέτ Πασάς και Ελευθέριος Βενιζέλος, υπογράφουν τη Συνθήκη της Λωζάννης (Ιούλιος 1923). Φώτο: Supplied

Αναφέρεται στην προσφυγιά και αυτοεξορία χιλιάδων Ελλήνων διεκδικώντας άσυλο στην Κρήτη, στη Θράκη και στη Χαλκιδική, η εποίκησή τους στη Λέσβο, Λήμνο, Καράτεπε Χαλκιδικής και Θράκη, η μετανάστευσή τους στην Αλεξάνδρεια, στην Ελβετία και στην Αφρική, η δημιουργία συλλογικών φορέων στην Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, η μετοικεσία οικογενειών στην Λήμνο για να σπουδάσουν τα παιδιά τους Ελληνικά και να παραμείνουν Έλληνες, οι θυσίες και οι διωγμοί που υπέστησαν από την μισαλλοδοξία και τον εθνικό σωβινισμό των τουρκικών Κυβερνήσεων, με εξαίρεση την άνοδο και διακυβέρνηση της Τουρκίας από το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Τζελάλ Μπαγιάρ (1946-1960), για τις δηώσεις που υπέστησαν μαζί με τους Ρωμιούς της Πόλης εξαιτίας του Κυπριακού το 1963-1964 και 1974 και την μαζική και οριστική τους μετανάστευση στις αγγλόφωνες χώρες, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.

Το βιβλίο αναφέρεται στους Τούρκους συγγραφείς, επιστήμονες, διανοητές, ουμανιστές και φιλέλληνες πολιτικούς, διπλωμάτες, ιστορικούς, δημοσιογράφους, Ελληνιστές και τον απλό λαό που εναντιώθηκε στη πολιτική του εκτουρκισμού των νησιών και στην αποβολή και έξωση του Ελληνισμού, των Χριστιανών Ρωμιών συμπολιτών τους, από τις πατρογονικές τους εστίες.

Αναφέρεται επίσης στους μεγάλους Ίμβριους και Τενέδιους που ποδηγέτησαν τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξίας, σε λόγιους ακαδημαϊκούς, ζωγράφους, φωτογράφους, δημοσιογράφους και στη προσφορά τους, συμπεριλαμβανομένων του Οικουμενικού Πατριάρχη της Ορθοδοξίας, Βαρθολομαίου, δεκάδων Αρχιερέων, του Αρχιεπισκόπου Αμερικών κυρού Ιακώβου, του Μάρκου Ευγενικού και Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού, των επιφανών πανεπιστημιακών Μανώλη Ανδρόνικου, Νικολάου Ανδριώτη, Γιάννη Ιμβριώτη, του ποιητή Στρατή Τσίρκα, του μεγάλου ζωγράφου της Αντίστασης Σπύρου Μελετζή, του ζωγράφου με διεθνή απήχηση Γιάννη Σκαρλάτου, αδελφού της μητέρας του Πατριάρχης μας και δεκάδων άλλων.

Μεγάλη έμφαση δίδεται στο βιβλίο στα εκπαιδευτικά θέματα και τη εν-εξορία τελούσα σχολική επιτροπή με βάση την Αλεξάνδρεια που ενίσχυε οικονομικά και στήριζε την ελληνόγλωσση διδασκαλία στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής μισαλλοδοξίας και εθνικισμού, με το κλείσιμο των σχολείων, την επιβολή αφόρητων περιοριστικών μέτρων στις ώρες διδασκαλίες, στον αριθμό των δασκάλων, την επιβολή τουρκοδασκάλων, ώστε να αλλοιωθεί η εθνογλωσσική φυσιογνωμία των κατοίκων, αλλά και τα χρόνια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ήπιας συνοίκησης με την άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος στην Εξουσία.

Στο βιβλίο εμφανίζονται για πρώτη φορά απόρρητα δημοσιευμένα κείμενα Ελλήνων και Τούρκων Διπλωματών, εκτενέστατη διπλωματική αλληλογραφία Ελλήνων Πρεσβευτών στην Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Παρίσι, Λονδίνο και Αθήνα, οι δυσκολίες επιβίωσης και διατήρησης της ταυτότητας μέσα από τα έγγραφα, η ομηρία των Πολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων, οι προσπάθειες της Ελληνικής Κυβέρνησης επίσημα και μεθοδευμένα να συγκρατήσει την έξοδο των Ιμβρίων και Τενεδίων από τα νησιά τους και η απελπισμένη προσπάθεια της Εκκλησίας να μην μείνει χωρίς πιστούς στη Μικρασία.

Δίδονται στη δημοσιότητα επίσης έγγραφα Ελλήνων Κυβερνητών της κρίσιμης περιόδου 1909-1927, αλλεπάλληλων Ελληνικών Κυβερνήσεων, έγγραφα Βενιζελικών και Βασιλικών Κυβερνήσεων με τις συνέπειες του Εθνικού Διχασμού, επιστολές Βενιζέλου προς Κεμάλ Πασά και Ινονού, που αναφέρονται στα δύο ελληνικά νησιά που δεν είχαν την τύχη και την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε να ενσωματωθούν στον ελληνικό κορμό.

Δύο ηγέτες που θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει τον ελληνοτουρκικό φυλετισμό σε δημιουργική συνοίκηση και γόνιμο συγκρητισμό. Ο Mustafa Kemal Atatürk και ο Celal Bayar στο γιωτ Ertugrul (1937). Φώτο: Supplied

Το βιβλίο αναφέρεται διεξοδικά και στο χάθηκε από την αντιπαλότητα και την εχθρική πολιτική τόσο από την πλευρά της Ελλάδας, όσο και από την πλευρά της Τουρκίας, το πώς η Τουρκία χρησιμοποίησε πάντα την Κύπρο ως εθνικιστικό μοχλό, προκειμένου να ξεσπάσει στις μειονότητες των Ρωμιών στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.

Επαινείται ο ρόλος του Τούρκου Προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ και άλλων Τούρκων Προέδρων που έφεραν τους δύο λαούς κοντά στη φιλία και στην αδελφοσύνη, αναδεικνύεται η αγάπη εκατοντάδων Τούρκων λειτουργών προς τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού και την προσφορά του, στη δημιουργία της σύγχρονης Τουρκίας και του πολιτισμού της.

Το βιβλίο, για παράδειγμα αναφέρεται στον διορατικό και προνοητικό Υπουργό Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας Tanrıöver, ο οποίος είχε παραθέσει λαμπρή δεξίωση προς τιμή του Πατριάρχη Αθηναγόρα στην εντυπωσιακή οικία του, μόλις ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε έρθει από τις ΗΠΑ, και δεν δίστασε δημόσια να καταθέσει αλήθειες κόντρα στο πολιτικό του συμφέρον. Μια μέρα που γινότανε συζήτηση για την Κύπρο στην Τουρκική Βουλή, ανέβηκε στο Βήμα και είπε:

«Αν μια μέρα η Κύπρος αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τους Άγγλους η θέση της είναι η Ελλάδα.»

Μεγάλος πανζουρλισμός δημιουργήθηκε από τη δήλωσή του αυτή και με ιαχές τον ανάγκασαν να κατεβεί από το Βήμα. Κατεβαίνοντας όμως φώναξε: «Αυτό και μόνο ήθελα να σας πω φυσικά».

Το 1953, ο Hamdullah Suphi Tanrıöver είχε προσκληθεί στην αίθουσα Σπίτι του Λαού (İstanbul Eminönü Halkevi), εστία όπου καλλιεργούνταν έντονος σωβινισμός κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Ισμέτ Ινονού, για να μιλήσει στην τουρκική φοιτητική νεολαία με θέμα «μια ματιά στην ιστορία μας».

Ας δούμε το επίμαχο σημείο της ομιλίας του, που ουσιαστικά συγκίνησε αλλά και αιφνιδίασε το ακροατήριό του, εκείνο το βραδινό:

Η νομαδική κάθοδός μας προς Νότον και Νοτιοδυτικά με την εγκαθίδρυση των Σελτζούκων το 1071 στη Μικρασία, μας έφερε σ’ επαφή μ’ ένα δροσερό φύσημα αναζωογονητικό που έπνεε από τις ακτές της Μεσογείου. Το φύσημα αυτό ήταν η πνοή του δημιουργικού Ελληνικού πολιτισμού.

Τον πολιτισμό αυτό και όλην την ακτινοβολία του τον παραγνωρίσαμε ενώ άλλοι λαοί βάρβαροι παίρνοντας όλα τα δημιουργικά του στοιχεία δημιούργησαν μια αναγέννηση που σήμερα εμείς αντιγράφουμε, παίρνοντας όμως μαζί και τα κακά τα οποία καλλιεργήθηκαν από λαούς ξένους προς την ιδιοσυγκρασία των δύο συγγενικών Λαών Ελλάδος-Τουρκίας.

Εμείς λαός νομαδικός πριν κατακτήσουμε το Βυζάντιο τι είχαμε να επιδείξουμε σαν τέχνη; Τότε μόνο αποκτήσαμε συνείδηση της ικανότητάς μας όταν αποκτήσαμε Έλληνες Τεχνίτες και πρότυπα Ελληνικά.

Από τα νεανικά μας χρόνια τέρπονταν η ακοή μας με τους αρμονικούς φθόγγους της ελληνικής γλώσσας στα σοκάκια της Πόλης.

Οι Ρωμιοί έμποροι είναι οι πιο τίμιοι έμποροι της Τουρκίας.

Μεγάλοι Τούρκοι διανοητές, άνδρες και γυναίκες, όπως η συγγραφέας, πεζογράφος και πολιτικός δραστήρια ακτιβίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών Halide Edib Adıvar (1884-1964), ο ανθρωπιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας Burhan Felek (1889-1992), ο πεζογράφος διεθνούς κύρους Sait Faik, ο σοφολογιότατος Μουφτής Netzati Sonmezer, ο πρώτος σουρεαλιστής Τούρκος, ποιητής, Asaf Halet Çelebi (1907-1958) για να αναφέρουμε μερικούς που έζησαν στα χρόνια του κατατρεγμού των Ρωμιών από τις Τουρκικές αρχές (1960-1975) προήγαγαν την κλασική Ελλάδα, τους Έλληνες συγγραφείς, ίδρυσαν Έδρες και Τομείς Ελληνικών Σπουδών, μετέφρασαν αρχαίους και σύγχρονους Έλληνες ποιητές, διακήρυξαν ότι το ελληνικό πρότυπο πολιτισμού, υπήρξε και δικό τους μοντέλο.

Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας, μέγας ρήτορας, επιδέξιος διπλωμάτης και ποιητής, για παράδειγμα, Abtullah Suphi Tanriover, στενός συνεργάτης του Προέδρου Κεμάλ Πασά και του Ισμέτ Πασά, όπως ήδη έχει σημειωθεί, δημόσια διακήρυττε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του στην επίδραση που άσκησε ο ελληνικός πολιτισμός και οι Έλληνες στη εν γένει σύγχρονη ζωή της σύγχρονης Τουρκίας.

Στις 20 Μαρτίου 1953, ο μεγάλος αυτός διανοητής, με την τεράστια μόρφωση, αν και βαθιά αυτοδίδακτος, μίλησε στον κόσμο της διανόησης στην Κωνσταντινούπολη, με θέμα Η Τουρκική Διανόηση το 1953.

Αμφισβητώντας την ύπαρξη πλέον ισχυρής τουρανικής καταγωγής στους κατοίκους της σύγχρονης Τουρκίας, υποστήριξε ότι η επί αιώνες συνοίκηση, συγχρωτισμός, ρυθμός των διεθνικών γάμων σε διαγενεολογικό επίπεδο στη Μικρασία, αλλά και ο αναγκαστικός εξισλαμισμός Ελλήνων, όπως τα τάγματα των Γενιτσάρων, προκάλεσαν τη μίξη των πληθυσμών.

Για να καταλήξει:
Η αρχιτεκτονική μας έφτασε ως τις Ινδίες. Πότε όμως έγινε αυτό; Τότε μόνον όταν αποκτήσαμε το μεγάλο μοντέλο, την Αγία Σοφία. Γιατί δεν κάναμε ένα τζαμί μεγαλοπρεπές σαν το Σουλεϊμανιέ πριν πάρουμε την Πόλη; Ήταν γιατί δεν είχαμε ένα μοντέλο.

Και το μεγάλο πρότυπο για μας πάνω στο οποίο κάναμε την αρχιτεκτονική μας προπαίδεια ήταν η Αγία Σοφία και οι Βυζαντινοί μαστόροι…

Αν ντύσης δύο κοπέλες με τα ρούχα, μια από την Ανατολή και μια από την Ελλάδα, δεν θα μπορέσει να ξεχωρίσεις φυλετική διαφορά. Και ο Τούρκος χωρικός κι ο αθλητής της Ανατολής όταν σταθεί γυμνός αντίκρυ στον ήλιο δεν διαφέρει από το λαξευμένο σώμα του αρχαίου Ιωνικού Κούρου. Έχει το σώμα Έλληνα οπλίτη.

Και ο μέγας Αλέξανδρος είναι εθνικός ήρωας, και το όνομα (Iskender) Αλέξανδρος δίνουν και τώρα Τούρκισσες μάννες στα παιδιά τους. Ο Αλέξανδρος στην κλασική μας τουρκική φιλολογία εκφράζει την ποιότητα, ενώ οι Πέρσαι μονάρχαι την ποσότητα.

Η διαφορά μας είναι η θρησκεία. Αντιμέτωπα πάντα ο Σταυρός με την Ημισέληνο, που ήταν αυτή έμβλημα Βυζαντινό πριν μπει στην Τουρκική σημαία. Αντιμέτωποι πάντα σαν τους πράσινους και τους κυανούς, σαν τους Αθηναίους με τους Σπαρτιάτες, σαν τους ομογάλακτους αδελφούς απάνω από την περιουσία του πατέρα τους.

Ακόμη και ο Ατατούρκ, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια παραδέχθηκε ότι ήταν σφάλμα του η ανταλλαγή, το ξερίζωμα των Χριστιανών. Ένα βράδυ στο ανάκτορο του Ντολμάμπαχτσε μού ομολόγησε: «Αν είχα τότε την ευχέρεια αντίληψης που έχω τώρα δεν θα τολμούσα να κάμω την ανταλλαγή…»