Έφυγε πρόσφατα από την ζωή, σε ηλικία 92 ετών, ο Βασίλης Ρεκάρης.

Ο αδελφός του Κοσμάς Ρεκάρης, τον αποχαιρετά με το ακόλουθο κείμενο:

Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1928 στο Νεστόριο Καστοριάς. Τελείωσε το οκτατάξιο δημοτικό σχολείο το οποίο υπήρχε στο χωριό και συνέχισε τις σπουδές του στην Αστική Σχολή, η οποία υπήρχε μέχρι τον καιρό που ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940.

Η τότε κατάσταση για όλους μας ήταν δύσκολη και έτσι ο μεγάλος αδελφός μας έπρεπε να συμβάλει στην επιβίωση της οικογένειάς μας.

Ο Βασίλης ήταν δραστήριος, πολυμήχανος και έτοιμος να αναλάβει κάθε πρωτοβουλία και να φέρει σε πέρας αυτό που του είχαν αναθέσει, ή οτιδήποτε άλλο, ως ηλικιωμένος αργότερα.

Για μένα, πολλές φορές, αλλά χωρίς κακία, έλεγε στους γονείς μας: «Τον Κοσμά δεν τον θέλω μαζί μου». Αυτό με χαροποιούσε γιατί θα γλίτωνα από μια δύσκολη αποστολή που συχνά την επωμιζόταν ο μεγάλος αδελφός.

Τον ακολουθούσα με απόσταση 50 μέτρων. Συχνά μου έλεγε «Κοσμά κάνε γρήγορα γιατί αργήσαμε. Σταμάτησε να κοιλάς τα βράχια. Έλα. Αργήσαμε και μας έπιασε το μεσημέρι».

Ξεπεράσαμε τον πόλεμο και τον αλληλοσπαραγμό από τους οποίους είχαμε μόνο κακές εμπειρίες. Ο Βασίλης και ο πατέρας μας την εποχή εκείνη, πήγαιναν να μείνουν για κάποιο διάστημα σε έναν οικισμό νομάδων που ζούσαν στο δάσος για να εκτελέσουν κάποια επαγγελματική εργασία, όταν από το πουθενά παρουσιάστηκε μπροστά τους μια ομάδα από τυχοδιώκτες οπλοφόρους.

Ζήτησαν από τον Βασίλη και τον πατέρα μου στοιχεία και να εξηγήσουν τον λόγο για τον οποίο βρίσκονται εκεί. Παράπλευρα μερικοί άλλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύτους και ετοίμαζαν τα όπλα τους.

Ευτυχώς, ως εκ θαύματος, ένας απ´αυτούς έτυχε να γνωρίζει καλά τον πατέρα μας μαι τους είπε. «Αφήστε τους ελεύθερους. Τον κ Σταύρο τον γνωρίζω προσωπικά».

Φώτο: Supplied

Μόλις πριν λίγες μέρες είχαμε συζήτηση με τον αδελφό μου Βασίλη, για τον τότε ξεσηκωμό από την πατρίδα μας, και την λαχτάρα με τους οπλοφόρους της εποχής εκείνης.

Ο Βασίλης μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες αυτές υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως ασυρματιστής και πήρε το απολυτήριο στρατού, έμαθε την τέχνη του υποδηματοποιού από τον πατέρα μας ο οποίος ήταν και τέλειος σχεδιαστής.

Ο Βασίλης ήταν ανήσυχος και για τον λόγο αυτό τα Χριστούγεννα του 1954 βρισκόταν ήδη στο Sydney.

Όπως είπα, από τον πατέρα μας είχε μάθει την τέχνη του υποδηματοποιού και έτσι πήρε το δρόμο της μετανάστευσης, σε μια άγνωστη σε εμάς χώρα.

Δεν άργησε μετά από ταλαιπωρίες να δημιουργήσει μια μικρή δική του επιχείρηση και για να την στερεώσει κάλεσε και την καλή του. Κι αυτό γιατί, αν θυμάμαι καλά, είχε πει ότι «σ´ατήν εδώ την χώρα για να νοικοκυρευτεί κανείς πρέπει να έχει την σύντροφό του».

Κάλεσε την Διαμαντούλα, ως σύζυγό του, και την αδελφή μας Χριστίνα για συντροφιά. Αργότερα, συγγενείς και φίλους που όλοι μας σήμερα βρισκόμαστε εδώ με τη δική του υπευθυνότητα.

Ο χαρακτήρας του ήταν προοδευτικός γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε να αδικήσει ακόμα και αυτό το ίδιο το κράτος γιατί εργάστηκε μέχρι και τα 92 του χρόνια. Και δεν το έκανε αυτό, γιατί ο ίδιος ήταν μια άοκνη μέλισσα σε αυτήν εδώ τη χώρα που του έδωσε την ευκαιρία να γίνει αυτός που είναι. Είχε κατακτήσει τις οδούς Exhibition και Lonsdale.

Ο Βασίλης έχει βάλει πολλά πετραδάκια στην ανάπτυξη αυτής εδώ της χώρας.

Αδελφέ μου Βασίλη, σου εύχομαι να σε δεχτούν με το καλό εκεί που πορεύεσαι να πας.

ΚΟΣΜΑΣ ΡΕΚΑΡΗΣ