Οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, συναντήθηκαν χθες στη Γενεύη σε μια σύνοδο κορυφής που άνοιξε τον δρόμο για ολοκληρωμένο, διμερή διάλογο για τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και την ασφάλεια των ηλεκτρονικών υποδομών. Σε μια απτή ένδειξη αυτού που ο Πούτιν αποκάλεσε «αναλαμπές ελπίδας και εμπιστοσύνης», μετά τη σύνοδο ανακοινώθηκε ότι οι πρέσβεις των δύο χωρών, που είχαν αποσυρθεί εξαιτίας των εντάσεων των τελευταίων μηνών, θα επιστρέψουν στα πόστα τους.

«Σήμερα επαναβεβαιώνουμε την αρχή ότι ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να έχει νικητή και δεν πρέπει να γίνει ποτέ» ανέφεραν οι δύο πρόεδροι στο κοινό ανακοινωθέν. Κοινή συνισταμένη των χωριστών δηλώσεών τους προς τον Τύπο μετά τη σύνοδο ήταν η συγκρατημένη αισιοδοξία, με τον Τζο Μπάιντεν να αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θα φανεί σε τρεις, σε έξι μήνες αν πράγματι θα ξεκινήσει ο στρατηγικός διάλογος, αν θα σχηματιστεί πλαίσιο διαχείρισης της κυβερνοασφάλειας και αν θα απελευθερωθούν Αμερικανοί κρατούμενοι από ρωσικές φυλακές». Ο Μπάιντεν επεσήμανε ότι η Ρωσία «δεν έχει συμφέρον για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο» και επιβεβαίωσε τη δήλωση του Πούτιν ότι οι συζητήσεις έγιναν σε εποικοδομητικό κλίμα, χωρίς απειλές και εντάσεις.

«Πότε έχετε ξαναδεί δύο ηγέτες να έχουν συζήτηση τετ α τετ δύο ωρών;» ρώτησε χαρακτηριστικά ο Μπάιντεν τους δημοσιογράφους, οι οποίοι απόρησαν για ποιο λόγο η σύνοδος κορυφής τερματίστηκε έπειτα από τρεις ώρες, αντί των 4-5 που είχαν προβλεφθεί αρχικά. Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι στο πρώτο μέρος της συνόδου, στο οποίο μετείχαν μόνον οι πρόεδροι και οι υπουργοί Εξωτερικών, έγινε πολύ σημαντική πρόοδος σε πολλά ζητήματα, και ότι στο δεύτερο μέρος, με τη συμμετοχή υπουργών Αμυνας και των επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, δόθηκαν κάποιες σύντομες διευκρινίσεις.

Η σύνοδος ξεκίνησε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να φθάνει, αντίθετα με τα συνηθισμένα, ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα στην έπαυλη στη λίμνη της Γενεύης και να ευχαριστεί δημοσίως τον Αμερικανό πρόεδρο για την πρόσκληση, ενώ μετά τη λήξη, στη συνέντευξη Τύπου, ο Ρώσος πρόεδρος επαίνεσε την «υπεύθυνη στάση» που τήρησε πριν από λίγους μήνες ο Αμερικανός ομόλογός του στο ζήτημα της ανανέωσης της περιόδου ισχύος της συμφωνίας ελέγχου των πυρηνικών όπλων New Start. Ούτε και ο Πούτιν, όμως, παρασύρθηκε σε αισιόδοξες προβλέψεις. «Στις ΗΠΑ υπάρχουν κάποιοι που θέλουν βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και άλλοι που δεν θέλουν, θα δούμε ποιοι θα επικρατήσουν» είπε, στηλιτεύοντας την «ευρηματικότητα» του Κογκρέσου ως προς τις μεθόδους ναρκοθέτησης των ρωσοαμερικανικών σχέσεων.

Ο Αμερικανός πρόεδρος παρέδωσε στον Ρώσο ομόλογό του κατάλογο με 16 κρίσιμες υποδομές, οι οποίες πρέπει να μείνουν στο απυρόβλητο κάθε είδους επίθεσης, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών επιθέσεων, όπως αυτές που εκδηλώθηκαν τον τελευταίο καιρό σε διάφορες κρίσιμες αμερικανικές υποδομές. Ο τομέας της κυβερνοασφάλειας αναδεικνύεται σε εξαιρετικά ευαίσθητο πεδίο, γιατί ενέχει μεγαλύτερο βαθμό ασάφειας και αβεβαιότητας, αφήνοντας περιθώρια για κλιμάκωση βασισμένη σε παρεξηγήσεις ή κακές εκτιμήσεις των προθέσεων, των ενεργειών και των πιθανών αντιδράσεων.
Ειδικοί στις αμερικανορωσικές σχέσεις είδαν τη σύνοδο όχι ως «επανεκκίνηση» των σχέσεων των δύο χωρών, αλλά ως πέρασμα σε μια πιο διαχειρίσιμη φάση της αντιπαράθεσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι βασικές παράμετροι που καθορίζουν έως τώρα τη στάση της Ρωσίας έχουν αλλάξει. «Συνεχίζουν να φοβούνται “περικύκλωση” της Ρωσίας, συνεχίζουν να φοβούνται ότι θέλουμε να τους “ανατρέψουμε”» επεσήμανε ο Τζο Μπάιντεν.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν πιο επεξηγηματικός, απαντώντας σε ερώτηση για τον φυλακισμένο αντιφρονούντα Αλεξέι Ναβάλνι, του οποίου, όπως συνηθίζει, δεν ανέφερε καν το όνομα. «Οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει επισήμως τη Ρωσία αντίπαλο. Δεν πρόκειται να υποστηρίξουν ανθρώπους και οργανώσεις που κάνουν τη Ρωσία ισχυρότερη, αλλά αυτούς που εφαρμόζουν την αμερικανική πολιτική» υποστήριξε. Σε ερώτηση για τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων του, ο Πούτιν απάντησε επικαλούμενος τις διώξεις που έχουν ασκηθεί σε βάρος των οπαδών του πρώην προέδρου Τραμπ που επιχείρησαν να εισβάλουν στο Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου. Σε αυτό το σημείο, ο Τζο Μπάιντεν άφησε τις αβρότητες και χαρακτήρισε τη σύγκριση «γελοία». Πάντως ο Πούτιν υποστήριξε ότι οι δύο πρόεδροι «μίλησαν την ίδια γλώσσα». «Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις στα μάτια, να δεις την ψυχή και να ορκιστείς αιώνια αγάπη» σημείωσε. «Υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντα των χωρών μας με πραγματισμό».

To Κρεμλίνο εκτιμά ότι οι συνομιλίες Μπάιντεν-Πούτιν εξελίχθηκαν περίπου «όπως αναμενόταν»

Η συνάντηση κορυφής των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσίας Τζο Μπάιντεν και Βλαντίμιρ Πούτιν εξελίχθηκε «περίπου όπως αναμέναμε», όμως όλα θα εξαρτηθούν από τη συνέχεια, δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.

Διευκρίνισε ότι προς το παρόν δεν έχει αποφασιστεί ποιος θα ηγηθεί από ρωσικής πλευράς της αντιπροσωπείας που θα διεξάγει συνομιλίες για τη «στρατηγική σταθερότητα» με τις ΗΠΑ, όπως αποφάσισαν οι δύο ηγέτες και ενημέρωσαν με κοινή τους διακήρυξη.

Κατά τον ρώσο αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Ριαμπκόφ, οι δύο χώρες αναμένεται να ορίσουν τις ημερομηνίες της πρώτης συνάντησης των αντιπροσωπειών και αυτό «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι ζήτημα εβδομάδων, όχι μηνών». Όπως εξήγησε ο κ. Ριαμπκόφ στη ρωσική εφημερίδα Κομερσάντ, η Μόσχα είναι ικανοποιημένη επειδή «κατορθώσαμε να καταγραφεί στο χαρτί η πρόθεση να αρχίσουμε επικεντρωμένο και ενεργητικό διάλογο στο πεδίο αυτό». Όσο για το σχήμα και την ημερήσια διάταξη των θεμάτων που θα συζητηθούν, η ρωσική πλευρά ευελπιστεί αρκετά γρήγορα «να διαμορφωθεί μαζί με τους Αμερικανούς συναδέλφους», σημείωσε ο κ. Ριαμπκόφ, εκτιμώντας ότι «η σύγκλιση των προσεγγίσεων Ρωσίας και ΗΠΑ στον τομέα αυτό δεν θα είναι απλή υπόθεση, θα χρειαστούν ανώτερα διπλωματικά μαθηματικά, αλλά είμαστε έτοιμοι να λύσουμε το πρόβλημα».

Η πρώτη πρακτική συμφωνία των δύο προέδρων ήταν η απόφαση να επιστρέψουν άμεσα στις δύο πρωτεύουσες οι πρέσβεις. Ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Αντόνοφ «κάθεται πάνω στις βαλίτσες του από τη στιγμή, που ήρθε η εντολή (σ.σ.: να επιστρέψει) από τον πρόεδρο», κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε εντός του μήνα, δήλωσε ο κ. Ριαμπκόφ.

Ο κ. Αντόνοφ ανακλήθηκε για διαβουλεύσεις στη Μόσχα την 21η Μαρτίου μετά τις δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν περί »«τιμήματος» που πρέπει να πληρώσει η Ρωσία για «την εμπλοκή της στις εκλογές στις ΗΠΑ», αλλά και την καταφατική απάντησή του στον χαρακτηρισμό «δολοφόνος» για τον πρόεδρο Πούτιν. Το Κρεμλίνο είχε τότε «υποδείξει», ουσιαστικά εξαναγκάσει, τον αμερικανό πρεσβευτή Τζον Σάλιβαν στη Μόσχα να επιστρέψει επίσης στην Ουάσιγκτον για διαβουλεύσεις, πράγμα, που συνέβη την 22η Απριλίου.

Παρά τα θετικά βήματα, ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, δήλωσε ότι προς το παρόν δεν συντρέχουν λόγοι να διαγραφούν οι ΗΠΑ από τον κατάλογο των «μη φιλικών κρατών» που ανακοίνωσε η ρωσική κυβέρνηση τη 14η Μαΐου, επιβάλλοντας περιορισμούς στις προσλήψεις ντόπιου προσωπικού στις πρεσβείες των κρατών αυτών στη Μόσχα και δυσχεραίνοντας την πρακτική λειτουργία των διπλωματικών τους αντιπροσωπειών. Μέχρι στιγμής, η λίστα συμπεριλαμβάνει μόνο ΗΠΑ και Τσεχία.

Σε ανάλυση του ρωσικού κρατικού πρακτορείου ειδήσεων TASS επισημαίνεται ότι ως προς τα αποτελέσματα της συνάντησης κορυφής είναι «ενθαρρυντικό» το γεγονός ότι ξεκινά διάλογος για τη στρατηγική σταθερότητα, ότι η συνάντηση διεξήχθη σε εποικοδομητική διάθεση, με Ρωσία και ΗΠΑ να επαναφέρουν τους πρεσβευτές τους στις έδρες τους στις πρωτεύουσες, ωστόσο προκαλεί «επιφύλαξη», το ότι δεν υπήρξε ουδεμία ευρύτερη συμφωνία και παραμένουν οι διαφωνίες των μερών για το πώς αντιλαμβάνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο αμερικανός πρόεδρος έκανε σαφές στον ρώσο ομόλογό του ότι «ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι στη φυλακή θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη Ρωσία στη διεθνή σκηνή», καθώς και ότι το θέμα αυτό είναι για τις ΗΠΑ «εξαιρετικά σημαντικό»· ο ρώσος ηγέτης υπενθύμισε την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά και τις «τετρακόσιες και πλέον συλλήψεις αμερικανών πολιτών» για τα αιματηρά επεισόδια στο Καπιτώλιο, σημειώνοντας ότι «εκφράζουμε τη συμπάθειά μας για όσα συνέβησαν στις ΗΠΑ, αλλά δεν θέλουμε να επιτρέψουμε να συμβούν τα ίδια και σε εμάς».